Η μεγάλη υποχώρηση της ΔΗΜΑΡ στις ευρωεκλογές αποτέλεσε ένα οδυνηρό σοκ όχι μόνο για τα μέλη της αλλά και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, και το πιστεύω βαθιά αυτό το αίσθημα της κοινωνίας ως μία χαραμάδα ελπίδας για όλους, που μας ενθαρρύνει για να ανασυνταχθούμε και συνεχίσουμε. Γιατί όπως φαίνεται, υπάρχουν πολλοί που θέλουν ακόμα τη ΔΗΜΑΡ πραγματική αριστερή, υπεύθυνη, μεταρρυθμιστική και σοσιαλιστική δύναμη και ας προσπαθήσουμε να τους επαναφέρουμε κοντά μας, να μη τους απογοητεύσουμε, αφού πρώτα τους ζητήσουμε μία μεγάλη συγνώμη.
Γι αυτό και η πολιτική ηγεσία όφειλε από την πρώτη μέρα να δώσει τις εκτιμήσεις της για το εκλογικό μήνυμα των πολιτών, όπως και το στίγμα της πολιτικής για την επόμενη μέρα!
Τελικά μετά και την ανακοίνωση της υποβολής της παραίτησης του Φώτη Κουβέλη στην Κεντρική Επιτροπή, άνοιξε ένας βασανιστικός διάλογος, που θέλω να πιστεύω ‘ότι θα είναι ουσιαστικός και σε βάθος για το πως θα συνεχίσει την πορεία της η ΔΗΜΑΡ στην πολιτική σκηνή, αν θα βρει το βηματισμό της ως μία Αριστερή δύναμη με προσφορά στην προοδευτική Ανασυγκρότηση της χώρας, τη διέξοδο από την κρίση, την εξυγίανση της πολιτικής ζωής, και ότι δεν θα αποτελέσει μία διαδικασία αντιπαραθέσεων που πηγάζουν από προειλημμένες αποφάσεις ή υπαγορεύονται από σκοπιμότητες.
Καλούμαστε να πάρουμε έγκαιρα τις αποφάσεις, που θα δείχνουν με ευκρίνεια το στίγμα της ΔΗΜΑΡ πήρε το μήνυμα από το λαό για να ξεκαθαρίσει το θολό της στίγμα και που θα σημάνουν την ανασύνταξή της, μέσα βέβαια από μία θαρραλέα κριτική για αρνητικό αποτέλεσμα και εξίσου γενναία ανάληψη ευθυνών.
Ας εκτιμήσουμε παρακάτω τα γεγονότα, τις εξωγενείς παρεμβάσεις, αλλά και τις παραλείψεις που μας έφεραν μέχρι εδώ:
– Είναι γεγονός ότι η συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην τρικομματική Κυβέρνηση δεν ήταν ούτε εύκολη, ούτε ανώδυνη επιλογή, αλλά μία επιλογή που στόχευε στην αποφυγή της χρεωκοπίας της χώρας, στόχος που έχει επιτευχθεί, μετά βέβαια από τις μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού. Αυτή την κρίσιμη και καθοριστική θα έλεγα επιλογή για την ύπαρξη και την πορεία της ΔΗΜΑΡ στην πολιτική ζωή, επειδή κατά βάση δεν ήταν στις αρχές μας, αλλά έγινε σε κρίσιμη περίοδο από έκτακτη εθνική ανάγκη, τη διαχειρισθήκαμε χωρίς στρατηγικό σχέδιο και δεν εννοώ την τρικομματική συμφωνία, αλλά σχέδιο του κόμματος για τη διαχείριση των κρίσεων και την ειλικρινή σχέση με την κοινωνία, η οποία όλο και βυθιζόταν από τα προβλήματα της βίαιης προσαρμογής, αποδίδοντας ίσες ευθύνες και στους τρεις εταίρους. Και έτσι παρά τη μεγάλη προσπάθεια των στελεχών της ΔΗΜΑΡ να προωθήσουμε κοινωνικές, και αναπτυξιακές επιλογές και λύσεις, να θέσουμε προτεραιότητες και να αποτρέψουμε συντηρητικές προτάσεις, όπως στα εργασιακά (απορρύθμιση εργασικών σχέσεων, απολύσεις στο δημόσιο, υπερφορολόγηση) αλλά και στα δημόσιου συμφέροντος θέματα (αποκρατικοποιήσεις Οργανισμών κοινής ωφέλειας Ύδρευση, Ενέργεια, Λιμένες, αναθεώρηση του χρέους με εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης), προσπάθειες όμως που δεν αναδείξαμε ως συλλογικότητα, δυστυχώς η ΔΗΜΑΡ είχε μία πρώτη σημαντική απώλεια δυνάμεων προς τα Αριστερά, της τάξεως του 2,5 έως 2,8%. Απώλεια που στη δίνη εκείνης της εποχής δεν εκτιμήθηκε από το κόμμα μας όπως θα έπρεπε για να ληφθούν και τα κατάλληλα μέτρα, δεν συζητήθηκε σε όλες τις διαστάσεις η επιλογή μίας αριστερής μεταρρυθμιστικής δύναμης, που μάλιστα καταψήφισε τα μνημόνια, να συμμετέχει σε κυβέρνηση μαζί με δυνάμεις υπόλογες για την κρίση.
– Στη συνέχεια η δικαιολογημένη πολιτικά και σε προοδευτική κατεύθυνση απόφαση της ΔΗΜΑΡ να αποχωρήσει από την Κυβέρνηση, δεν αιτιολογήθηκε άμεσα, συγκροτημένα και προγραμματικά στην κοινωνία, δεν παρουσιάσθηκαν τα βαθιά αίτια της ρήξης με τις δυνάμεις του δικομματισμού και γιατί όχι των πελατειακών συμφερόντων και δυστυχώς η ΔΗΜΑΡ είχε μία δεύτερη σημαντική απώλεια δυνάμεων προς τα Κεντροδεξιά.
Δεν διατυπώθηκε με παρρησία από την ηγετική ομάδα από την πρώτη στιγμή της αποχώρησης ότι η δημοσιονομική προσαρμογή έτσι όπως επεβλήθη αλλά και όπως εφαρμόσθηκε μεγάλωνε τις κοινωνικές ανισότητες και ενίσχυε τη πολιτική των μεγάλων συμφερόντων, έπνιγε την ανάπτυξη και κάθε προσπάθεια παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας και εξυγίανσης της πολιτικής ζωής και ότι εν τέλει οι προσπάθειες της ΔΗΜΑΡ δεν μπορούσαν να αναστρέψουν ή έστω να βελτιώσουν την κατάσταση.
Αυτό το δεύτερο βήμα της εξόδου δημιούργησε μία παρατεταμένη αντιπαράθεση στο κόμμα. Στην προσπάθεια αυτή να αντιμετωπισθεί αναδείχθηκε ως κύρια συνιστώσα της πολιτικής, του διαλόγου και των επιδιώξεων της ΔΗΜΑΡ η συμβολή και η κυρίαρχη παρουσία της στο χώρο της νυν Κεντροαριστεράς (μάλιστα τελευταία με στελέχη και επιλογές που έχουν απαξιωθεί από την πολιτική ζωή του τόπου), με ότι αντιθέσεις αυτό συνεπάγετο στο πολυτάραχο αυτό χώρο, ο οποίος διαχειρίσθηκε επί μακρόν και διαχειρίζεται τη διακυβέρνηση της χώρας με εργαλεία και πολιτικές που πολύ απέχουν από τις ιδρυτικές και προγραμματικές επιλογές του κόμματός μας.
Δυστυχώς η παρατεταμένη αυτή αντιπαράθεση που ακολούθησε στο κόμμα ήταν μονομερής, υποχώρησε ο διάλογος και η επαφή με την κοινωνία για τις προτάσεις διεξόδου από την κρίση και την προοδευτική, παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, ενώ δεν άνοιξε, όπως θα έπρεπε, ένας ουσιαστικός διάλογος προγραμματικών θέσεων για όλα τα παραπάνω κρίσιμα προβλήματα – ένας διάλογος προς την άλλη πλευρά – προς τον ιδρυτικό χώρο της ΔΗΜΑΡ, τις δυνάμεις της ανανεωτικής Αριστεράς, της Οικολογίας και κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ, για την διερεύνηση προγραμματικών συγκλίσεων και για να επιτευχθεί έτσι ο στόχος μας για την αλλαγή της ασκούμενης πολιτικής και την ώθηση των πολιτικών εξελίξεων προς μία άλλη προοδευτική κατεύθυνση.
Επίσης οι προτεραιότητες στο διάλογο όπως αυτός διαμορφώθηκε τελευταία στο κόμμα διέφεραν πολλές φορές από τις προσπάθειες και τις τοποθετήσεις της πλειοψηφίας των μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας, που είχε να αντιμετωπίσει στο Κοινοβούλιο τα μεγάλα προβλήματα των μνημονιακών νομοθετημάτων και της εξειδίκευσης των πολιτικών διεξόδου από την κρίση, όπου επιτρέψτε μου να θεωρώ ότι η ΚΟ συνέβαλε σημαντικά μέσα από τον μεστό προγραμματικό της λόγο να δώσει το πραγματικό προοδευτικό, σύγχρονο Αριστερό στίγμα της ΔΗΜΑΡ και εντέλει τις δυνατότητες της για μια υπεύθυνη συμβολή σε μία εναλλακτική προοδευτική διακυβέρνηση της χώρας.
Τελικά μέσα από αυτό το πολύπλοκο πολιτικό σκηνικό η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ πρέπει να διατηρήσει τον αυτόνομό ρόλο της, να προστατεύσει τις βασικές, ιδρυτικές της θέσεις και αρχές, προοδευτικές και αριστερές, που της έδωσαν την υπάρχουσα κοινοβουλευτική της δύναμη (6,3%), επιζητώντας τη διερεύνηση συναινέσεων και συνεργασιών για τη διαμόρφωση μίας εναλλακτικής προοδευτικής πρότασης εξουσίας, τόσο με τον χώρο του προοδευτικού δημοκρατικού σοσιαλισμού (ο όρος Κεντροαριστερά δεν βοηθάει, παραπέμπει σε καταστάσεις και επιλογές αρνητικά μέχρι και σήμερα φορτισμένες) όσο και με την Αριστερά, τον ΣΥΡΙΖΑ, που μεγάλο ποσοστό των πολιτών τον επιλέγει αλλά για να τον εμπιστευτεί επιζητά από αυτόν πιο στέρεες και βιώσιμες προτάσεις διακυβέρνησης.
Η πολιτική και οργανωτική συγκρότηση της ΔΗΜΑΡ, ώστε να αποτελέσει και πάλι ένα σημαντικό πολιτικό μέγεθος, είναι όπως είπαμε απαραίτητη πρέπει όμως ταυτόχρονα να διαμορφώσει και να διατυπώσει μία σαφή πρόταση για την ώθηση των πολιτικών εξελίξεων προς μία άλλη προοδευτική κατεύθυνση και αυτό δεν μπορεί να γίνει με τον εγκλωβισμό στην υπάρχουσα κατάσταση, τις διεργασίες της νυν Κεντροαριστεράς, ούτε και με τα ευχολόγια περί αλλαγών στις ασκούμενες πολιτικές από τη σημερινή κεντροδεξιά συντηρητική διακυβέρνηση, αλλά με προοδευτικές και αριστερές συμμαχίες για μία άλλη διακυβέρνηση της χώρας.
Γι’ αυτό και όταν ο στόχος μας είναι σαφής για την αλλαγή της ασκούμενης πολιτικής και την ώθηση των πολιτικών εξελίξεων προς μία άλλη προοδευτική κατεύθυνση, δεν μπορούμε να αφήνουμε να εμπλέκεται το κόμμα σε αμφισημίες γύρω από το θέμα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας .
Στο θέμα αυτό έχω να δηλώσω ως βουλευτής ότι Πρόεδρο της Δημοκρατίας θα ψηφίσω μόνο μετά τις Εθνικές εκλογές, αν με επανεκλέξει βουλευτή ο ελληνικός λαός, με ένα άλλο πρόγραμμα προοδευτικής διακυβέρνησης της χώρας.