του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Αν στο μέλλον κάποιος εκκεντρικός ανθρωπολόγος αποφασίσει να μελετήσει τον δημόσιο βίο των Ελλήνων στο γύρισμα του 20ού προς τον 21ο αιώνα, είναι βέβαιο πως το πρώτο πράγμα που θα επισημάνει είναι η συνεχής επίκληση του κράτους. Αν βρει στο αρχείο δελτία ειδήσεων, θα διαπιστώσει πως η έκφραση «πού είναι το κράτος, τι κάνει το κράτος» επανέρχεται με τη συχνότητα έμμονης ιδέας. Η φροντίδα του ήταν τέτοια και η εμπιστοσύνη που απολάμβανε τόση ώστε οι κάτοικοι αυτής της χώρας να το καλούν να τους συντρέξει όταν έπεφτε παγετός ή καύσωνας, όταν ανέβαιναν οι τιμές των τροφίμων, όταν σκέφτονταν το μέλλον των παιδιών τους ή όταν διαπίστωναν πως ο αγαπημένος τους γιος… Ακόμη κι όταν προσεύχονταν, ήταν παρόν το κράτος, μιας και το κράτος αποζημίωνε τους ιερείς προκειμένου να τελέσουν ευχέλαια και τις πάσης φύσεως εργασίες των πνευματικών.
Αν τώρα κάποιος συνάδελφός του έλεγε στον ανθρωπολόγο μας ότι υπάρχουν στοιχεία που διαψεύδουν τα συμπεράσματά του κι ότι αυτή η μορφή κράτους που ανεπτύχθη στη Νότια Βαλκανική την ίδια περίπου εποχή με τη διάδοση του στιγμιαίου καφέ φραπέ και την κατανάλωση τοστ, ούτε φροντίδα έδειχνε για τους πολίτες του ούτε απέλαυε της εμπιστοσύνης τους, τότε ο ερευνητής θα έσπρωχνε την προσοχή του αλλού. Θα προσπαθούσε, για παράδειγμα, να ερμηνεύσει τη συλλογική φαντασίωση μιας μεγάλης κοινότητας ανθρώπων η οποία επιμένει να προβάλλει τις επιθυμίες της για να υποκαταστήσει τις στερήσεις της πραγματικότητας. Αν μάλιστα διαπίστωνε πως, παρότι αυτό το κράτος δεν ανταποκρινόταν στη συνθήκη της ύπαρξής του, ο μισός πληθυσμός το αναζητούσε σε κάθε του βήμα, ο δε άλλος μισός ήταν έτοιμος για οτιδήποτε προκειμένου να βρει μια θέση στις τάξεις του, τότε θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως έχει να κάνει με έναν πάνσοφο και παμπόνηρο λαό, ο οποίος έχει βρει τον τρόπο να κοροϊδεύει τον εαυτό του προκειμένου να μη χολοσκάει. Οταν βέβαια έφτανε να δει πως αυτό το ίδιο κράτος έσκασε από γεροντική βουλιμία και αφού νίκησε κατά κράτος την κοινωνία που κηδεμόνευε ανεπιτυχώς κι ενώ εξακολουθούσε να λεηλατεί τις ζωτικές της δυνάμεις, αυτή και πάλι αναρωτιόταν πού είναι το κράτος και τι κάνει το κράτος σε κάθε της βήμα, ε, τότε θα το έπαιρνε απόφαση πως έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι δεν φτάνει ο ορθός λόγος για να ερμηνεύσεις τα ανθρώπινα.
Αυτές οι σκέψεις μού ήρθαν στο μυαλό προχθές όταν, διαβάζοντας τη «Δημοκρατία στην Αμερική» του Τοκβίλ, έπεσα πάνω στην εξής διατύπωση: «Οι δημοκρατικοί λαοί συχνά αντιπαθούν όσους κατέχουν την κεντρική εξουσία. Πάντα όμως αγαπούν αυτή την ίδια την εξουσία». Αυτή την αγάπη έχοντας κατά νου οι μέτοχοι της κοινοβουλευτικής μας εξουσίας εξακολουθούν να χαριεντίζονται παράγοντας, ίσως γιατί βαρέθηκαν κι οι ίδιοι τους τρόπους τους, όλο και περισσότερες σκηνές από σκληρό πορνό.
Και πάλι ο Τοκβίλ λέει ότι όταν επικρατήσει το χάος, «η ανάγκη για τη δημόσια γαλήνη γίνεται τυφλό πάθος και οι πολίτες ενδέχεται να ερωτευθούν χωρίς μέτρο την τάξη». Τι εννοεί άραγε με αυτό το «χωρίς μέτρο»;