Το 732 είναι από κείνες τις γραμμές των λεωφορείων που διασχίζουν όλο το κέντρο. Ωρα 8 το βραδάκι, το παίρνω κι εγώ από το «Κάραβελ» να πάω στο θέατρο Πορεία, στην παρουσίαση ενός βιβλίου για τη Χριστίνα Τσίγκου, μια χαρισματική περσόνα του θεάτρου της δεκαετίας του ’60.
Οι επιβάτες έχουν μια κούραση στις κινήσεις τους από τη ζέστη και ο λιγοστός αέρας που μπαίνει από τα παράθυρα δεν τους ανακουφίζει.
Στάση Προπύλαια. Μια ομάδα Σύρων προσφύγων μπαίνει γρήγορα στο λεωφορείο. Θα ήταν καμιά εικοσαριά άνθρωποι. Οικογένειες κυρίως, με πολλά μικρά παιδιά. Η αποχαυνωμένη ατμόσφαιρα του λεωφορείου διαταράσσεται. Η αναλογία Ελλήνων και ξένων αλλάζει.
Είναι όλοι τους περιποιημένοι και φροντισμένοι. Μοιάζουν να επιστρέφουν από μια μεγάλη βόλτα στο κέντρο. Με «μόνα τους σύνεργα δυο μάτια», ρουφούν εικόνες από την πόλη.
Η μόνη άδεια θέση είναι μπροστά μου. Την πιάνει μια γυναίκα μ’ ένα μικρό κοριτσάκι στην αγκαλιά και μια μεγάλη τσάντα στον ώμο. Η κυρία που κάθεται δίπλα της, Ελληνίδα γύρω στα 70, την κοιτάζει με επιφύλαξη και σουφρώνει τα χείλια. Με έκδηλα ενοχλημένο τρόπο, κολλάει το σώμα της στο πλευρό του λεωφορείου.
Η «ξένη» βάζει το χέρι στην καρδιά της και προσπαθεί μ’ αυτόν τον τρόπο να ζητήσει συγγνώμη για την ενόχληση. Το κοριτσάκι χαμογελά στην κυρία και απλώνει το χέρι του να την αγγίξει. Μα εκείνη γυρνά το κεφάλι της και κοιτά έξω απ’ το παράθυρο.
Σε λίγο, τη βλέπω να παρατηρεί πλαγίως το παιδί. Το πεδιλάκι του ακουμπά την μπεζ καλοκαιρινή της φούστα. Το σώμα της χαλαρώνει και χαμογελώντας χαϊδεύει με τα ακροδάχτυλά της το ποδαράκι της μικρής.
Το παιδάκι ξεκαρδίζεται στα γέλια και κουνά τα χεράκια του ζητώντας κι άλλα χάδια. Η μαμά του το τραβάει για να μην ενοχλεί. «Δεν πειράζει», της λέει η κυρία, «αφήστε το». Στα επόμενα λεπτά οι δυο γυναίκες προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με τη διεθνή γλώσσα των χεριών. Με τη μυστική γλώσσα των γυναικών.
Κατέβηκα στην 3ης Σεπτεμβρίου. Το λεωφορείο έφυγε. Κι εγώ για μια στιγμή το φαντάστηκα στους ελεύθερους δρόμους της Δαμασκού. «Ρόδα της Δαμασκός, λευκά ρόδα, πορφύρες ρόδα, πού είναι τα μύρα, τα θαμπωτικά τα πέταλά σας;» ψιθύρισα. Ολα θέλουν τον χρόνο τους, σκέφτηκα.
Via : www.efsyn.gr