imagesCAPAOTZW

Πάνος Χριστοδούλου, ένας συγγραφέας βιβλίων για παιδιά στον κόσμο των μεταναστών

Στο τελευταίο του βιβλίο περιγράφει μια μπάλα που δεν θέλει να είναι μπάλα, που έχει υπαρξιακές αγωνίες. Στην καθημερινότητά του αντιμετωπίζει τον άθλιο τρόπο με τον οποίο η χώρα μας υποδέχεται όσους ζητούν άσυλο, αφού είναι διευθυντής του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες

Της Μαριαλένας Σπυροπούλου

Ο Πάνος Χριστοδούλου γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ανθρώπινα Δικαιώματα στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Εχει εργαστεί ως δημοσιογράφος στα «Νέα» και έχει συνεργαστεί με διάφορους φορείς σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σήμερα είναι διευθυντής στο Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες. Γράφει παραμύθια για παιδιά και εφήβους από το 2003. Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι το υπόγειο χιούμορ, η έλλειψη διδακτισμού αλλά και η καλλιέργεια στις παιδικές ψυχές της ευαισθησίας και της ανεκτικότητας απέναντι στο διαφορετικό.

-Το τελευταίο σας βιβλίο με τίτλο «Η μπάλα της ζωής τους» περιγράφει τη ζωή μιας μπάλας με υπαρξιακές αναζητήσεις. Πώς προέκυψε η ιδέα;

«Αυτό που με ελκύει είναι να πλάθω αντισυμβατικούς ήρωες, οι οποίοι έχουν ιδιότητες και χαρακτηριστικά διαφορετικά από αυτά που συνήθως περιμένει κανείς. Η αρχική μου ιδέα για την ιστορία ήταν για μια μπάλα που δεν ήθελε να είναι μπάλα. Τι όμως άλλο θα μπορούσε να είναι αυτό το στρογγυλό αντικείμενο, τι άλλες χρήσεις θα μπορούσε να έχει; Τη σκέφτηκα μαξιλάρι, σωσίβιο, υδρόγειο, μερικές δηλαδή από τις ιδιότητες που αποκτά τελικά η μπάλα κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Το επόμενο ερώτημα, όμως, ήταν γιατί να μη θέλει η μπάλα να είναι μπάλα. Κατ” αυτόν τον τρόπο προέκυψαν οι ευαισθησίες και οι υπαρξιακές της ανησυχίες. Νομίζω ότι μια μπάλα με υπαρξιακές ανησυχίες δεν είναι αυτό που περιμένει κανείς».

-Η μπάλα είναι το αντικείμενο-φετίχ των παιδικών μας χρόνων. Τι συμβολίζει, όμως, για τη ζωή των ενηλίκων;

«Παρ” όλο που είμαι λάτρης της μπάλας, για εμένα συμβολίζει ό,τι πιο σάπιο, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Νομίζω ότι ο τρόπος που παίζεται στην Ελλάδα αποτελεί τον καθρέφτη μιας σειράς γενεών που ανατράφηκαν με τον ίδιο τρόπο: το παν είναι να κερδίζεις, να κερδίζεις συνέχεια με οποιοδήποτε μέσο, με οποιοδήποτε κόστος. Και αν είναι δυνατόν να ξεφτιλίσεις και τον αντίπαλο, ακόμη καλύτερα!».

-Όταν γράφετε, τι επιθυμείτε ασυνείδητα να δημιουργήσετε στις παιδικές ψυχές;

«Δεν θέλω να γίνομαι διδακτικός. Θέλω, χρησιμοποιώντας όπου γίνεται το χιούμορ, να θέσω στα παιδιά κάποια σοβαρά θέματα, όπως είναι η παιδική εργασία, η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός. Θέλω να τα κάνω να προβληματιστούν και να ευαισθητοποιηθούν».

-Πόσο έχουμε ανάγκη μεγαλώνοντας από παραμύθια;

« Έχω αναθεωρήσει λίγο για τη χρησιμότητα των παραμυθιών, καθώς έχω την εντύπωση ότι μεγαλώσαμε με το παραμύθι πως είμαστε λαός-μάγκας, που τα καταφέρνουμε καλύτερα απ” όλους και όλοι οι υπόλοιποι είναι κουτόφραγκοι. Πάντως έχουμε ανάγκη από παραμύθια. Αυτό που μου έρχεται αυτή τη στιγμή στο μυαλό και θεωρώ ότι θα μπορούσε να βοηθήσει εμάς τους μεγάλους, ιδιαίτερα αυτή τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε θυμίζοντάς μας την αξία της προσφοράς προς τον άλλον, είναι το «Δέντρο που έδινε» του Σελ Σίλβερσταϊν».

-Πώς μπορεί ένα παιδί να μη χάσει τον αυθορμητισμό και τους στόχους του;

«Η απάντηση-κλισέ είναι να παραμείνει παιδί. Δεν είμαι σίγουρος όμως αν είναι η σωστή απάντηση, ούτε για το πώς επιτυγχάνεται κάτι τέτοιο. Ισως, τον αυθορμητισμό σου να μπορείς να τον διατηρήσεις αν το περιβάλλον σου (οικογένεια, σχολείο κ.λπ.) σε αφήνει να αναπνεύσεις και να εκφραστείς ελεύθερα. Ούτε και γι” αυτό όμως είμαι σίγουρος για το πώς πετυχαίνεται. Οντας πατέρας μιας μικρής κόρης με πιάνω κάποιες φορές να της επιβάλλω πράγματα θεωρώντας ότι έτσι τη βοηθώ για το μέλλον. Συχνά αναρωτιέμαι αν τελικώς -χωρίς να το θέλω- καταπιέζω το παιδί μου με συνέπειες και στον αυθορμητισμό του».

-Γράφετε παιδικά βιβλία, αλλά προστατεύετε από τη θέση σας και άλλες αδύναμες κοινωνικές ομάδες, όπως είναι οι πρόσφυγες. Ποια είναι η εμπειρία σας από το ελληνικό σύστημα;

«Το ελληνικό σύστημα ασύλου αποτελεί δυστυχώς μια αθλιότητα. Οι πρόσφυγες που βρίσκονται στην Ελλάδα στην ουσία δεν μπορούν να ζητήσουν άσυλο. Η ελληνική αστυνομία, που εξακολουθεί να είναι αρμόδια για το άσυλο (παγκόσμια πατέντα αυτό, που οδηγεί στη σχιζοφρένεια: Η αστυνομία είναι αρμόδια για την αναχαίτιση όσων έρχονται παράτυπα στη χώρα και από την άλλη η ίδια είναι υπεύθυνη και για την προστασία τους), δέχεται την υποβολή μόνο 20 αιτημάτων την εβδομάδα. Επίσης, όσοι πρόσφυγες συλληφθούν για παράτυπη είσοδο κρατούνται υπό άθλιες και ντροπιαστικές για πολιτισμένη χώρα συνθήκες, ενώ όσοι βρίσκονται ελεύθεροι καθημερινά κινδυνεύουν από ρατσιστικές επιθέσεις ακραίων στοιχείων, που δρουν σχεδόν ανενόχλητα. Το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε οικονομική κρίση, ότι η Ελλάδα δέχεται μεγάλο όγκο αλλοδαπών καθώς αποτελεί πύλη για την Ευρώπη, δεν μας απαλλάσσει από τις ευθύνες μας και δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για μια τέτοια απάνθρωπη συμπεριφορά».

-Πρόσφυγας και μετανάστης. Ποιες είναι οι διαφορές;

«Στην Ελλάδα δεν υπάρχει διαφορά. Πρόσφυγες και μετανάστες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο άθλιο τρόπο. Πάντως, ο πρόσφυγας δεν έχει επιλογή, είναι αναγκασμένος να εγκαταλείψει τη χώρα του. Φεύγει γιατί η ζωή του και η ελευθερία του κινδυνεύουν για λόγους πολιτικούς, θρησκευτικούς, εθνικούς, φυλετικούς ή κοινωνικούς. Ο μετανάστης φεύγει για οικονομικούς λόγους, δεν τον εξαναγκάζει κάποιος σε φυγή. Βέβαια, κατά πόσο δεν είναι εξαναγκασμένος να φύγει κάποιος όταν στη χώρα του είναι απίστευτα φτωχός, όταν το σπίτι του, το χωράφι του, έχει καταστραφεί από κάποια φυσική καταστροφή και δεν έχει κανένα πλαίσιο προστασίας και βοήθειας;».

ΙNFO: Ολα τα βιβλία του κυκλοφορούν από τον «Κέδρο»: «Ο Ζαχαρίας και η σπιτική μπεσαμέλ», «Τροχονόμος στα κατσάβραχα», «Ο Ναβίντ δεν ήρθε για διακοπές» κ.ά.

Via : www.efsyn.gr