Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή
Σαν μακριά γαϊδούρα σε διάταξη που άλλο ο πρώτος δεν μπορεί να σταθεί. Απέναντι από την στεριά. Ανάμεσα στα ρεύματα που έρχονται από τον βορρά και μόνο δίχως ζωές και δίχως κανέναν να νοιάζεται για την τύχη του. Ένα έρημο νησί καταμεσής της ιστορίας που μοιάζει τόσο παλιά. Εγώ το πρόλαβα με ανάσες. Το πρόλαβα την εποχή που λίγο κοντά να καλάριζες ένοιωθες τις κραυγές και τα αναφιλητά να μπερδεύονται με τη φωνή των κυμάτων. Και κείνα ακατάπαυστα χτύπαγαν το μόνο ορμίσκο που επέτρεπε την αποβίβαση. Ένας βράχος ξερός και άγονος. Δίχως νερό και δίχως έλεος. Τόπος μαρτυρίου λοιπόν και όχι νήσος. Έτσι όπως σας λέγω. Το μακρύ νησί – έτσι το έλεγαν – δεν ήταν γεωγραφία αλλά τρόπος σπαρμένος στην θάλασσα. Ήταν ένας εφιάλτης που καθένας που έμπαινε μέσα του άφηνε πίσω τον άνθρωπο και την λογική. Ακόμη και η εκκλησία στο βράχο ήτανε ξέσκεπη και μέσα στο ιερό βόσκαγε τράγος κατάμαυρος και αγριεμένος. Τα δύο τρία κτίρια αφημένα στην γροθιά του ανέμου έδειχναν πέτρες πελεκημένες με δάκρυα και ενωμένες με τον πόνο που μόνο η βία γεννά. Από τη μία έλεγες να κλείσω τα μάτια και τις αισθήσεις όλες, να δεθώ στο ιστίο με σκοινιά και κόμπους άλυτους και να φύγω. Και από την άλλη κάτι σε τραβούσε κοντύτερα να δεις και να ακούσεις, να είσαι μάρτυρας μιας ακόμη αλλόκοτης εξιστόρησης. Όταν ξυπνήσω, έλεγα, θα μπορώ να περιγράψω τον κάματο του ύπνου. Από την άλλη γιατί; Δεν ήταν δική μου δουλειά να εμπλακώ με τις ζωές των παράλογων. Έτσι τους έλεγαν τους κατοίκους αφού μικρόνοοι τσακωμοί δύο αδελφιών οδήγησαν σε τούτο το έκτρωμα. Και ενώ έχω ταξιδέψει στα πέρατα της οικουμένης και έχω δει παράξενα, πρώτη φορά τόσο αποκαρδιωτικά αντίκρισα την ανθρώπινη ματαιότητα, αφού τίποτα μα τίποτα δεν συναινούσε σε όποια θετική δημιουργία. Εδώ ήταν η πλήρης αποδόμηση. Σαν να είχαν βαλθεί να χτίσουν το χάος σε τούτο το έρημο μακρύ νησί. Ακόμη και ο Θεός, παρότι Χριστός, δεν έμοιαζε με τον γλυκό και ερωτικό που ήξερα από τον κόσμο μου. Όλα αμφισβητούσαν εκείνα που ξέραμε.
– Καπετάνιε, σταμάτα να ονειρεύεσαι και ξεφόρτωνε. Μου φώναξε ένας ένστολος ραβδούχος με μάτια ξερά από συναίσθημα.
– Τελειώνω, του είπα και έκανα με κλεφτές ματιές να ικανοποιήσω την σκέψη μου. Τι ήταν εκεί; Φυλακή, άσυλο, νοσοκομείο ανιάτων καταστάσεων, λεπροκομείο, ψυχιατρείο, ή απλά σχολείο αναμόρφωσης και ανάπλασης συνειδήσεων, όπως έγραφε μια μικρή ταμπελίτσα που δέσποζε στο μπλοκ των αποδείξεων που μου ετοίμαζε ο ένστολος. Όπως και να είχε, εμένα η δουλειά μου ήταν να ξεφορτώσω ανθρώπινες προμήθειες, να κάτσω μια νύχτα και την επομένη το πρωί να φύγω για την απέναντι ακτή.
Δεν πρόλαβα να αποτυπώσω την ρότα της σχέσης μου με κείνη την πνιγηρή ατμόσφαιρα και η ματιά μου εστίασε σε κάποιες σκηνές από όπου πρόβαλαν κάτι φιγούρες αδύνατες και ταλαιπωρημένες. Φορούσαν και αυτοί ρούχα φαντάρου αλλά παλιά και σκισμένα. Ένας άλλος ραβδούχος τούς έσπρωξε με μίσος και κείνοι έφτασαν τρέχοντας στην προβλήτα. Κάποιος με κοίταξε με απόγνωση και το χαμόγελο της απελπισίας, αν όχι της τρέλας, πρόβαλε στο άνοιγμα των χειλιών του.
– Υπάρχει ακόμη κόσμος; Μου ψιθύρισε σκύβοντας να φορτωθεί το σακί με το αλεύρι.
– Ζει και βασιλεύει, του απάντησα και τότε πρόσεξα μια σταγόνα κόκκινη που έπεσε από το μανίκι του πάνω στο καλογυαλισμένο κατάστρωμα. Έμεινα άλαλος. Ο άνθρωπος τούτος αιμορραγούσε και όμως αντίδραση δεν εκδηλωνόταν από κανένα. Έπιασα το σακί και του έγνεψα να κάτσει. Τι το ήθελα. Η ραβδιά λίγο έλειψε να με κάνει και μένα κόκκινο.
– Σήκω το, ρε κάθαρμα, φώναξε ο κατά πώς φαινόταν υπεύθυνος, και παράλληλα με κοίταξε με κείνο το βλέμμα που είχε ο Τάσος ο κρεοπώλης την ώρα πριν σφάξει την Κανέλα τη γελάδα του και την περάσει στο τσιγκέλι προς πώληση. Κατάλαβα και συμμορφώθηκα προς τας υποδείξεις. Είχα να κάνω με τους δύστυχους και τους ελεεινούς. Δυο ομάδες, που όπως εκ των υστέρων ενημερώθηκα αποτελούσαν δύο στρατούς που μετά από χρόνια κοινού πολέμου, αποφάσισαν να συνεχίσουν την εξαφάνιση κάθε τι ζωντανού. Με την ακρίβεια ήταν νικητές και ηττημένοι ενός εμφύλιου πολέμου μεταξύ δύο αδελφιών, του Πλούτωνα και του Ζώη που μαλλιοτραβήχτηκαν κάποια φορά γιατί ό ένας λέει κοιτούσε τη δύση και ο άλλος περίμενε από την ανατολή την καλύτερη μέρα. Ο νικητής ήταν ο Πλούτωνας και χωρίς να μάθουμε ποτέ πως θα ήταν το μέλλον με την νίκη του Ζώη, το σήμερα που ζούσαν όλοι μα όλοι ανεξαιρέτως στη νήσο τούτη έμοιαζε με κολαστήριο.
Μετά την αποβίβαση των εφοδίων και σκηνές απείρου κάλλους, που έβλεπες τον εκπρόσωπο της αναμόρφωσης – έτσι καλείτο η προσπάθεια μετανόησης των αντιπάλων – να βαράει αλύπητα τούς ασθμαίνοντες αχθοφόρους, πάτησα πόδι στην ακτή. Έλαβα την απόδειξη και έκανα να ανεβαίνω μια μεγάλη ανηφόρα για να σφραγίσω στο διοικητήριο – έτσι έλεγαν το κεντρικό κτίριο – το αποδεικτικό της δικής μου δουλειάς. Ήταν ένα πέτρινο μονοπάτι με εμφανή τα σημάδια από ανθρώπινη κακομεταχείριση. Αίματα ξεραμένα, εμετοί, κόπρανα, μύριζε ούρα και μαρτυρούσε κραυγές που κρύβονταν στον απόηχό τους όταν η ανθρώπινη λαλιά αδυνατούσε να μεταφέρει στο άπειρο τον πόνο της. Εκεί λέει γινόταν η πρώτη αναμόρφωση. Αποβιβάζονταν ο εξόριστος και έπρεπε να διαβεί την ανηφόρα μέχρι το διοικητήριο, ανάμεσα σε μια ατελείωτη αψίδα από όρθια ραβδιά που οι κάτοχοί τους τα λίκνιζαν ρυθμικά και θριαμβικά σε ήχους απίστευτης φαντασίας βρισιών. Σε αυτές δέσποζε η απούσα μάννα και όλο το σόι των άτυχων. Οι ηττημένοι, όσο και παλικάρια να ήταν, δεν κατάφερναν να φτάσουν στο τέλος του δρόμου και ανάλογα με το πού έπεφταν κατατάσσονταν και σε αντίστοιχο τάγμα ανεπιθυμήτων. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις πήγαιναν στο σύρμα. Μια κατάξερη κορυφή του βράχου με συρματόπλεγμα γύρω από εγκαταλελειμμένες φιγούρες που σε τίποτα δεν θύμιζαν πια τα λίγα τους χρόνια. Σε όλο το απίστευτο μέρος έβλεπες μικρές ηλικίες μέχρι τριάντα χρονών ανθρώπους που σίγουρα θα ήταν καλοί οικογενειάρχες, καλοί μαστόροι , καλοί επιστήμονες, καλοί άνθρωποι, αν άφηνες τον χρόνο να σημάνει μια περασμένη για αυτούς εποχή. Μα τώρα ήταν ερείπια. Όπως και δίπλα στο μοναδικό κτήριο. Ερείπια μιας ανθρώπινης ανάμνησης. Πεταμένα σκουπίδια πάσης φύσεως. Πηλήκια, στολές, μπότες, κάπου κάπου και κάποιο κόκαλο σπασμένο και παραμορφωμένο, μεγάλο και ίσως από ζώο στο μέγεθος του ανθρώπου. Δεν είμαι σίγουρος, γιατί είδα μετά στην χαράδρα πολλά ανθρώπινα και η σύγκριση μεταξύ τους δεν μου άφησε βεβαιότητες. Μα τι γινόταν επιτέλους εκεί; Δεν τόλμησα να ρωτήσω, άρχισα όμως να νοιώθω την απάντηση. Μια μαζική εκδίκηση κάποιων σε κάποιους άλλους που πίστευαν διαφορετικές εκδοχές της συλλογικής ζωής. Και πάλι δεν ήμουν βέβαιος, γιατί είχα συνηθίσει στα μέρη μου να διαφωνούμε για τα περισσότερα αλλά ποτέ κανείς δεν διανοήθηκε να σκοτώσει τον άλλο επειδή έλεγε τα πράγματα με τον δικό του τρόπο. Εμείς είχαμε μάθει να ψηφίζουμε και ανάλογα με το πού έκλινε η γνώμη των πολλών, εκεί καταλήγαμε. Ήταν ο δικός μας τρόπος να λύνουμε τις διαφορές μας. Εδώ μιλούσαν για πλειοψηφία αλλά κάποιοι θεωρούσαν ότι είχαν διπλό και τριπλό δικαίωμα. Έτσι οι λίγοι αναμόρφωναν τους περισσότερους για το τι είναι σωστό και το τι είναι λάθος. Τους μάζευαν στο θέατρο των βράχων και εκεί με περισσή βλακεία μίλαγαν για την αξία της δημοκρατίας, την αξία των παραδόσεων, τους έβγαζαν λόγους για την ηθική, για τον πολιτισμό, για την πατρίδα, για την αλύτρωτη πλάνη τους. Και όσοι δεν αναγνώριζαν εμπράκτως το ατόπημά τους τούς πήγαιναν άλλοτε με συντροφιά μια γάτα για μπάνιο, μέσα σε ένα τσουβάλι στη θάλασσα και άλλοτε με περισσή φροντίδα για πτήση στο πίσω μέρος του βράχου που όλα γίνονται ένα με την κραυγή. Κάποτε τους επέβαλαν μια ατελείωτη ορθοστασία, και μετά τους χτύπαγαν για ώρα στις πατούσες μέχρι το αίμα να γίνει πηχτό και το δέρμα να κολλήσει με το υλικό των υποδημάτων. Κάθε πρωί, όπως φαίνεται, τους μάζευαν όλους σε μια αλάνα και εκεί, μετά από ένα θριαμβικό προσκλητήριο, διάβαζαν τα ονόματα ένα – ένα των εναπομεινάντων στην ζωή. Γιατί, όπως μου εκμυστηρεύτηκε κάποιος ραβδούχος, είχαν φυσικές απώλειες, μιας και το σχέδιο της ανάπλασης είχε τις δυσκολίες του. Με το που άκουγες το όνομά σου έπρεπε να πεις παρών και να απαντήσεις με όλη την δύναμή σου στο ερώτημα: υπογράφεις δήλωση μετανοίας; Αν έλεγες ναι, τότε ξεχώριζες από το σύνολο. Αμέσως σε υποδέχονταν η πατρική αγκαλιά των επικεφαλής ραβδούχων. Σε πήγαινε στο διοικητήριο όπου υπέγραφες και το επίσημο έγγραφο μετανοίας. Μετά σε έντυναν με την στολή του ραβδούχου και το απόγευμα με ιδιαίτερα πομπώδες ύφος όφειλες να εξηγήσεις και στους υπόλοιπους αμετανόητους την απόφασή σου. Κατόπιν συμμετείχες στο σχέδιο αναμόρφωσης εμπράκτως. Με το δικό σου πλέον ραβδί χτύπαγες τους φίλους σου και σιγά – σιγά μάθαινες να βλαστημάς και να υποχρεώνεις στις ορέξεις σου και τους άλλους. Μετά από μια περίοδο προσαρμογής ήσουν έτοιμος για την επιστροφή στην απέναντι ακτή και την συμμετοχή σου στην εθνική παλιγγενεσία.
– Μα τότε γιατί δεν υπογράφουν όλοι; Ρώτησα κάποιον από τους μετανοήσαντες και άρα ελεύθερους που μετέφερα την επόμενη με το καραβάκι μου.
– Κοίτα, καπετάνιο, εγώ δεν άντεξα, μού είπε. Άλλοι όμως έχουν περισσότερη δύναμη και βαρύτερο φιλότιμο. Εγώ αναγκάστηκα και ξυλοφόρτωσα τον αδελφό μου. Ήμασταν δύο χρόνια στην ίδια σκηνή. Το έκανα για να ζήσω. Αν έμενα εκεί ή θα τρελαινόμουνα ή θα είχα αυτοκτονήσει ή θα με είχαν σκοτώσει. Ήθελα να ζήσω.
– Μα ακόμη και αυτοί που επιμένουν θέλουν να ζήσουν, τού είπα.
– Ίσως, μου απάντησε. Μα σίγουρα με τον δικό τους τρόπο.
– Και ποιος είναι αυτός;
Αντί όμως να μου απαντήσει κοίταζε το μακρύ νησί που ξεμάκραινε στον ορίζοντα. Τα μάτια του έγιναν κόκκινα και το αναφιλητό σκέπασε την όποια απάντηση. Τον άφησα να κλάψει ήσυχα. Ξεδίπλωσα το πανί και ένας ούριος άνεμος μάς έφερε κοντά στην ακτή.
-Από πού έρχεσαι; μου φώναξε ένα παιδί του λιμανιού.
– Από απέναντι, του απάντησα.
– Από την κόλαση! έσκουξε και ένα γέλιο τρέλας γέμισε τον αέρα.
Δεν είχε και άδικο. Πώς να ξεχάσω τη συνάντηση με τον ξυρισμένο παπά, που με τα ίδια μου τα μάτια τον είδα στο σύρμα να κάθεται σε στάση οκλαδόν μετρώντας με το χέρι του τους κόμπους από ένα κορδόνι; Πόσες και πόσες φορές είχε αρνηθεί να κάνει δήλωση αν και όλοι ξέρανε ότι κατά τύχη πικρή ήταν εκεί. Με αυτόν είχα πει μια κουβέντα όταν κατέβηκε για αγγαρεία στην προβλήτα.
– Γιατί είσαι εδώ; Τον είχα ρωτήσει.
– Εδώ είναι το ποίμνιό μου, μου είχε πει ξερά.
Από τότε δεν ξαναπήγα αγώγι απέναντι. Το απέφευγα συνειδητά αν και είχα ανάγκη από λεφτά. Δεν το μπορούσα. Ακόμη και από το κατάλυμά μου στο λιμάνι, όποτε έβλεπα φώτα προς τα εκεί, νόμιζα ότι άκουγα φωνές και μύριζα καμένη σάρκα. Κόντεψε να μου γίνει εμμονή αλλά ευτυχώς γρήγορα έφυγα για τόπους άλλους που τέτοιες ιστορίες φαντάζουν πολύ μακρινές και εξωπραγματικές.
Αποτελεί μέρος του βιβλίου : «Κρυφές Ενοχές», επί-γνωση / Αν. Σταμούλης , Θεσσαλονίκη, 2011.