του Δημήτρη Σεβαστάκη
Το κόμμα είναι η θελκτική, απωθητική, αντιλειτουργική και άκρως αποτελεσματική έννοια, τουλάχιστον στην ελληνική κοινωνία. Όλα μαζί. Οι περισσότεροι θέλγονται από την προστασία που προσφέρει, μισούν την αναγκαστική συνύπαρξη με αδιάφορους συνθαμώνες ή ανταγωνιστές, γνωρίζουν ότι το κόμμα είναι επιβραδυντής ή ο ακυρωτικός μηχανισμός για την παραγωγή και όλοι καταλαβαίνουν ότι μόνο δι’ αυτού μπορούν να πετύχουν πράγματα.
Έτσι συχνά στα κόμματα στρατολογούνται επιδιώξεις που θέλουν να πραγματωθούν, απολύονται συνειδήσεις που δεν θέλουν να εκμαυλιστούν, γεννώνται μίση από την αλληλεξάρτηση και τα αποκλίνοντα συμφέροντα -εξαιρετικά καταπιεστικό να αναγκάζεσαι σε μια «χρήσιμη» αγάπη- και όλα λιμνάζουν σε μια επιφανειακή τελετουργία η οποία κρύβει είτε ανασφάλεια είτε βουλιμία.
Πολλά από όσα διαμείβονται στο εσωτερικό τους είναι πλειοδοσίες προς τους εσωκομματικά ισχυρούς, λειχίες, κατάρες, κομματικοί πατριωτισμοί -έτοιμοι για τη μεγαλύτερη προδοσία. Απέναντι στο κομματικό απεχθές, ορθώνεται το αντιδραστικό απρεπές: «Έξω η μολυσματική κομματοκρατία από τα πανεπιστήμια και τους χώρους δουλειάς», ή η λογική επέκτασή του «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή» κ.λπ. Αυτά είναι τα απορριπτικά συνθήματα που αφορούν την ελληνική δημοκρατία όπως υλοποιείται στη μέση συνείδηση και στην καθημερινή πραγματικότητα.
Πέρα απ’ το γεγονός ότι όσο μεγαλώνει η διασύνδεση κόμματος – κράτους, τόσο ισχυροποιείται η νοσηρή σύνδεσή τους με την κοινωνία και τόσο μεγαλώνει η απέχθεια, πέρα από το γεγονός ότι οι πιο φανατικοί υβριστές τους είναι οι πλέον ευνοημένοι των κομμάτων, είναι ενδιαφέρουσα αυτή η εκπληκτική έκπτωση της έννοιας ταυτόχρονα με την ενδυνάμωσή της.
Ναι, όσο σαρώνεται η πίστη, η ιδεολογία, η συναισθηματική ένταξη, τόσο αναδεικνύεται στη θέση τους ο μηχανισμός. Όσο χάνεται το βαθύ πολιτικό και ηθικό νόημα, τόσο υποκαθίσταται από το τεχνικό εργαλείο. Όσο σαρώνονται ο δημόσιος χώρος, τα δημόσια αγαθά και η ανοχή, τόσο αναδεικνύονται στη θέση τους ο εσωκομματικός μικροδημόσιος χώρος και οι ψευδαισθήσεις αγάπης, συντροφικότητας, συναλληλίας (ή πανούργας συντεχνίας κυρίως, για τα παλαιά κόμματα εξουσίας).
Η έκπτωση των κομμάτων στη λαϊκή συνείδηση είναι συγχρόνως και έκπτωση της πολιτικής, της δημοκρατίας; Αυτό μοιάζει με ερώτημα, από αυτά τα ακαδημαϊκά που διατυπώνουν στις τηλεοράσεις αυτοί που βγάζουν το ψωμί τους από τα κόμματα. Μοιάζει με τις συνηθισμένες, εκ του ασφαλούς, συζητήσεις στα δείπνα δημοσίων σχέσεων: «Πού πάμε;». «Δεν σέβεται κανείς τους δημοκρατικούς κανόνες». «Παλιά ήταν αλλιώς». «Δεν υπάρχουν πια ηγέτες» κ.ά. Σ’ αυτή τη νωθρή διερώτηση, συνήθως εντοπίζουν ένα εικονογραφημένο και κλασικό κακό (έναν ξαναμμένο πιτσιρικά που λέει μια κουβέντα παραπάνω, ένα καμένο συνδικαλιστή που δεν ξέρει γρυ από επικοινωνία, ένα τζαμπατζή του λεωφορείου κ.λπ.) και του τα φορτώνουν όλα.
Τι αποκρύβεται λοιπόν πίσω από αυτόν τον κουτοπόνηρο στρουθοκαμηλισμό; Πίσω από την τάχα μου αντικομματική ρητορική που μιξάρεται με την αγιογραφική ανάκληση του Αβέρωφ, του Ηλιού, του Αντρέα, του γέρου Καραμανλή; Πίσω από την αναγωγή σε κάτι παλαιό, αποκαθαρμένο και άπιαστο, υποχρεωτικά ευπρεπές;
Πίσω από το στερεότυπο κρύβεται ένα στερεότυπο. Το πρόσωπο υποκαθιστά το φθαρμένο κόμμα. Μια μεταφορά. Πίσω από τον ανέξοδο ιερατικό αναγωγισμό, κρύβεται μια έσω κομματοκρατία. Pay-roll, «κομματικά στελέχη» επιχειρηματιών, κομπλεξικοί που επιτέλους μπήκαν στα σαλόνια (και αύριο θα τους πετάξουν όταν δεν είναι χρήσιμοι), τύποι που πούλησαν τους συναδέλφους τους, ά-εργοι παραγοντίσκοι, αριβίστες και ούφο, διαμορφώνουν μια λάσπη η οποία θέλει να αποτελεί την κομματική ύλη, θέλει να φέρεται ως ισοδύναμη της χώρας, της παραγωγικής ανάγκης και του λαού.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, είναι ότι η έκπτωση των «κομμάτων – λάσπης» έρχεται με την έκπτωση της συλλογικής διερώτησης, με την έκπτωση της διαπεραστικής ανάγνωσης της πραγματικότητας. Έκπτωση είναι και η συλλογική ανασφάλεια που τους δίνει χώρο και η συλλογική ποιότητα που τα μορφοποιεί. Έκπτωση είναι η ηττοπαθής παραδοχή του εκμαυλισμού, το κρύψιμό του πίσω από κομματικούς πατριωτισμούς και την κούφια και αναφορική ιδεοκρατία. Έκπτωση είναι ότι τα κόμματα της Αριστεράς, που κατείχαν το ηθικό ύψος, τους δικούς τους ολοκληρωτισμούς και τη σκληρή άσκηση συμβολικής ισχύος, δεν έχουν καταφέρει να ορίσουν ένα άλλο, ολικά διαφορετικό επίπεδο σχέσεων που θα εξυγιάνει μούχλες και πομπές.
Φαίνεται ότι μια τόσο νεκρή, στη μέση συνείδηση, έννοια όπως είναι το κόμμα, ακριβώς λόγω της νεκρωτικής της λειτουργίας, αγγίζει τη μαζική αντίληψη του αναπόφευκτου, του αναπότρεπτου και την αναδιπλασιάζει ως μορφή πολιτικής αδράνειας. Αγγίζει τη μαζική συνείδηση ως φαινόμενο αυτονόητο, υποχρεωτικό, παραλυτικό. Κύκλος που δεν σπάει και σφίγγει. Για να χαίρονται οι χαρμάνηδες, οι διεφθαρμένοι και οι δολοφόνοι και να χάνονται οι ακέραιοι και ιδεολόγοι.
Δημήτρης Α. Σεβαστάκης Ζωγράφος, Αν. καθηγητής ΕΜΠ dsevastakis@arch.ntua.gr
Via : www.avgi.gr