Του Χρίστου Χαραλαμπόπουλου
Σκηνή πρώτη: Ένα μέλος της Μπαρσελόνα, ο Τζόρντι Κάσες, κάνοντας χρήση των δικαιωμάτων του ως μέλος του συλλόγου, ζητά από τον πρόεδρο του συλλόγου Σάντρο Ροσέλ να δώσει στη δημοσιότητα όλα τα οικονομικά στοιχεία που αφορούν την πολυδάπανη μεταγραφή του βραζιλιάνου Νεϋμάρ, το ύψος της οποίας δεν είχε γίνει γνωστό. Παράλληλα, ζητά και τη συνδρομή της πολιτείας. Ο Ροσέλ καθυστερεί να απαντήσει αλλά η εισαγγελική παρέμβαση αποκαλύπτει ύστερα από έρευνα ότι δεν δηλώθηκε το ακριβές ύψος της μεταγραφής, με σκοπό να αποφύγει η ομάδα την πληρωμή υψηλού φόρου. Αποτέλεσμα; Ο Ροσέλ παραιτείται και η ομάδα αναγκάζεται να πληρώσει στο ισπανικό δημόσιο, επιπλέον φόρους ύψους 17 εκατομμυρίων ευρώ, για να αποφύγει δικαστικές διώξεις.
Σκηνή δεύτερη: Σάββατο μεσημέρι στις 22 Φεβρουαρίου έξω από τα δικαστήρια Πειραιά, έχουν συγκεντρωθεί κάποιοι οπαδοί του Ατρόμητου και ζητούν την «προστασία» του προέδρου της ομάδας. Ο πρόεδρος του Ατρόμητου και της εταιρείας πετρελαιοειδών ΕΤΕΚΑ Γ. Σπανός, συνελήφθη μαζί με άλλα 15 άτομα και απολογείται στον ανακριτή κατηγορούμενος για λαθρεμπορία καυσίμων. Ο κ. Σπανός αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, αλλά προφυλακίστηκε. Την επόμενη ημέρα ο επίσημος σύλλογος των οπαδών της ομάδας, βγάζει ανακοίνωση, με την οποία ζητά συσπείρωση όλων των φίλων του συλλόγου γύρω από την ομάδα, κρατώντας, όμως, αποστάσεις από το δικαστικό μέρος της υπόθεσης.
Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, είναι ένας χώρος αδιαφάνειας, αναξιοπιστίας, παρανομιών και ατιμωρησίας, επειδή οι κυβερνήσεις εξυπηρετούνται με αυτή την κατάσταση, αφού μπορούν να καλλιεργούν τις πελατειακές τους σχέσεις και τη διαπλοκή με διάφορους επιχειρηματίες. Επιχειρηματίες που χρησιμοποιούν τις ομάδες σαν ασπίδα, σαν δόρυ (αναλόγως των συμφερόντων τους) ή ακόμη και σαν φορολογικό εργαλείο. Το θεσμικό επίπεδο είναι αναχρονιστικό με πολλά κενά που “εμπλουτίζονται” κάθε τριετία περίπου, οπότε και εμφανίζεται ένας νέος αθλητικός νόμος. Η αισθητική και η παιδεία της πλειοψηφίας εκείνων που ασχολούνται σε παραγοντικό επίπεδο με το ελληνικό ποδόσφαιρο, (ο Γ. Σπανός, δεν ήταν από αυτούς) είναι επιεικώς απαράδεκτη. Αυτό επεκτείνεται στον αθλητικό τύπο και, φυσικά, στους οπαδούς. Ομάδες οργανωμένων οπαδών, πολλές φορές οι πρόεδροι τις χρησιμοποιούν σαν ομάδα κρούσης. Τον οπαδό, δεν τον ενδιαφέρει το παιχνίδι αλλά μόνο οι νίκες. Και έχει την απαίτηση ο πρόεδρος να του τις διασφαλίζει ανεξαρτήτως κόστους ή νομιμότητας.
Σε επίπεδο οργάνωσης, το ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν, είναι και φοβάμαι ότι θα συνεχίσει να είναι για πολύ ακόμη, προεδροκεντρικό. Κυριαρχεί η φιγούρα του προέδρου-πατερούλη. Του επχειρηματία που για όλα φροντίζει, πληρώνει τους πάντες και για όλα, στέκεται ψηλά, ο λόγος του είναι η τελευταία καταφυγή των πιστών οπαδών, είναι οπαδός –ή λεει ότι είναι- της ομάδας της οποίας κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών ή την εκπροσωπεί. Όταν δεν ασκεί ο ίδιος τη διοίκηση, διοικεί πολλές φορές μέσω ανθρώπων που εμπιστεύεται απόλυτα, οι προσωπικές του παρεμβάσεις εκδηλώνονται μόνον όταν υπάρχουν κρίσεις, πρέπει να είναι θιασώτης της αρχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», προσπαθεί να κάνει παιχνίδι με τα media αλλά η κύρια ικανότητα που πρέπει να έχει φορά την σχέση του με το αόρατο “παρασκήνιο”. Αν είναι πρόεδρος μεγάλης ομάδας οφείλει να το ελέγχει και αν είναι μικρομεσαίας να έχει καλές σχέσεις με αυτό, για να διασφαλίζει την “προστασία” της ομάδας. Ο Γ. Σπανός εμφάνιζε μία πολύ μετριοπαθή εικονα και μακρυά από την αισθητική της αλητείας, αλλά κανείς δεν μπορεί να ξέρει την νομιμότητα της επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Ο οπαδός, όμως, θεωρεί ότι υπάρχει μία συνομωσία εναντίον της ομάδας και του προέδρου και ζητά, τι; Απλά, εξίσωση προς τα κάτω, συμμόρφωση με το δόγμα “αφού όλοι είναι ίδιοι γιατί να την πληρώσει ο δικός μου πρόεδρος;”. Επομένως, η εικόνα των οπαδών που βρίσκονται έξω από τα δικαστήρια, δεν θα πρέπει να ξενίζει κανέναν.
Via : www.epohi.gr