του Πέτρου Θ. Πιζάνια*
Το Ζάλογγο είναι ένας υπέροχος τόπος. Ακόμη και εκείνο το ακαλαίσθητο μνημείο δεν κατάφερε να μειώσει τον συνδυασμό έντασης και γαλήνης που αποπνέει το φυσικό περιβάλλον εκεί. Στη χαράδρα που περιλαμβάνεται στο τοπίο του Ζαλόγγου ενδεχομένως να έριξαν οι Σουλιώτες τις γυναίκες τους τον Δεκέμβριο του 1803 προκειμένου να μη γίνουν λεία πολέμου στα χέρια του νικηφόρου στρατεύματος του Αλί Πασά.
Θα ήταν όνειδος για τους ένοπλους ορεσίβιους να επιτρέψουν να λεηλατηθούν τα ίδια τα μέλη των οικογενειών τους, αφού οι άντρες είχαν ήδη χάσει τον πόλεμο για την κυριαρχία και τον έλεγχο των εσόδων της ευρύτερης περιοχής του Σουλίου. Πρόκειται για μια πρακτική την οποία εφάρμοζαν πολλές ορεσίβιες κοινωνίες του κόσμου, και όχι ιδιαίτερο γνώρισμα των Σουλιωτών, πρακτική με την οποία απέφευγαν την καταισχύνη και μπορούσαν να επανέλθουν χωρίς ντροπή όταν οι συνθήκες θα ήταν ευνοϊκές.
Οι Σουλιώτες, ηττημένοι αλλά όχι ατιμασμένοι, με τα όπλα και τη δομή των πατριών τους ακέραιη, αποσύρθηκαν στα Επτάνησα αναμένοντας την ευκαιρία για τον επόμενο γύρο. Και αυτή ήρθε δεκαοκτώ χρόνια αργότερα με την ελληνική Επανάσταση. Οι Σουλιώτες έγιναν το πλέον πιστό και αποτελεσματικό στράτευμα της επαναστατικής κυβέρνησης και προσωπικά του προέδρου του εκτελεστικού (πρωθυπουργού) Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Οι ορεσίβιοι αυτοί ποιμένες ήταν τόσο πειθαρχημένοι πολιτικά, ώστε μαζί με τους Ρουμελιώτες και ύστερα από εντολή του μινίστρου του πολέμου Ιωάννη Κωλέττη, εισέβαλαν το 1824 στην Πελοπόννησο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και κατέστειλαν την ανταρσία των σχισματικών «αντιπατριωτών» την οποία καθοδηγούσαν ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Δεληγιάννης, οι οποίοι επεδίωκαν με τη στήριξη της Ρωσίας να δημιουργήσουν ένα προτεκτοράτο στην Πελοπόννησο με δικό τους έλεγχο. Ηταν ένα παλαιό όνειρο των Πελοποννήσιων κοτζαμπάσηδων, και τότε στον εμφύλιο και χάρη σε αυτόν, ενταφιάστηκε οριστικά. Η σωτηρία της ιδέας του έθνους στη διάρκεια της Επανάστασης, πλάι στους Ρουμελιώτες, τους νησιώτες και τους διανοούμενους, οφείλεται και στους πολύ πειθαρχημένους και περήφανους Σουλιώτες.
Αντίθετα με τον σκληρό ρεαλισμό της Ιστορίας με αφορμή το Ζάλογγο, το κρυφό σχολειό είναι ένας καθαρός θρύλος απολύτως άκακος. Ωστόσο είναι ένας θρύλος διφορούμενος. Ωραίος, επειδή δηλώνει τη συναίσθηση της σημασίας της μόρφωσης και μαζί τη βαθύτερη επιθυμία για εγγραμματισμό πολλών στρωμάτων, ιδίως χωρικών και ποιμένων οι οποίοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών πληθυσμών επί αιώνες. Η άλλη όψη του είναι ότι η Εκκλησία οικειοποιήθηκε αυτόν τον θρύλο για να ισχυριστεί πως αυτή παρείχε αφειδώς εγγραμματισμό στους Ελληνες κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Με βάση τα λεγόμενα των ιστορικών της και του επίσημου λόγου της, φαίνεται σαν κάθε ελληνικό χωριό να είχε και ένα σχολείο χάρη στην Εκκλησία. Αν η ιστορία ήταν έτσι όπως ισχυρίζεται η ορθόδοξη Εκκλησία, τότε η πρώτη συστηματική απογραφή εγγραμματισμού των Ελλήνων την οποία έκανε το ελληνικό κράτος το 1870 δεν θα έβρισκε το 82% του ελληνικού πληθυσμού να μη γνωρίζει να γράψει ούτε καν το όνομά του. Και το υπόλοιπο 18% των Ελλήνων, κυρίως αστοί και πολύ λιγότεροι αγροτοποιμένες οι οποίοι ήταν λίγο ή πολύ εγγράμματοι ή και μορφωμένοι, όφειλαν τις σπουδές τους στις δωρεές που έκαναν Ελληνες έμποροι από τον 17ο αιώνα για ίδρυση σχολείων, έκδοση βιβλίων, σπουδές σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.
Αντίθετα με τους ισχυρισμούς της, η ορθόδοξη Εκκλησία, με λίγες εξαιρέσεις, είχε και αυτή εκπέσει στην αμορφωσιά στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Οπως το θέτει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, «οι τότε πατέρες της Εκκλησίας έμφοβοι υπό τον ζυγόν του τυράννου… ευχαριστήθησαν με τα ολίγα προνόμια οπού τους έδωσεν ο κατακτητής και δεν εφρόντιζον ειμή περί μόνης της υπάρξεως, των δε γραμμάτων και επιστημών η καλλιέργεια εξέλιπε διόλου, και κατήντησαν προϊόντος του καιρού οι χριστιανοί της ανατολικής Εκκλησίας, εις άκραν αμάθειαν. Αφ’ ου λοιπόν το ιερατείον, κατήντησεν εις τόσην αμάθειαν, ομοίως και οι λοιποί χριστιανοί…». Τελικά το ελληνικό κράτος ήταν αυτό το οποίο κατόρθωσε να περιθωριοποιήσει τον αναλφαβητισμό και μάλιστα σε ιστορικό χρόνο ταχύτατο. Από τη χρονιά της απογραφής που αναφέρθηκε και έως τα μέσα του 20ού αιώνα, ο αναλφαβητισμός είχε συρρικνωθεί σε μονοψήφιο αριθμό.
Οι Ελληνίδες και οι Ελληνες πολίτες έχουμε συνήθως κακή σχέση με το παρελθόν μας. Οι προσπάθειες κατανόησης της ιστορίας μας ξεκινάνε κατά κανόνα με αποπροσανατολιστικά διλήμματα: έγινε ή δεν έγινε ο χορός του Ζαλόγγου, υπήρχε ή δεν υπήρχε το κρυφό σχολειό, ήταν καλοί ή κακοί οι εκάστοτε ξένοι, και άλλα παρόμοια. Αυτή η αντίληψη της Ιστορίας προδίδει μια βαθιά θρησκευτική και ανορθολογική σκέψη θεμελιωμένη στην καχυποψία και φροντίζει να διαστρέφει τις οικουμενικές φυσιογνωμίες αλλά και τους ήρωες που δημιούργησαν οι Ελληνες στην ιστορία τους, σε θύματα ποικίλων κακών δυνάμεων, ξένων και εσωτερικών. Ομως, η θυματοποίηση και τα άσκοπα διλήμματα ήταν συνδεδεμένα επί δεκαετίες με ό,τι οριζόταν ως νόμιμη Ιστορία και μαζί νομιμοφροσύνη των πολιτών σε καθεστώτα που κατέλυαν τις κατακτήσεις του 1821: τη Δημοκρατία και την ελευθερία.
Αν και οι τάσεις της μεταφυσικής διαστροφής της ιστορίας μας ξεκίνησαν αργά τον 19ο αιώνα με αφορμή το γλωσσικό ζήτημα, η οριστική τυποποίηση της κυρίαρχης εκδοχής της εθνικής ιδεολογίας έγινε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά. Τότε επικράτησαν οριστικά τα μεταφυσικά επινοήματα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και της τρισχιλιετούς συνέχειας. Ετσι, από την ελευθερία, που έως τότε ήταν το επίτευγμα και η περηφάνια όλων των προηγούμενων γενεών των νέων Ελλήνων, την οποία οργάνωνε και εγγυόταν το εθνικό κράτος, ξεκίνησε μια μετακύληση προς ένα είδος μεταφυσικού έθνους και καταγωγής. Σε αυτή τη διαδικασία μετακύλησης το ελληνικό έθνος, από αποτέλεσμα της Επανάστασης του ’21 κατά τη διάρκεια της οποίας οι ραγιάδες χριστιανοί έγιναν Ελληνες πολίτες και κυρίαρχος λαός, έπαψε βαθμιαία να συνιστά έργο και μαζί εγγυητή της ελευθερίας των Ελλήνων και μετεξελίχθηκε σε αυθύπαρκτη εξωιστορική οντότητα. Το ελληνικό έθνος εξέπεσε σε κάτι σαν δώρο της θείας πρόνοιας σε έναν περιούσιο λαό, άρα λαό χωρίς δικαιώματα. Δεν απέμενε παρά να το λατρεύουν άκριτα σαν να επρόκειτο για θεότητα. Αυτή η μεταφυσική του ελληνικού έθνους επανήλθε ως επίσημο εθνικό φρόνημα κατά τη διάρκεια του τριακονταετούς ένοπλου και θεσμοθετημένου εμφύλιου πολέμου μεταξύ 1944 και 1974. Σε αυτή την περίοδο το έθνος είχε ταυτιστεί με το σύστημα εξουσίας του θεσμοθετημένου εμφυλίου, και η αμφισβήτησή του ισοδυναμούσε με την αμφισβήτηση της εξουσίας αυτής και αντίστροφα. Με αυτό ως ιδεολογικό όπλο, οι τότε κυρίαρχοι μετρούσαν τα κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά φρονήματα των Ελλήνων πολιτών. Επρόκειτο για έναν επιθετικό ιρασιοναλισμό στη διαμόρφωση του οποίου η ορθόδοξη Εκκλησία, καθηγητές της Φιλοσοφικής Αθηνών, ακαδημαϊκοί και άλλοι συνέβαλαν τόσο όσο τα στρατοδικεία και οι εξορίες. Σήμερα αυτές τις ίδιες απελέκητες ιδέες τις επαναφέρει η άκρα Δεξιά και στηρίζουν πολλοί τηλεοπτικοί ιδίως δημοσιογράφοι, όπως και οι εργολάβοι και προμηθευτές ιδιοκτήτες των μέσων αυτών, σχεδόν όλοι καιροσκόποι και κατά κανόνα άξεστοι.
Ας μην ξεχνάμε λοιπόν. Σήμερα, που οι Ελληνίδες και οι Ελληνες πολίτες έχουμε απολέσει για μία ακόμη φορά την πολιτική μας κυριαρχία, η ιστορία μας επανέρχεται ως επίδικο αντικείμενο μιας εσωτερικής σύγκρουσης για τον έλεγχο του νοήματός της με ευθείες πολιτικές προεκτάσεις. Και σε αυτή τη διαμάχη οι παιδισμοί με την αμφισβήτηση των ψευδοσυμβόλων είναι βλακώδεις και υποδηλώνουν άγνοια της Ιστορίας. Μόνο τα ορθολογικά και επιστημονικά επιχειρήματα, η θεμελιωμένη επιστημονική γνώση μπορεί να συμβάλει στην ανάκτηση συμβόλων ικανών να στηρίξουν, το λίγο που μπορούν, την αυτοπεποίθηση όσων Ελληνίδων και Ελλήνων πολιτών συντρίβονται από την ασκούμενη πολιτική.
……………………………………………………………….
*Καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας. Τμήμα Ιστορίας – Ιόνιο Πανεπιστήμιο
Via : www.efsyn.gr