Τι φταίει και τόσες χιλιάδες κτίρια κατέρρευσαν μαζικά στην Τουρκία από τον σεισμό παίρνοντας μαζί τους δεκάδες χιλιάδες ζωές;
Ο πλανήτης παρακολουθεί εμβρόντητος τα όσα συμβαίνουν στα σύνορα Τουρκίας και Συρίας, όπου ο σεισμός των 7.8 ρίχτερ αλλά και ακόμα ένας μεγέθους 7.6 ρίχτερ που «χτύπησε» εννιά ώρες μετά άφησε πίσω του δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και χιλιάδες σπίτια γκρεμισμένα. Μέσα στα χαλάσματά τους άγνωστος ακόμα αριθμός ανθρώπων κείτεται ήδη νεκρός ή περιμένει υπομονετικά να εντοπιστεί και να διασωθεί από τα σωστικά συνεργεία καθώς ο χρόνος τους τελειώνει.
Η Τουρκία επίσημα τουλάχιστον υποστηρίζει ότι έχουν καταρρεύσει περί τα 7.000 κτίρια σε δέκα επαρχίες παίρνοντας μαζί τους πάνω από 20.000 ανθρώπους μέχρι το βράδυ της Παρασκευής. Ακόμα και κτίρια που είχαν κατασκευαστεί μέχρι και έναν χρόνο πριν κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι. Πολλά από τα κτίρια κατέρρευσαν στον δεύτερο μεγάλο σεισμό που ήρθε πολλές ώρες μετά τον πρώτο. Βίντεο κατέγραφαν τα κτίρια καθώς έπεφταν, ενώ οι άνθρωποι που βρίσκονταν μέσα σε αυτά ούρλιαζαν καθώς εξαφανίζονταν μέσα στα χαλάσματα.
Η τόση μαζική κατάρρευση ακόμα και νέων κτιρίων, τα οποία υποτίθεται ότι έχουν χτιστεί με τις πιο σύγχρονες αντισεισμικές μεθόδους, οδήγησε σε έντονα και επιτακτικά ερωτήματα στην Τουρκία.
Η Τουρκία έχει βιώσει και στο παρελθόν πολύ έντονους σεισμούς καθώς στην ανατολική της πλευρά βρίσκεται σχεδόν πάνω στο λεγόμενο ρήγμα της Ανατολίας εκεί όπου συναντώνται η πλάκα της Ανατολίας και η Ευρασιατική πλάκα. Τα ιστορικά στοιχεία καταγράφουν ισχυρότατους σεισμούς στην περιοχή μέχρι και 2.000 χρόνια πριν όταν το 17μΧ ένας σεισμός είχε ισοπεδώσει 12 πόλεις.
Ειδικά μετά το 1999 και τον φονικό σεισμό των 7.6 ρίχτερ που είχε αφήσει πίσω του περίπου 18.000 νεκρούς, οι κατασκευές των σπιτιών γίνονταν θεωρητικά πάντοτε με πρώτο μέλημα την αντισεισμική προστασία.
Όποτε όλοι απορούν τι είναι αυτό που συνέβη σε αυτή την περίπτωση. Οι δύο σεισμοί των 7.8 και 7.6 ρίχτερ ήταν απλώς τόσο δυνατοί που κανένα κτίριο δεν θα μπορούσε να σταθεί όρθιο; Ή τα κτίρια δεν είχαν χτιστεί τελικά σύμφωνα με τις σύγχρονες αντισεισμικές προδιαγραφές; Και αν ισχύει το τελευταίο ποια είναι η ευθύνη των ελεγκτικών αρχών γι’ αυτό;
Σύμφωνα με τον καθηγητή Οκάν Τουγιουσούζ, έναν μηχανικό γεωλόγο από το Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης, αυτό που συνέβη είναι ένας τραγικός συνδυασμός όλων των παραπάνω.
«Έχουμε πραγματικά να κάνουμε με πολύ ισχυρούς σεισμούς σε αυτήν την περίπτωση», ανέφερε στο Al Jazeera. «Ο πρώτος είχε σχεδόν όση ισχύ θα είχαν πέντε εκατομμύρια τόνοι ΤΝΤ. Ο δεύτερος ισούνταν με ισχύ 3.5 εκατ. τόνων. Τα περισσότερα κτίρια θα δυσκολεύονταν να μείνουν όρθια», αναφέρει.
Ο πολιτικός μηχανικός, Σινάν Τουρκάν, και πρόεδρος της τουρκικής Ένωσης για την μετατροπή των κτιρίων σύμφωνα με τους αντισεισμικούς κανόνες συμφωνεί: «Δεν ήταν απλώς πολύ δυνατοί οι σεισμοί, αλλά χτύπησαν επίσης και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Πολλά κτίρια υπέστησαν μια μικρή ή μέτρια ζημιά στον πρώτο σεισμό, αλλά κατέρρευσαν μετά τον δεύτερο», σημειώνει.
Ωστόσο, παρά την ισχύ των σεισμών και την γρήγορη ακολουθία τους, οι επιστήμονες συμφωνούν ότι η κατάρρευση των κτιρίων δεν ήταν αναπόφευκτη.
«Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις 6.000 με 7.000 κτίρια κατέρρευσαν τη Δευτέρα. Ωστόσο όσο ισχυρός και αν ήταν κάποιος σεισμός δεν θα μπορούσε να προκαλέσει όλη αυτή την καταστροφή αν όλα τα κτίρια πληρούσαν τις αντισεισμικές προϋποθέσεις», τονίζει ο Τουρκάν.
Νόμοι στα χαρτιά
Μετά τον σεισμό του 1999 οι κανόνες σχετικά με την κατασκευή των κτιρίων έχουν γίνει πιο αυστηροί και οι νόμοι είχαν επικαιροποιηθεί το 2018. Στην πραγματικότητα ωστόσο ελάχιστα εφαρμόζονται.
«Εν μέρει το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν σε πολύ λίγες περιπτώσεις οι απαιτούμενοι εκσυγχρονισμοί των ήδη υπαρχόντων κτιρίων, ωστόσο και στα νέα κτίρια η εφαρμογή των νέων κανόνων φαίνεται ότι είναι περιορισμένη», υποστηρίζει ο Ντέιβιντ Αλεξάντερ, ειδικός στον έκτακτο σχεδιασμό και στη διαχείριση κρίσεων του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.
Ο ανταποκριτής του BBC στην περιοχή, Τομ Μπέιτμαν, αναφέρει ότι μίλησε με ανθρώπους που ζουν στην πόλη Άδανα στα νότια της χώρας, οι οποίοι του ανέφεραν ότι ένα από τα κτίρια που κατέρρευσαν είχε υποστεί ζημίες σε έναν άλλο σεισμό πριν από 25 χρόνια αλλά δεν είχε ποτέ επισκευαστεί κατάλληλα.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επισκεπτόμενος τις πληγείσες περιοχές την Τετάρτη υπερασπίστηκε τα όσα έχει κάνει η κυβέρνησή του για την ενίσχυση των κτιρίων, ενώ δήλωσε ότι «ήταν αδύνατο για τον οποιοδήποτε να προετοιμαστεί για μια τόσο μεγάλη καταστροφή»-μια δήλωση που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.
Υποσχέθηκε ότι το κράτος θα χτίσει ξανά όσα σπίτια κατέρρευσαν μέσα σε έναν χρόνο «όπως κάναμε και στην Μαλάτια, το Ελαζίκ, το Μπινγκέλ, το Βαν. Αυτή είναι η δουλειά που ξέρουμε καλά. Η κυβέρνησή μας απέδειξε την ικανότητά της να χτίζει ξανά και ξανά στο παρελθόν».
Τα περισσότερα από τα κτίρια που κατέρρευσαν είχαν κατασκευαστεί πριν από τον σεισμό του 1999 που έφερε νέα στάνταρ στην ανοικοδόμηση σπιτιών. Μάλιστα, τον Νοέμβριο του 2022, ο υπουργός Περιβάλλοντος, Μουράτ Κουρούμ, είχε αναφερθεί στο σχέδιο της κυβέρνησης να κάνει την Τουρκία μια συνολικά ασφαλή από το σεισμό χώρα ως το 2035. Ανέφερε ότι «χτίσαμε ξανά 3.2 εκατ. κατοικίες και αυτή τη στιγμή 250.000 κατοικίες εκσυγχρονίζονται σε 81 επαρχίες και 992 τομείς. 6,6 εκατομμύρια σπίτια και επιχειρήσεις έχουν ελεγχθεί. 24 εκατ. συμπολίτες μας ζουν αυτή τη στιγμή σε αντισεισμικά σπίτια».
Ωστόσο, αυτές οι φιλόδοξες προσπάθειες δεν φαίνεται να εμπόδισαν την καταστροφή.
«Στα χαρτιά, ο σεισμικός σχεδιασμός της Τουρκίας είναι σύμφωνα με τα παγκόσμια στάνταρ-στην πραγματικότητα είναι καλύτερος σε σχέση με πολλούς άλλους. Στην πράξη όμως, η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική», τονίζει ο Τουρκάν.
Η κυβέρνηση προσέφερε οικονομικά κίνητρα, αλλά δεν κατέστησε υποχρεωτική τη συμμετοχή στο πρόγραμμα για την αλλαγή των κτιρίων. Αυτό ουσιαστικά σήμαινε ότι μόνο άνθρωποι που ήταν σε θέση να κερδίσουν χρήματα από την ανοικοδόμηση ή άνθρωποι που είχαν στην κατοχή τους πολύτιμα οικόπεδα κατάλληλα για περαιτέρω ανάπτυξη, συμφώνησαν να κατεδαφίσουν τα παλιά τους ακίνητα και να τα ξαναχτίσουν σύμφωνα με τους νέους κανόνες. Πολλοί δεν ήθελαν να ξοδέψουν χρήματα για εργασίες ανοικοδόμησης ή ενισχύσεις που δεν φαίνονταν επείγουσες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με τους ειδικούς, πάνω από 20 χρόνια μετά τον σεισμό στο Μαρμαρά, η Τουρκία είναι γεμάτη από κτίρια που κατασκευάστηκαν με υλικά κατώτερης ποιότητας και παρωχημένες και απαξιωμένες τεχνικές κατασκευής. Αυτά τα κτίρια ουσιαστικά καταρρέουν αμέσως όταν αντιμετωπίζουν έναν ισχυρό σεισμό.
Ο Τουρκάν εκτιμά ότι αν όλα είχαν γίνει όπως έπρεπε τα τελευταία 20 χρόνια μπορεί να είχαν γλιτώσει από την κατάρρευση έως και 5.000 σπίτια. «Θα μπορούσαμε να είχαμε σώσει πολλές, πολλές ζωές», λέει ο Τουρκάν και τονίζει πως παρόλο που οι επιστήμονες πίεζαν εδώ και χρόνια ώστε τουλάχιστον τα σπίτια που βρίσκονται πάνω σε σεισμικά ρήγματα να ενισχυθούν περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα κανένας δεν τους άκουγε.
Αντίθετα, πολλές ελλείψεις στην διασφάλιση των κανονισμών παρατηρούνταν ακόμα και στα νέα κτίρια που χτίζονταν.
«Κάποια σχετικά καινούργια σπίτια κατέρρευσαν επίσης στο σεισμό και αυτό σημαίνει ότι οι κατασκευαστές προσπάθησαν να συντομεύσουν τις διαδικασίες ή να χρησιμοποιήσουν υποδεέστερα υλικά για να εξοικονομήσουν χρήματα και τελικά οι αρχές απέτυχαν να κάνουν καλά τη δουλειά τους πριν δώσουν την έγκρισή τους για την κατασκευή», αναφέρει από την πλευρά του ο Τουγιουσούζ.
Πολλά σχολεία, διοικητικά κτίρια, νοσοκομεία ακόμα και τα κεντρικά κτίρια της Αρχής Διοίκησης Καταστροφών και Έκτακτων Αναγκών της Τουρκίας στο Χατάι κατέρρευσαν τη Δευτέρα.
«Σύμφωνα με τους κανόνες του κράτους, τα κρατικά κτίρια υποτίθεται ότι είναι πολύ πιο ανθεκτικά από τα ιδιωτικά. Όταν χτίζεις ένα νοσοκομείο, ένα ταχυδρομείο ή οποιοδήποτε άλλο δημόσιο κτίριο, πρέπει να χρησιμοποιήσεις περισσότερο τσιμέντο, περισσότερο σίδερο και να κάνεις πολύ πιο λεπτομερείς μελέτες του εδάφους. Κι αυτό για να είσαι σίγουρος ότι τα κτίρια αυτά θα αντέξουν τον σεισμό ή οποιαδήποτε άλλη καταστροφή για να συνεχίσουν να βοηθούν τους ανθρώπους σε καιρό κρίσης», αναφέρει ο Τουρκάν και ο Τουγιουσούζ συμφωνεί:
«Είναι τελείως ανεπίτρεπτο ένα δημόσιο κτίριο, ένας σταθμός ενέργειας ή το αεροδρόμιο να καταρρέει από τον σεισμό. Οι σκηνές που είδαμε τη Δευτέρα είναι απόδειξη ελλείψεων του κράτους στην εφαρμογή των δικών του κανόνων ακόμα και σε κατασκευές που έχει τον απόλυτο έλεγχο».
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η μόνη λύση είναι η ενίσχυση των 20 εκατ. περίπου κτιρίων που υπάρχουν στην Τουρκία όσο κι αν αυτό είναι κοστοβόρο και δύσκολο από τεχνικής και υλικοτεχνικής άποψης.
«Η κυβέρνηση πρέπει να αναγκάσει περισσότερο τους ανθρώπους να ελέγξουν τα κτίριά τους και να τα ενισχύσουν ή αν χρειάζεται να τα ξαναχτίσουν. Ο κόσμος είναι λογικό να μην προτίθεται να πληρώσει, αλλά είναι θέμα ζωής και θανάτου και θα πρέπει να το χειριστούμε ως τέτοιο», τονίζει ο Τουρκάν.
Το φαινόμενο της… τηγανίτας
Πολλά από τα κτίρια φαίνεται να έχουν καταρρεύσει κατακόρυφα, όπως γίνεται σε μια ελεγχόμενη έκρηξη για την κατεδάφιση κτιρίων. Έτσι, είχαμε δει να καταρρέουν οι Δίδυμοι Πύργοι μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, αλλά και πιο πρόσφατα το 2021 κτίρια στο Μαϊάμι των ΗΠΑ μετά από σεισμό.
Αυτός ο τρόπος κατάρρευσης έχει ονομαστεί «pancake collapse» (κατάρρευση τηγανίτας) καθώς όταν τα κτίρια πέφτουν ο ένας όροφος στοιβάζεται στον από κάτω του δημιουργώντας ένα οπτικό αποτέλεσμα που θυμίζει τον τρόπο που τοποθετούμε τα pancake το ένα πάνω στο άλλο.
Όταν το κτίριο καταρρέει έτσι, τα δάπεδα ‘στοιβάζονται’ το ένα πάνω στο άλλο και ρίχνουν όλα μαζί το βάρος τους προς το κάτω φτάνοντας μέχρι τον τελευταίο όροφο. Αυτό συνεχίζεται και συσσωρεύει περισσότερο βάρος καθώς πέφτει η δομή.
Πρόκειται για μια βαθμιαία ρήξη που συχνά ξεκινά από το κάτω μέρος: ένα στοιχείο της δομής του κτιρίου έχει καταστραφεί, συνήθως στους κάτω ορόφους ή τα θεμέλια ενός κτιρίου κι αυτό προκαλεί την κατάρρευση των πάνω ορόφων κάθετα προς τα κάτω, αναφέρει στο CNN ο Νεκάτι Κάτμπας, καθηγητής Κατασκευαστικής Μηχανικής στο Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Φλόριντα.
«Όταν δεν υπάρχει υποστήριξη στους κάτω ορόφους ή τα θεμέλια, οι επάνω όροφοι αρχίζουν να χτυπούν από πάνω προς τα κάτω βαθμιαία», αναφέρει ο Κάτμπας.
Αυτός ο τρόπος κατάρρευσης είναι συχνός μετά από πολύ ισχυρούς σεισμούς καθώς οι δονήσεις προκαλούν ζημιές στα δομικά στοιχεία των κτιρίων ή των γεφυρών. Μια από τις πιο διάσημες περιπτώσεις του «pancake collapse» είναι η πτώση των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη. Όταν τα αεροπλάνα χτύπησαν την πλευρά των πύργων, κατέστρεψαν τη στατική επάρκεια των κτιρίων κάτι που τελικά οδήγησε στην κατάρρευση των τελευταίων ορόφων παρασέρνοντας όλους όσοι βρίσκονταν από κάτω τους μέχρι και το επίπεδο του ισογείου.
Οποιοδήποτε είδος ζημιάς στα θεμέλια ενός κτιρίου ή σε κρίσιμες δομές στήριξης μπορεί να προκαλέσει αυτού του είδους την κατάρρευση.
Η «κατάρρευση τηγανίτας» είναι πιο επικίνδυνη από άλλους τρόπους καταρρεύσεων επειδή συχνά μένουν πολύ λίγα κενά ή θύλακες χώρου και αέρα στα ερείπια, χωρίς ωστόσο να σημαίνει ότι τα κενά αυτά σημεία είναι ανύπαρκτα.
Αυτό το είδος της κατάρρευσης δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τις επιχειρήσεις διάσωσης, επειδή τα ερείπια που παραμένουν κοντά στο σημείο της κατάρρευσης είναι ασταθή και θα μπορούσαν να πέσουν καθώς οι διασώστες κινούνται μέσα σε αυτά.
Πηγή : https://www.janus.gr