Του Τάκη Θεοδωρόπουλου, Καθημερινή
Το πρόβλημα με όσους επιδίδονται στην αποδόμηση των εθνικών συλλογικών μύθων, με την ίδια ευκολία με την οποία άλλοι τούς υποστηρίζουν, είναι ότι στα ερείπιά τους δεν αναδύεται πάντα η λάμψη της αλήθειας. Το αντίθετο θα έλεγα, και αν κρίνουμε από την ιστορική μας πείρα, στα ερείπια των συλλογικών μύθων φύονται με τη μεγαλύτερη άνεση ο κυνισμός και η απαξίωση. Δύο καταλυτικές «αρετές» της απομυθοποίησης. Απαξίωση και κυνισμός σαν αυτόν που επεδείκνυαν τα επαναστατημένα παιδιά του Μάη του ’68 όταν αποκαλούσαν τον πρύτανη της Ναντέρ φασίστα, παρά το γεγονός ότι αυτός ο «φασίστας» είχε συμμετάσχει στην Αντίσταση και είχε οδηγηθεί σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως επί γερμανικής κατοχής. Εμπειρία που ούτε τους περνούσε από το μυαλό ότι θα μπορούσαν να τη ζήσουν τα παιδιά της σεξουαλικής απελευθέρωσης με τις επαναστατικές περγαμηνές της σφαλιάρας που τους έδωσε κάποτε κάποιος αστυνομικός. Στα δικά μας τώρα, πιστεύω πως αυτή η εμμονή στην απομυθοποίηση ήταν ένα από τα πιο ύπουλα και υποδόρια κληροδοτήματα της δικτατορίας και μία από τις μεγαλύτερες εμμονές της μεταπολιτευτικής περιόδου. Η δικτατορία γελοιοποίησε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο όλους τους εθνικούς μας μύθους. Η Μεταπολίτευση δεν είχε και πολλή δουλειά να κάνει. Της έφτανε να γελάει με το ήδη «γελοίο» και να φωνασκεί εναντίον όσων τολμούσαν να αρθρώσουν έστω και μία λέξη για να τους υπερασπιστούν. Οχι πάντα αδίκως εννοείται. Το αποτέλεσμα όμως της απαξίωσης της συλλογικής μας ύπαρξης το ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες.
Η κοινωνική ζούγκλα τού «έλα μωρέ δεν έγινε και τίποτε», που καθιερώθηκε ως εθνική ιδεολογία, δεν ήταν παρά το ψυχολογικό αντίκρισμα της πλήρους απαξίωσής μας. Οταν είχαμε καταλήξει στο συμπέρασμα πωςς δεν αξίζουμε και τίποτε σπουδαίο, πως τα έργα μας είναι ούτως ή άλλως κατώτερα των περιστάσεων, μένουμε μόνοι με τον υπέροχο εαυτούλη μας και κοιτάζοντάς τον τρυφερά στον καθρέφτη καταλήγουμε στο υπαρξιακό συμπέρασμα ότι δεν μας μένει τίποτε παρά να τη βγάλουμε όσο καλύτερα μπορούμε, με όποιο κόστος. Ο ελληνικός πολιτισμός δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τις ενοχές. Είχε όμως βαθιά ριζωμένο μέσα του το αίσθημα της «αιδούς» και της «δίκης». Οταν χάσεις την «αιδώ», γιατί τίποτε δεν σε επαναφέρει στην τάξη, τότε καταρρέει και η «δίκη».
Και δεν αναφέρομαι μόνο στους πολιτικούς ταγούς, όπου και το προφανές. Γράφοντας τα παραπάνω, μου έρχονταν στο μυαλό άνθρωποι που είναι ενθουσιασμένοι με τους εαυτούς τους μόνον και μόνον επειδή κατάφεραν να γίνουν υπουργοί, κοινώς, να «πιάσουν την καλή». Αναφέρομαι κυρίως στους εκπροσώπους αυτού που ονομάζουμε με τη μεγαλύτερη ευκολία «πνευματικός κόσμος» και τους θυμόμαστε συνήθως όταν συμβεί κάποια μεγάλη καταστροφή, ακόμη και φυσική, και όταν ζητάμε συμμάχους για να υπερασπιστούμε τα διάφορα συντεχνιακά μας συμφέροντα τα οποία, ως γνωστόν, μεταφράζονται σε εθνικά. Ποιοι είναι αυτοί; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι την περασμένη Δευτέρα, προσκεκλημένος της Τραπέζης της Ελλάδος για να μιλήσω στην τιμητική εκδήλωση για τον Ηλία Βενέζη, ο οποίος υπήρξε υπάλληλός της, αναφερόμενος στον τιμώμενο σκεφτόμουν συνεχώς ποιοι είναι αυτοί που κάποτε υπήρξαν και εξαφανίστηκαν στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ποια ήταν αυτή η περίφημη γενιά του τριάντα, την οποία με τόση ζέση απομυθοποιήσαμε και εξορίσαμε από τους πνευματικούς μας ορίζοντες, αφού εννοείται μάθαμε λογοτεχνία διαβάζοντας τα έργα τους.
Κατ’ αρχάς, και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά από τον «πνευματικό κόσμο» της Μεταπολίτευσης, η γενιά του τριάντα παρενέβαινε δημοσία για να υπερασπιστεί το έργο της και όχι την κοινωνική της ή την επαγγελματική της θέση, όπως οι διάφοροι πανεπιστημιακοί που ανέλαβαν ανεπιτυχώς να παίξουν τον ρόλο της πνευματικής ηγεσίας τις τελευταίες δεκαετίες. Μπορεί να έπεφταν έξω σε πολλά, αλίμονο, όμως, κανείς δεν μπορεί να τους αφαιρέσει το τεκμήριο της πνευματικής εντιμότητας. Κατά δεύτερον, όσες διαφορές κι αν υπάρχουν ανάμεσα στον τρυφερό Βενέζη και τον πιο εγκεφαλικό Θεοτοκά, και με άλλους ακόμη περισσότερες, όλοι προσπάθησαν να υπηρετήσουν ένα είδος το οποίο ώς τότε ήταν μάλλον παραγνωρισμένο στη φιλολογική μας δημοκρατία, το μυθιστόρημα. Αλλοι καλύτερα, άλλοι λιγότερο καλά, άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε με λιγότερη επιτυχία. Εφτιαξαν μια μυθιστορηματική γλώσσα για εμάς τους μεταγενέστερους, την οποία καθήκον μας ήταν να επεξεργαστούμε και να ξεπεράσουμε, αλλά δεν μπορούσαμε να την αγνοήσουμε. Και φτιάχνοντας αυτήν τη γλώσσα, προσπάθησαν να εντάξουν την ελληνική πνευματική δημιουργία στην επικράτεια του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οταν μιλάμε για μυθιστόρημα, μιλάμε για Ευρώπη και η γενιά του τριάντα το υπηρέτησε όσο καλύτερα μπορούσε, χωρίς όμως να αισθάνεται ότι προδίδει τα εθνικά της αισθήματα. Υπερασπιζόμενη τον μύθο περί αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνικού λαού, ήταν σε μόνιμο διάλογο με τα τεκταινόμενα στην ευρωπαϊκή πνευματική ζωή. Δεν τους ήταν ξένη και πάντως δεν αισθάνονταν ότι δημιουργούσαν σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους ομοτέχνους τους. Η στάση αυτή της σύνθεσης και του διαλόγου είναι εμφανής και στην ποίηση, αλλά και στη ζωγραφική της ίδιας εποχής. Και αξίζει κάποτε να αναρωτηθούμε πόσο διαφορετικές θα ήσαν οι σχέσεις μας με την ευρωπαϊκή παιδεία, αν, αντί να εμπιστευθούμε το εκπαιδευτικό σύστημα στα αδαή και κυνικά προϊόντα των κομματικών σωλήνων, το είχαμε εμπιστευθεί σε ανθρώπους σαν τον Βενέζη ή τον Θεοτοκά.
Η γενιά του τριάντα μάς δείχνει ότι υπάρχει ένας δρόμος γονιμότερος από την απομυθοποίηση. Είναι η πράξη της δημιουργίας, σκολιά είναι η αλήθεια, για να κερδίσει τις περγαμηνές του και τη δημοφιλία του πρέπει να ιδρώσει και να διακινδυνεύσει πολλά, όμως αξίζει τον κόπο. Είναι το ιδανικό αντίδοτο στον κυνισμό.
Via : www.realpolitics.gr