Παράδοση του σχεδίου «Συντάγματος» στον Γεώργιο Παπαδόπουλο, σε μια τελετή που αναδείκνυε τη ροπή της χούντας στην επικοινωνία και όχι στην ουσία.
ΣΠΥΡΟΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ*
Το να μιλάει κανείς για το «Σύνταγμα» του 1968 προκαλεί ευλόγως κάποια αμηχανία. Και τούτο διότι τα γνήσια Συντάγματα συγκεντρώνουν δύο βασικά χαρακτηριστικά: Πρώτον, διαθέτουν δημοκρατική νομιμοποίηση, προέρχονται δηλαδή από αντιπροσωπευτικά σώματα. Δεύτερον, παρά τις δυσλειτουργίες, ακόμη και την παραβίαση διατάξεών τους, εφαρμόζονται και κατευθύνουν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου. Στην περίπτωση του «Συντάγματος» του 1968, δεν συνέβη ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ούτε δημοκρατική κάλυψη υπήρχε (ως τέτοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί το νόθο δημοψήφισμα του 1968) ούτε οι διατάξεις του για τα ατομικά δικαιώματα και τις εκλογές εφαρμόστηκαν. Υπό τα δεδομένα αυτά, το «Σύνταγμα» του 1968 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια συντακτική πράξη του δικτατορικού καθεστώτος, στην προσπάθειά του να αποκτήσει μια επίφαση νομιμότητας.
Το τελικό σχέδιο καταρτίστηκε από την κυβέρνηση
Το «Σύνταγμα» του 1968 προετοιμάζεται από μια εικοσαμελή Επιτροπή γνωστών νομικών, υπό την προεδρία του Χ. Μητρέλια, επίτιμου προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην Επιτροπή συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, οι πρώην και εν ενεργεία δικαστικοί, Κ. Καυκάς, Δ. Κιουσόπουλος, Ι. Μανιάτης και Α. Τσούτσος, όπως επίσης και οι καθηγητές Πανεπιστημίου Κ. Γεωργόπουλος, Μ. Δένδιας, Η. Κυριακόπουλος, και Θ. Τσάτσος. Ωστόσο, κάποιοι δημόσιοι λειτουργοί, όπως ο καθηγητής Γ. Μαριδάκης, αντιστέκονται και δεν αποδέχονται τον διορισμό τους. Στις 23 Δεκεμβρίου 1967 η Επιτροπή παρουσιάζει ένα προσχέδιο Συντάγματος. Ωστόσο, το οριστικό σχέδιο, με πολλές αλλαγές, το καταρτίζει το υπουργικό συμβούλιο.
Το σχέδιο Συντάγματος τίθεται σε δημοψήφισμα στις 29.9.1968 και το αποτέλεσμα προδιαγεγραμμένο: 91,87% υπέρ του «Ναι». Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο ενός δικτατορικού καθεστώτος δεν μπορεί να γίνει λόγος για γνήσιο δημοψήφισμα. Εξάλλου, ο στρατιωτικός νόμος ήταν ακόμη σε ισχύ και πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι ήταν φυλακισμένοι ή εξόριστοι, ενώ τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της εποχής πρωτοστατούσαν στην εκστρατεία υπέρ του «Ναι». Οπως μάλιστα επισημαίνει ο Αριστόβουλος Μάνεσης σε ένα κείμενο-καταγγελία του λίγο μετά την απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, «οργανώνονταν κατευθυνόμενες εκδηλώσεις και δημόσιες συναθροίσεις, με υποχρεωτική συμμετοχή δημοσίων υπαλλήλων, μισθωτών, εργατών, αλλά και απλών πολιτών εν γένει (στα χωριά και στις κωμοπόλεις), σε μια δήθεν “δημόσια διαβούλευση” για το “σχέδιο Συντάγματος”, όπου από επίσημα χείλη καταγγελλόταν εκ των προτέρων κάθε ψήφος υπέρ του “Οχι” ως απόδειξη “αντεθνικών” φρονημάτων».
Ενστάσεις και «νομικισμοί»
Παρ’ όλα ταύτα, οι ενστάσεις κάποιων θαρραλέων πολιτών κατά του κύρους του δημοψηφίσματος απορρίπτονται από τον Αρειο Πάγο (483/1968) προεχόντως με το σκεπτικό ότι «κατά δόγμα, όπερ εγένετο δεκτόν και υπό της επιστήμης του Δημοσίου Δικαίου, η επανάστασις επικρατήσασα, δημιουργεί δίκαιον. Συνεπώς, η Επανάστασις της 21ης Απριλίου 1967, επικρατήσασα αναμφισβητήτως, ως ασκούσα έκτοτε την πολιτικήν εξουσίαν αποκλειστικώς εφ’ απάσης της Χώρας, νομίμως τίθησι κανόνας υποχρεωτικούς διά των παρ’ αυτής ορισθέντων προς τούτο οργάνων». Σε μια άλλη δε απόφασή του, ομοίως απορριπτική ενστάσεων κατά του δημοψηφίσματος (ΑΠ 486/1968), ο Αρειος Πάγος καταφεύγει σε έναν αφόρητο «νομικισμό»: «Καθ’ όσον δε αιτιώνται του κύρους του δημοψηφίσματος, ως εκ της κρατήσεως χιλιάδων πολιτών εις φυλακάς, στρατόπεδα και κρατητήρια και παρακωλύσεως της ελευθέρας διακινήσεως ηγετών και στελεχών πολιτικών κομμάτων προς διαφώτισιν του λαού, είναι προεχόντως αόριστοι, δοθέντος, ότι δεν προσδιορίζονται οι κρατηθέντες ή παρακωλυθέντες και προ παντός δεν προσδιορίζονται ειδικώς οι λόγοι, δι’ ους η προβαλλομένη παράβασις προκαλεί αμφιβολίας ως προς το εάν και άνευ αυτής το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα ήτο το αυτό».
Ενίσχυση του ρόλου των Ενόπλων Δυνάμεων
Οσον αφορά το περιεχόμενο του «Συντάγματος» του 1968, το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ασφαλώς η ενίσχυση του ρόλου των Ενόπλων Δυνάμεων: Οι προαγωγές, μεταθέσεις και γενικώς τα ζητήματα που αφορούσαν την υπηρεσιακή κατάσταση των στρατιωτικών αποφασίζονταν από υπηρεσιακό συμβούλιο ανώτατων αξιωματικών, ενώ τη διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων την ασκούσε μεν η κυβέρνηση, αλλά μέσω του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι ότι η αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων δεν περιοριζόταν στην υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους, αλλά επεκτεινόταν και στην υπεράσπιση «του κρατούντος πολιτεύματος και του κοινωνικού καθεστώτος έναντι πάσης επιβουλής». Συνακόλουθα, οι στρατιωτικοί όφειλαν «πίστιν και αφοσίωσιν εις Πατρίδα, τα εθνικά ιδεώδη και τας εθνικάς παραδόσεις».
Κατά τα λοιπά, το «Σύνταγμα» του 1968 προσπαθούσε να εκμεταλλευθεί οτιδήποτε συνδεόταν με τα εθνικά αντανακλαστικά, όπως λ.χ. στο άρθρο 4, όπου με απίστευτη λεπτομέρεια ορίζεται ότι η «εθνική σημαία της Ελλάδος είναι δίχρους, κυανή και λευκή. Σχηματίζεται εξ εννέα οριζοντίων ταινιών, πέντε κυανών και τεσσάρων λευκών, διατεταγμένων εναλλάξ. Εις την άνω προς τον ιστόν γωνίαν υπάρχει λευκός ισοσκελής σταυρός εντός κυανού τετραγώνου, έχοντος μήκος πλευράς ίσον προς το πλάτος πέντε ταινιών».
Οι εκλογές
Περαιτέρω, το «Σύνταγμα» του 1968 περιείχε μία σειρά από διατάξεις σχετικά με τις εκλογές: Οι βουλευτές μειώνονταν σε 150, καθιερωνόταν ασυμβίβαστο μεταξύ βουλευτή και υπουργού, κάποιος μπορούσε να εκλεγεί βουλευτής κατ’ ανώτατο όριο σε τρεις βουλευτικές περιόδους. Περαιτέρω, θεσπιζόταν πενταετής βουλευτική περίοδος, όπως επίσης και υψηλό ποσοστό επί των εγκύρων ψηφοδελτίων για την είσοδο κάποιου κόμματος στη Βουλή. Επίσης και κατά προφανή απόκλιση από τη δημοκρατική αρχή, το δικαίωμα του εκλέγεσθαι προϋπέθετε την κατοχή απολυτηρίου μέσης εκπαίδευσης.
Στο επίπεδο των συνταγματικών δικαιωμάτων, το «Σύνταγμα» του 1968 θέσπιζε μία σειρά από περιορισμούς: Ενδεικτικά και μόνο, σε σχέση με το δικαίωμα της απεργίας, το συνταγματικό κείμενο απαγόρευε την απεργία για σκοπούς ξένους προς τα υλικά και ηθικά συμφέροντα των εργαζομένων, όπως επίσης απαγόρευε ρητώς και τη συμμετοχή δημοσίων υπαλλήλων σε απεργία. Η παραβίαση της τελευταίας αυτής απαγόρευσης ισοδυναμούσε με αυτοδίκαιη παραίτηση του δημοσίου υπαλλήλου. Οσον αφορά δε την ελευθερία του Τύπου, η κατάσχεση εντύπων επιτρεπόταν, μεταξύ άλλων, και όταν το δημοσίευμα «είναι προφανώς στασιαστικόν ή σκοπεί εις την ανατροπήν του πολιτεύματος ή του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος ή στρέφεται κατά της εδαφικής ακεραιότητος του κράτους ή δημιουργεί ηττοπάθειαν ή προκαλεί ή διεγείρει εις διάπραξιν εγκλήματος εσχάτης προδοσίας» ή «αποβλέπει οπωσδήποτε εις την προβολήν ή διάδοσιν, προς πολιτικήν εκμετάλλευσιν, απόψεων οργανώσεων και κομμάτων τελούντων εκτός νόμου».
Γενικότερα, θεσπιζόταν η δυνατότητα στέρησης των ατομικών δικαιωμάτων, ενώ προβλέφθηκε και η σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο όμως δεν λειτούργησε ποτέ στην πράξη. Αλλά και τα ατομικά δικαιώματα που κατοχυρώνονταν στο κείμενο του «Συντάγματος» του 1968, παραβιάζονταν στην πράξη με εκτοπίσεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια, λογοκρισία, στέρηση ιθαγένειας και περιουσίας, σε πολλές περιπτώσεις ταυτόχρονα με την αφαίρεση του δικαιώματος προσφυγής στα δικαστήρια.
Η (μη) εφαρμογή του «Συντάγματος» στην πράξη
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, η μη εφαρμογή του «Συντάγματος» του 1968, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 15 Νοεμβρίου 1968, αποτέλεσε το βασικό του γνώρισμα.
Σύμφωνα με την ακροτελεύτια διάταξή του (άρθρο 138), «Το παρόν Σύνταγμα, μετά την έγκρισιν αυτού υπό του Ελληνικού Λαού διά Δημοψηφίσματος… τίθεται ευθύς εν ισχύι, πλην των διατάξεων των άρθρων… [των άρθρων που αφορούσαν την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και τη διενέργεια εκλογών], τας οποίας εξουσιοδοτείται η Εθνική Επαναστατική Κυβέρνησις, όπως θέτη εις εφαρμογήν διά πράξεων αυτής δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
Και, όπως εύλογα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, η απόφαση της «Εθνικής Επαναστατικής Κυβερνήσεως» περί ενεργοποίησης των διατάξεων περί ατομικών δικαιωμάτων και εκλογών, ουδέποτε εκδόθηκε…
* Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Via : www.kathimerini.gr