Άκης Κοσώνας
Η αναμέτρηση δεν έχει κριθεί. Κάθε άλλο. Παρά το «σπρώξιμο» δυτικών και άλλων στον κοινό υποψήφιο της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ύστερα από 20 χρόνια παραμονής στην εξουσία (και άλλα τέσσερα πριν, ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης) έχει οικοδομήσει αφενός ένα καθεστώς ευρείας στήριξης από τον κρατικό μηχανισμό και αφετέρου συμμαχίες με ισχυρούς επιχειρηματίες της χώρας που ως γνωστόν απεχθάνονται (όχι μόνο στην Τουρκία) τις αλλαγές. Μπορεί λοιπόν να κερδίσει και πάλι ο Ερντογάν;
Ο ιδρυτής (1988) της εταιρείας Sonar, Χακάν Μπαϊρακτσί, έγκυρος αναλυτής, είναι σχεδόν σίγουρος πως ο σημερινός πρόεδρος θα κερδίσει τις εκλογές, σίγουρα στον β΄γύρο, αν όχι από τον πρώτο! Η εταιρεία έκανε μια μεγάλη και αναλυτική μέτρηση (27 Απριλίου-2 Μαίου) με δείγμα 4.197 ατόμων σε 179 περιφέρειες και 42 πόλεις.
Το αποτέλεσμα της έρευνας δίνει 48,8% στον Ερντογάν, 44,1% στον υποψήφιο της ενωμένης αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, 3,6% στον Μουχαρέμ Ιντσέ και 3,5% στον Σινάν Ογκάν. Ο Ιντσέ ήταν ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης το 2018 και συγκέντρωσε 30,64% έναντι 52,59% του σημερινού προέδρου. Τα ποσοστά των δύο ασφαλώς θα παίξουν ρόλο στον β΄γύρο, αν υπάρξει. Ο αναλυτής Μπαϊρακτσί πιστεύει ότι αν γίνει δεύτερος γύρος θα καταγραφεί «μια καθαρή νίκη Ερντογάν με 52%». Να σημειωθεί ότι η εταιρεία Sonar θεωρείται αξιόπιστη και ανεξάρτητη από το σύστημα Ερντογάν.
Οι αριθμοί
Ας παρακολουθήσουμε τα συμπεράσματα των μετρήσεων. Οι δημοσκοπήσεις ήταν πολλές και συχνά με μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους. Έτσι χωρίσαμε σε τέσσερεις περιόδους τα αποτελέσματά τους και ο πίνακας που ακολουθεί βοηθάει να καταλάβουμε τις διακυμάνσεις και το ευμετάβλητο.
Αλλά κυρίως την μικρή απόσταση που χωρίζει τους υποψήφιους. Η πρώτη χρονική περίοδος είναι το διάστημα 3-12 Απριλίου. Η δεύτερη 13-20 Απριλίου. Η τρίτη 21-30 Απριλίου. Και η τέταρτη αφορά στις δημοσκοπήσεις του Μαίου. Όπου Μ.Ο. είναι ο Μέσος όρος των μετρήσεων. Να δούμε τον πίνακα.
Οι διαφορές των δύο βασικών διεκδικητών της προεδρίας είναι οριακές. Μέσα στις 45 αυτές μετρήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας, υπάρχουν 13 μετρήσεις με δείγμα άνω των 5.000 ερωτηθέντων, ενώ οι άλλες κινήθηκαν με δείγματα μεταξύ 1500 και 3.500 ερωτηθέντων.
Ξεχωρίσαμε αυτές τις 13 μετρήσεις και τις κατανείμαμε σε δύο διαστήματα : Οι επτά αφορούν την περίοδο 9-20 Απριλίου και οι έξι την περίοδο 24 Απριλίου έως 4 Μαίου. Όπου Μ.Ο. είναι ο Μέσος Όρος των μετρήσεων. Ας το δούμε :
Θεωρητικά, με μεγαλύτερα δείγματα μπορεί να έχει κανείς καλύτερες ενδείξεις. Εδώ παρατηρούμε (αξίζει να σημειωθεί ότι 6 από τις 13 αυτές μεγάλες μετρήσεις, είχαν δείγμα από 10.000 έως 17.000 άτομα!) ότι ο Ερντογάν διατηρεί και στις δύο περιόδους ένα μικρό προβάδισμα απέναντι στον Κιλιτσντάρογλου που μπορεί να αποβεί καθοριστικό.
Φυσικά είναι της τάξεως του 0,5%, άρα δεν μπορεί κανείς «να χτίσει» σταθερό σενάριο πάνω του. Αλλά δεν μπορεί και να αγνοηθεί. Βλέπουμε επίσης ότι στην δεύτερη περίοδο που πλησιάζουμε στις εκλογές, η δύναμη του Μουχαρέμ Ιντσέ μειώνεται αισθητά : Σχεδόν τόσο, όσο αυξάνεται η δύναμη Κιλιτσντάρογλου.
Και αυτό είναι φυσικό μια και ο καθηγητής Ιντσέ ανήκει στην αντιπολίτευση και ήταν αντίπαλος του Ερντογάν στις προεδρικές εκλογές του 2018. Η τάση αυτή δείχνει και την αύξηση της πόλωσης όσο περνούν οι μέρες. Η ξαφνική απόσυρση του Ιντσέ από την προεδρική κούρσα αλλάζει τις ισορροπίες, θεωρητικά υπέρ του Κιλιτσντάρογλου.
Οι «αιρετικές» αναλύσεις
Πολύ ενδιαφέρουσες αλλά αιρετικές είναι ορισμένες αναλύσεις. «Αιρετικές» διότι είναι μειοψηφικές. Πρόκειται για εκείνες οι που φέρουν τον σημερινό πρόεδρο να προηγείται καθαρά (έστω με μικρή διαφορά) ή να κερδίζει. Το ρεύμα της εποχής θέλει νικητή τον Κιλιτσντάρογλου, προφανώς όχι διότι λατρεύει (ίσως και να μην τον ξέρει άλλωστε) τον κοινό υποψήφιο της αντιπολίτευσης, αλλά διότι «έχει βαρεθεί» τον Ταγίπ Ερντογάν.
H σχέση του με τη Ρωσία, το «δίπορτο» με το ΝΑΤΟ, οι συχνές κόντρες με την Ευρωπαϊκή Ένωση («δεν μπορεί να είναι χριστιανικό κλαμπ», και «αν δεν μας θέλουν αυτοί μία, εμείς δεν τους θέλουμε δέκα») έχουν οδηγήσει τη Δύση σε στήριξη «του άλλου» ακόμα κι αν δεν ξέρει πολλά για τον άλλο μια και δεν έχει κυβερνήσει τη χώρα του ούτε έχει δείξει πόσο φιλειρηνικός είναι με τους γείτονές του. Αλλά πόσο εύκολο είναι να χάσει ο Ερντογάν; Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι πολύ καθιστούν αμφίβολη την ήττα του.
Πρώτον, πολλοί ψηφοφόροι αποκρύπτουν από τις δημοσκοπήσεις την ψήφο τους ή απαντούν παραπλανητικά για διάφορους λόγους ενώ έχουν αποφασίσει ότι θα (ξανα)ψηφίσουν Ερντογάν.
Δεύτερον, υποεκτιμάται συχνά η ψήφος της τεράστιας ενδοχώρας (Τουρκία δεν είναι μόνο Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Άγκυρα) που δύσκολα θα μετακινηθεί σε άλλη επιλογή, τόσο στις προεδρικές όσο και στις βουλευτικές εκλογές. Αρκετοί αναλυτές μάλιστα, γνώστες των κοινωνικών δεδομένων και ισορροπιών στην Τουρκία, τονίζουν ότι δεν έχουν λόγο να μετακινηθούν αφού επί των (πολλών άλλωστε) ημερών Ερντογάν είδαν «φως», ανάπτυξη και οικονομική άνοδο στις περιοχές τους. Οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις ήταν ξεχασμένες πριν το 2003 που ανέλαβε την πρωθυπουργία ο σημερινός πρόεδρος.
Ένας ακόμα λόγος είναι ότι μπορεί να λειτουργήσει …ανάποδα η συμμαχία όλων των άλλων (ακόμα και οι Κούρδοι δεν κατέβασαν υποψήφιο για την προεδρία στηρίζοντας «διακριτικά» την υποψηφιότητα Κιλιτσντάρογλου) εναντίον του Ερντογάν. Το να φύγει ο Ερντογάν μπορεί να είναι ένα σύνθημα που ενώνει πολλούς, αλλά δεν είναι πολιτική θέση ούτε παράγει απαραιτήτως πολιτικό πρόγραμμα και αποτέλεσμα. Είναι μια προσπάθεια «ορμάτε παιδιά να τον ρίξουμε» που μπορεί να αποδώσει, μπορεί και όχι.
Στο Ισραήλ για «να τελειώσουν» τον Νετανιάχου η συμμαχία όλων (δεξιών, πιό δεξιών κεντροαριστερών, αριστερών, θρησκευτικών κομμάτων κλπ) πρόσκαιρα απέδωσε. Τον νίκησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να κυβερνήσουν για σημαντικό χρονικό διάστημα, έπεσε όπως ήταν φυσικό η άκρως ετερόκλητη συμμαχία και επανήλθε «στα πράγματα» ο μισητός από πολλούς «Μπίμπι», λατρευτός σε άλλους τόσους. Οι συμμαχίες μπορεί να φέρουν αποτελέσματα αλλά για να έχουν μέλλον πρέπει αυτοί που τις συνθέτουν να έχουν αν όχι κοινά προγράμματα, πάντως κοινά στοιχεία και αναφορές.
Το βέβαιο είναι ότι από τη μια πλευρά μπορεί να περνάει στους ψηφοφόρους το μήνυμα «για να συνασπιστούν όλοι αυτοί κάτι δεν πάει καλά με τον τάδε, πρέπει να φύγει». Από την άλλη όμως εξίσου εύκολα οικοδομεί το συναίσθημα στήριξης αυτού «που όλοι οι άλλοι πάνε εναντίον του». Κάπως έτσι, φθάνουμε στις εκλογές…
Πηγή : https://tvxs.gr