της Αγγελικής Σπανού
Ο πρωθυπουργός προετοιμάζεται να εξαγγείλει από το βήμα της ΔΕΘ, το επόμενο Σάββατο, αναπτυξιακό πλάνο μέχρι το 2021 (όταν συμπληρώνονται 200 χρόνια από το 1821!) και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης θα ανακοινώσει το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης που έχει επεξεργαστεί το ΠΑΣΟΚ.
Και οι δύο πρωτοβουλίες σηματοδοτούν την ίδια κεντρική επιλογή, ότι οι κυβερνητικοί εταίροι μιλούν για το μέλλον, όχι για το παρόν το οποίο καθορίζουν με τις πολιτικές που ασκούν.
Οι Α. Σαμαράς και Ευ. Βενιζέλος αναφέρονται ήδη στη μεταμνημονιακή εποχή, προσπερνώντας τη σύγχρονη μνημονιακή πραγματικότητα όπως ορίζεται από την κακοποίηση της έννοιας της μεταρρύθμισης και της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Το σχήμα είναι κάπως απλοϊκό: Τώρα γίνεται ό,τι πει η Τρόικα, αργότερα θα ανακτηθεί η εθνική κυριαρχία γιατί χάρη στο πρωτογενές πλεόνασμα θα αποφασίζει η ελληνική πολιτική ηγεσία χωρίς έξωθεν υποδείξεις.
Είναι μια επικοινωνιακή επιτυχία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ότι έχουν στρέψει τη συζήτηση στην επόμενη μέρα της τελευταίας δόσης του τρέχοντος προγράμματος και, κυρίως, ότι κρατούν την πολιτική αντιπαράθεση στο επίπεδο του γενικού και του αφηρημένου.
Αυτή η φυγή προς την αοριστία διευκολύνει και τον ΣΥΡΙΖΑ που επίσης δεν αντέχει την εστίαση στο συγκεκριμένο. Στην πραγματικότητα, όλα τα κόμματα προτιμούν να συγκρούονται επί των υποσχέσεών τους και όχι επί των πράξεων ή των παραλείψεών τους.
Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν θέλει να κριθεί για το πρόγραμμα που έχει ή δεν έχει αυτή τη στιγμή, ούτε η κυβέρνηση για τις πολιτικές που ασκεί τώρα.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκδήλωση του ΙΣΤΑΜΕ για την 3η του Σεπτέμβρη: Εκεί θα αναζητηθεί ο δρόμος για τη μεγάλη κεντροαριστερά και θα αποτιμηθεί η πορεία του ΠΑΣΟΚ στη διάρκεια της μεταπολίτευσης αλλά όχι, το πιθανότερο, η σημερινή του πρακτική ως συγκυβερνών κόμμα. Και είναι αυτή η ισχυρότερη πιθανότητα, γιατί ήδη όσοι θεωρούν ότι πρέπει να δημιουργηθεί μια ελληνική “Ελιά” με το ΠΑΣΟΚ μέσα ή στο κέντρο του συμμαχικού σχήματος δεν λένε κάτι για το πώς αξιολογούν το ίχνος που αφήνει σήμερα στη διακυβέρνηση αυτό το κόμμα. Εχει αλλάξει, έχει απαλλαγεί από τα σύνδρομα που κουβαλά τις τελευταίες δεκαετίες, καθάρισε, ανανέωσε τα κύτταρά του, βλέπει την εξουσία με διαφορετικό τρόπο από ό,τι παλαιότερα, εξελίχθηκε ή απλώς μίκρυνε; Μάλλον δεν θα το μάθουμε, γιατί δεν επικεντρώνεται εκεί το ενδιαφέρον, αλλά στο στίγμα που θα αποκτήσει το ΠΑΣΟΚ στην πορεία -μετά, αργότερα, κάποτε.
Το πολιτικό σύστημα μπορεί να κάνει πάρα πολλά πέρα από το να βρει λύσεις άμεσα και να δώσει απαντήσεις τώρα. Παράδειγμα εργασίας: Το φορολογικό σύστημα είναι εξωφρενικά άδικο και σαδιστικό για τους έντιμους πολίτες που δηλώνουν τα εισοδήματά τους. Πέρα από την αυτονόητη καταγγελία του, έχει κάποιος να καταθέσει μια ολοκληρωμένη και συνεκτική πρόταση, αντιγραφή ενός μοντέλου που εφαρμόζεται με επιτυχία στο εξωτερικό ή μια παραλλαγή του και το οποίο να μπορεί να υλοποιηθεί από μια δημόσια διοίκηση ημιδιαλυμένη όπως αυτή που έχουμε; Ακόμη και αν κάποιος έχει κάτι να πει ως προς αυτό το μείζον ζήτημα, δεν θα ακουστεί, γιατί δεν είναι αυτή η ατζέντα στη δημόσια σφαίρα. Το θέμα για τα κόμματα είναι ποιος έχει κάτι πιο ευχάριστο να πει ως σχεδιασμό για το μέλλον. Θα μειώσουμε τους φόρους, θα αυξήσουμε τους μισθούς και τις συντάξεις, θα φέρουμε επενδύσεις, θα εκσυγχρονίσουμε το κράτος, θα ανασυγκροτήσουμε την παραγωγική βάση, θα ισχυροποιήσουμε το κοινωνικό κράτος, αμέτρητα “θα” και από την κυβέρνηση και από την αντιπολίτευση, που ως προς την ταύτιση της πολιτικής με την επικοινωνία δείχνουν να συμφωνούν απόλυτα.
Με αυτή την έννοια, η προσήλωση στο μέλλον μας κρατάει στο παρελθόν και εγγυάται ότι το αύριο θα είναι όπως το σήμερα, γιατί στο μεταξύ θα έχει επινοηθεί το επόμενο αύριο, αν όχι και το μεθαύριο.