Σε απόλυτη… αρμονία με τους πτωτικούς οικονομικούς δείκτες της χώρας βρίσκονται και οι δημογραφικοί δείκτες. Η Ελλάδα και φτωχαίνει και γερνάει. Τα πιστοποιητικά γέννησης κατά την τελευταία πενταετία της ύφεσης υπολείπονται σημαντικά κάθε χρόνο των ληξιαρχικών πράξεων θανάτου και το ισοζύγιο στις γεννήσεις και τους θανάτους είναι σταθερά αρνητικό. Αυτό που αυξάνεται, δυστυχώς, μαζί με το επιτόκιο δανεισμού της χώρας, είναι οι παλίνδρομες κυήσεις. Οι κυήσεις, δηλαδή, που καταλήγουν σε διακοπή πριν από τον τρίτο μήνα, αλλά και οι γεννήσεις λιποβαρών νεογνών.
Οι γεννήσεις προ και μετά κρίσης
Τα δεδομένα που δημοσιοποιούν οι ειδικοί είναι αποκαλυπτικά. Ο συσχετισμός της οικονομικής κρίσης με τις μειωμένες γεννήσεις είναι στενός. Μεταξύ 2009 και 2010 οι γεννήσεις παρουσίασαν μείωση κατά 3.167 νεογνά – το 2009 γεννήθηκαν 117.867 παιδιά και το 2010 ο αριθμός των παιδιών ήταν 114.700. Το 2011 είχαν γεννηθεί 106.777 παιδιά – η μείωση στον ρυθμό των γεννήσεων σε σχέση με το 2010, «έτος του μνημονίου», είναι περί το 6%. Το 2012 «έκλεισε» με 103.500 γεννήσεις, δηλαδή 3.277 παιδιά λιγότερα σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Η Ελλάδα δεν έχει, μεν, θετικό πρόσημο στις γεννήσεις της τελευταίας διετίας, αλλά η μεταβολή που καταγράφεται θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αμελητέα σε σύγκριση με τον οικονομικό… Αρμαγεδώνα, που έπληξε και πλήττει την χώρα. Σε κάθε περίπτωση, οι γεννήσεις του 2012 φέρνουν την Ελλάδα οκτώ χρόνια πίσω, στο «σωτήριο έτος» 2004, τότε που η χώρα ζούσε το όνειρο των Ολυμπιακών Αγώνων. Το 2004 είχαν γεννηθεί 105. 600 παιδιά. Μάλιστα ο συγκεκριμένος αριθμός γεννήσεων ήταν ο χαμηλότερος της δεκαετίας 2000 – 2010.
Ωραίοι ως… Έλληνες;
Τη συνολική εικόνα του δημογραφικού αποτυπώνει με θλιβερό τρόπο το αποτέλεσμα της απογραφής του 2011. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, απεγράφησαν 10.787.690 μόνιμοι κάτοικοι, εκ των οποίων οι 5.303.690 ήταν άνδρες και οι 5.484.000 γυναίκες. Στη γενική απογραφή του 2001 είχαν καταμετρηθεί 10.164.000 άτομα. Η μείωση του πληθυσμού μέσα στη δεκαετία είναι μόλις 190.000 άνθρωποι, ωστόσο στην πραγματικότητα εκτιμάται ότι είναι πενταπλάσια, με δεδομένο ότι και ο αριθμός των αλλοδαπών που ζούσαν στη χώρα μας έχει τετραπλασιαστεί – το 2001 οι αλλοδαποί ήταν περίπου 300.000 ενώ σήμερα ξεπερνούν το 1.300.000. Επίσης, στο διάστημα της επίμαχης δεκαετίας 2001 – 2011 η σύγκριση των δεικτών γεννήσεων και θανάτων στην Ελλάδα δείχνει ότι αυτοί σχεδόν ταυτίζονται: ο δείκτης θανάτων ήταν 9,3‰ και ο δείκτης γεννήσεων 9,8‰. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ο αριθμός των γεννήσεων ήταν 106.777 και ο αριθμός θανάτων 110.729.
Ο αριθμός των παιδιών που γεννά μία γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της αποτελεί έναν σημαντικό δείκτη που ονομάζεται «δείκτης γονιμότητας». Ο δείκτης αυτός, για να αντιπροσωπεύει την ομαλή αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους, πρέπει να είναι πάνω από τον «μαγικό» αριθμό αναπαραγωγής που προσδιορίζεται σε 2,1. Στην Ελλάδα ο δείκτης γονιμότητας είναι ιδιαίτερα χαμηλός και κυμαίνεται γενικά για τον γυναικείο πληθυσμό της χώρας γύρω στο 1,39. Εκτιμάται, όμως, ότι θα ήταν ακόμη χαμηλότερος, εάν δεν αφορούσε όλες τις γυναίκες που τεκνοποίησαν επί ελληνικού εδάφους ανεξάρτητα από την υπηκοότητά τους. Για τις αμιγώς Ελληνίδες υπηκόους, κι εάν δεν συνυπολογιστούν οι αλλοδαπές γυναίκες, ο δείκτης γονιμότητας πέφτει κάτω από το 1, αριθμός που κατατάσσει την Ελλάδα στην 199η θέση επί 220 χωρών.
Η κρίση ενοχοποιείται για τη διακοπή των κυήσεων
Παράλληλα την τελευταία διετία οι Έλληνες ειδικοί παρατηρούν δραματική αύξηση των παλίνδρομων κυήσεων, δηλαδή των κυήσεων που διακόπτονται πριν από τη συμπλήρωση του α’ τριμήνου. Οι γυναικολόγοι καταγράφουν, πλέον, συνεχώς περισσότερες παλίνδρομες κυήσεις στα σχετικά αρχεία των μαιευτηρίων, επισημαίνοντας παράλληλα ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που χρήζει διερεύνησης, προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι παράγοντες κινδύνου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Πανεπιστημιακής Κλινικής Μαιευτικής – Γυναικολογίας του νοσοκομείου «Αρεταίειο», το έτος 2010 το ποσοστό των παλίνδρομων κυήσεων επί του συνόλου των τοκετών που έγιναν στην κλινική ήταν 1,5%. Το αντίστοιχο ποσοστό για το 2011 ήταν 4%, σημειωτέον, χωρίς να διαφοροποιηθούν οι γεννήσεις. Για τις παλίνδρομες κυήσεις ενοχοποιούνται κυρίως γενετικές ανωμαλίες του εμβρύου. Πλέον, όμως, οι ειδικοί αναζητούν σε άλλους λόγους την «έκρηξη» τους. Στο μικροσκόπιο μπαίνουν ψυχοσωματικοί παράγοντες, με το άγχος και την ανησυχία που επιφέρει η οικονομική κατάσταση στη σύγχρονη γυναίκα που κυοφορεί, να βρίσκονται σε περίοπτη θέση. Επίσης, παράγοντες κινδύνου θεωρούνται το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, η κακή διατροφή, η ηλικία της μητέρας καθώς και κληρονομικές αιτίες. Το θετικό νέο είναι, ωστόσο, ότι, παρά την πορεία που ακολουθούν οι περισσότεροι κρίσιμοι οικονομικοί και δημογραφικοί δείκτες, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι δείκτες της χώρας σημαντικοί για την επιβίωση του ανθρώπου, που παρουσιάζουν θετική μεταβολή. Δείκτες όπως η βρεφική και η περιγεννητική θνησιμότητα έχουν παρουσιάσει σημαντική μείωση και ακολουθούν τους αντίστοιχους δείκτες των προηγμένων χωρών. Η βρεφική θνησιμότητα από 29,6‰, που ήταν ο 1970, έχει φθάσει το 3,8‰ σήμερα και η περιγεννητική θνησιμότητα στο 6,26‰.
Ελλάς Ελλήνων γερόντων
Το προσδόκιμο επιβίωσης, δηλαδή ο αριθμός των χρόνων ζωής του ανθρώπου που παραμένει σε μια ορισμένη ηλικία, στη χώρα μας παρουσιάζει αύξηση. Συγκεκριμένα, κυμαίνεται για τον γενικό πληθυσμό στο 79,7 έτη, για τους άνδρες στα 78,02 έτη και για τις γυναίκες στα 81,09 έτη, κατατάσσοντας έτσι τη χώρα μας σε αξιόλογη σειρά μεταξύ των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αυτή η καλή επίδοση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και αυτή η αύξηση στο προσδόκιμο επιβίωσης των Ελλήνων, κάτω από άλλες συνθήκες θα ήταν πολύ σημαντική κατάκτηση για το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού. Πλέον, όμως, και σε συσχετισμό με τη συνεχή μείωση των γεννήσεων, η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη γήρανση του πληθυσμού.
Η δημογραφική γήρανση, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, προκαλεί σοβαρές «αρρυθμίες» στο σύστημα υγείας της χώρας μας, καθώς και στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων. Οι ηλικιωμένοι που αποτελούν ολοένα μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα, οι νέοι και οι γυναίκες αποδεικνύονται οι «αδύναμοι κρίκοι» της κρίσης, καθώς πλήττονται περισσότερο σωματικά και ψυχικά από τις επιπτώσεις της ύφεσης.
Η κρίση «εγκυμονεί» δημογραφικές επιπλοκές
Τα εμφανή συμπτώματα της οικονομικής κρίσης που βιώνουν οι περισσότεροι Έλληνες αφορούν στη μείωση εισοδημάτων, συντάξεων και κοινωνικών παροχών. Εκτός, όμως, από τις ορατές επιπτώσεις της κρίσης στη ζωή των Ελλήνων, υπάρχουν οι κρυφές και ίσως πιο σημαντικές επιπτώσεις της ύφεσης, αυτές που αφορούν στη σωματική και στην ψυχική υγεία, στην ευεξία, στην κοινωνική ενσωμάτωση και στη γενικότερη ποιότητα ζωής. Κι αν οι ορατές επιπτώσεις αφορούν οικονομικά δεδομένα και έχουν μετρήσιμες επιπτώσεις, οι άλλες δυστυχώς, όπως έχουν επισημάνει πολλές φορές οι ειδικοί, δεν αποτιμώνται μόνον ποσοτικά και οι επιπτώσεις τους είναι σοβαρές σε βάθος χρόνου.
Αποτελώντας σημείο αναφοράς η περίοδος της κρίσης για τους δημογραφικούς δείκτες της χώρας, μας δίνει σημαντικά στοιχεία για την εξέλιξη της κατάστασης πριν και μετά την ύφεση. Ειδικότερα, η μελέτη των δεικτών αυτών προ και μετά κρίσης μαρτυρά ότι:
· Ο δείκτης γήρανσης του πληθυσμού αυξάνεται σημαντικά τα τελευταία πέντε χρόνια της οικονομικής ύφεσης προκαλώντας αύξηση στη ζήτηση για υπηρεσίες υγείας
· Ο δείκτης γονιμότητας παραμένει σταθερός στο 1,4 για την τελευταία πενταετία
· Οι γεννήσεις, εντός και εκτός γάμου, παρουσιάζουν μείωση κατά 3.167 νεογνά μεταξύ 2009 και 2010, ενώ ο αριθμός των γεννήσεων μειώνεται κατά 14.267 παιδιά λιγότερα κατά το διάστημα 2009 και 2012
· Αυξάνεται το προσδόκιμο επιβίωσης των Ελλήνων, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει χάσει την πρωτιά που είχε στη κατάταξη των χωρών της ΕΕ
· Η απασχόληση μειώθηκε από 49,4% το 2008 στο 43,8% το 2011, μείωση που αφορά κυρίως στον γυναικείο και νεανικό πληθυσμό και φυσικά δημιουργεί σημαντικά προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας
· Η κρίση σχετίζεται με προβλήματα άγχους και κατάθλιψης στον νεανικό πληθυσμό λόγω ανεργίας και έλλειψης ευκαιριών απασχόλησης στο άμεσο μέλλον.
Via : www.6meres.gr