sxoleio-mathites-280x230

Η «απομαγνητοφώνηση» των συνομιλιών των νέων που σπουδάζουν ή αυτών που μόλις αποφοίτησαν φέρνει στο προσκήνιο τη «γραμματική» και το «συντακτικό» ενός αισθήματος αβεβαιότητας και ανασφάλειας σχετικά με το επαγγελματικό τους μέλλον

έρευνα του Χρήστου Κάτσικα

Αν «κρυφάκουγε» κανείς τις συζητήσεις που «ανοίγουν» οι γονείς που τα παιδιά τους περιμένουν τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων και βρίσκονται στην αφετηρία εκκίνησης για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα διαπίστωνε ότι οι περισσότερες κουβέντες πλέον εστιάζουν σε ένα εναγώνιο ερώτημα σχετικά με την επαγγελματική προοπτική των σπουδών των παιδιών τους. Παράλληλα, η «απομαγνητοφώνηση» των συνομιλιών των νέων που σπουδάζουν σε κάποιο ΑΕΙ – ΤΕΙ ή αυτών που μόλις αποφοίτησαν φέρνει στο προσκήνιο τη «γραμματική» και το «συντακτικό» ενός αισθήματος αβεβαιότητας και ανασφάλειας σχετικά με το επαγγελματικό τους μέλλον.

Η ταυτότητα των συζητήσεων μαζί με την έκταση και την ένταση που τις χαρακτηρίζουν σταδιοδρομούν, βεβαίως, στην «πίστα» της ανεργίας των πτυχιούχων, η οποία έχει μετατρέψει τα «Ηλύσια Πεδία» των ΑΕΙ σε κήπο της Εδέμ μετά το δάγκωμα του μήλου από την Εύα.

Πράγματι, εδώ και μία δεκαπενταετία, αλλά ιδιαίτερα τα τελευταία τρία–τέσσερα χρόνια που η «περίοδος του μέλιτος» πτυχίου – αγοράς εργασίας τελείωσε, το Πανεπιστήμιο παρουσιάζεται στα μάτια των οικογενειών που «επένδυσαν» στις σπουδές των γόνων τους ως αγνώμων οφειλέτης ο οποίος δεν αποδίδει ούτε τους «τόκους» ούτε το «κεφάλαιο», καθώς τα διαπιστευτήριά του, όταν δεν παίρνουν πιστοποιητικό εγκυρότητας από το αόρατο χέρι της αγοράς εργασίας, δεν έχουν καμιά «ανταλλακτική» αξία. Η ανεργία των πτυχιούχων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που από 1,5% το 1980 έφτασε το 2002 περίπου στο 26% και το 2012 στο 53%, καλλιέργησε την άποψη πως η εκπαίδευση που προσφέρει το ελληνικό Πανεπιστήμιο είναι ανεπαρκής ή ασύμβατη με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.

Εδώ και αρκετό καιρό προβάλλεται από παντού (κυβέρνηση, ΥΠΑΙΘ, επιχειρήσεις, «ειδικοί», διανοούμενοι της «αυλής και της οθόνης» κ.λπ.) με άκαμπτη ομοφωνία ότι «εκείνο που απουσιάζει δεν είναι οι θέσεις στην αγορά εργασίας αλλά το κατάλληλα εξειδικευμένο προσωπικό που θα τις καλύψει, καθώς στις σημερινές συνθήκες της οικονομίας δημιουργούνται θέσεις εργασίας με νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά».

Οι κυρίαρχες τάσεις

Παράλληλα τονίζουν ότι «το εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να ανταποκριθεί έγκαιρα σ’ αυτές τις νέες ανάγκες, καθώς έχει δομηθεί πάνω σ’ ένα παρωχημένο σύστημα παραγωγής με κουλτούρα τακτοποίησης και όχι απασχόλησης». Στο πλαίσιο αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας κατηγορείται ότι εμφανίζει εντυπωσιακές «ανελαστικότητες» στην κατάλληλη εξειδίκευση των φοιτητών και σπουδαστών. Τα Πανεπιστήμια κατηγορούνται για αρχαϊσμό, ότι είναι αποκομμένα από τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό συντελούνται ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια αλλαγές στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση οι οποίες χαρακτηρίζονται από έναν διπλό προσανατολισμό:

* Από τη μια το ελληνικό Πανεπιστήμιο εξωθείται να μετατραπεί σταδιακά από ένα θεσμό που θεραπεύει επιστήμες και καλλιεργεί την παραγωγή και αναπαραγωγή συστηματικής γνώσης σε ένα μηχανισμό μετάδοσης δεξιοτήτων σε γνωστικά αντικείμενα που παρουσιάζουν συγκυριακά μεγάλη ζήτηση στην αγορά, αντίστοιχο με τους θεσμούς επαγγελματικής κατάρτισης.

* Από την άλλη, ιδιαίτερα κάτω από το βάρος των Συνόδων της Μπολόνια και της Πράγας, και τη σταδιακή σύγκλιση των συστημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις χώρες της Ε.Ε., είναι ευδιάκριτη η πρόθεση για αποδυνάμωση του βασικού προπτυχιακού κύκλου σπουδών από πλευράς παρεχόμενων γνώσεων και το ξεδιάλεγμα των «εκλεκτών» στα μεταπτυχιακά τα οποία ορίζονται ως «ολοκλήρωση των προπτυχιακών σπουδών».

Με λίγα λόγια, η τάση μετάδοσης εφήμερων και στενών γνώσεων, που προκύπτουν από τον κατατεμαχισμό των επιστημονικών αντικειμένων, μιας «υπερεξειδίκευσης», αποσπασμένης από το θεωρητικό της υπόβαθρο, συνοδεύεται από την ισοδύναμή της τάση «αποειδίκευσης» των σπουδών.

Στο πλαίσιο αυτό οικοδομούνται:

* Άλλοτε πανεπιστημιακά τμήματα με προγράμματα σπουδών προσαρμοσμένα στις ευκαιριακές ανάγκες της αγοράς εργασίας, με έμφαση στην επαγγελματική εξειδίκευση και ως εκ τούτου με παροχή εκπαίδευσης αποσπασματικής, μονόπλευρης και ελλιπούς, χωρίς στοιχειώδη υποδομή σε θεωρητικά και επιστημολογικά ζητήματα, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη μακροπρόθεσμη προσαρμογή των πτυχιούχων στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και ευμετάβλητες ανάγκες της αγοράς εργασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τεμαχισμού των σπουδών αποτελούν οι διάφορες στενές ειδικεύσεις της Οικονομικής Επιστήμης με τμήματα λογιστικής και χρηματοοικονομικής, τραπεζικής διοικητικής, στατιστικής, ασφαλιστικής κ.λπ.

* Άλλοτε πανεπιστημιακά τμήματα που υποβαθμίζονται καθώς μεταφέρουν αθόρυβα την ειδίκευση και την υψηλού επιπέδου επιστημονική γνώση στα μεταπτυχιακά.

Μεταπτυχιακά

Συνεπώς, στις μεταπτυχιακές σπουδές ανατίθεται ο ρόλος που είχαν μέχρι πρόσφατα οι προπτυχιακές, υποβαθμίζοντας τις τελευταίες και μετατρέποντας το Πανεπιστήμιο σ’ ένα Λύκειο της δεκαετίας του ‘50 που δίνει μαζικά διπλώματα μη εξειδικευμένων επιστημόνων και τεχνικών, χαμηλού επιπέδου, απαξιωμένα από την αγορά εργασίας, σχεδόν άχρηστα για την παραγωγή ή χρήσιμα μόνο για τα χαμηλά επίπεδά της.

Στην πρώτη περίπτωση, εκεί όπου η ιδεολογία του ανταγωνισμού και η καθυπόταξη των λειτουργιών του πανεπιστημίου στις δυνάμεις της αγοράς επηρεάζουν τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών, ο κίνδυνος της απαξίωσης του πτυχίου και της ανεργίας των πτυχιούχων επανέρχεται από άλλες παρακαμπτηρίους. Γιατί, βέβαια, είναι γνωστό από την εμπειρία άλλων χωρών ότι η παροχή εξειδικευμένης γνώσης σε προπτυχιακό επίπεδο περιορίζει τις πιθανότητες προσαρμογής στις αέναες αλλαγές της αγοράς εργασίας και επομένως αυξάνει μακροπρόθεσμα τις πιθανότητες της ανεργίας.

Τίτλοι «μιας χρήσης»

Στη δεύτερη περίπτωση, διαμορφώνεται ένα σύστημα μεταπτυχιακών για λίγους, που συνιστούν ουσιαστικά μια τέταρτη βαθμίδα εκπαίδευσης, όπου εκεί παρέχεται (και όχι πάντα και σε κάθε περίπτωση) πια η επιστημονική γνώση και η απαραίτητη ειδίκευση. Αυτό συνάγεται άμεσα από την υιοθέτηση ενός συστήματος σπουδών που στηρίζεται βασικά σε δύο κύκλους σπουδών, έναν προπτυχιακό και έναν μεταπτυχιακό, όπου το επίπεδο του προπτυχιακού θα είναι υποβιβασμένο. Αυτή η κατεύθυνση υποβάθμισης σημαίνει ότι ο «τίτλος» του Πανεπιστημίου δεν θα έχει καμιά απολύτως σχέση με τα πανεπιστημιακά πτυχία που όλοι γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Σημαίνει ότι τα πανεπιστήμια θα βγάζουν μαζικά αποφοίτους χωρίς ολοκληρωμένες επιστημονικές γνώσεις και χωρίς φυσικά και τα αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα που αρκετοί επιστημονικοί κλάδοι έχουν κατοχυρώσει μέχρι σήμερα. Δηλαδή, θα αποτελούν μια στρατιά ανέργων ή αλλιώς «απασχολήσιμων», «ευέλικτων» και χωρίς δικαιώματα νέων.

Via : www.efsyn.gr