Κατά τους Financial Times πρόκειται για την «ιστορική συμφωνία» ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Κατά τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ είναι η αφετηρία για το τέλος του Μνημονίου κι «ενός νέου κεφαλαίου για την Ελλάδα». Και, κατά την, κυνική, ανάγνωση των αριθμών είναι μάλλον η πιο έντιμη, με ρεαλιστικούς όρους, συμφωνία στην οποία θα μπορούσε να προσβλέπει η Αθήνα για τη ρύθμιση του χρέους.
O βασικός κορμός της χθεσινοβραδυνής απόφασης του Eurogroup προβλέπει 10ετή επιμήκυνση των παλαιών δανείων του EFSF τα οποία υπολογίζονται κοντά στα 100 δις, 10ετή παράταση της περιόδου χάριτος και τελευταία δόση ύψους 15 δις ευρώ. Από αυτό το ποσό τα 3,3 δις ευρώ μπορούν να διατεθούν για την επαναγορά χρέους – δηλαδή, την αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ – και τα υπόλοιπα θα χρησιμοποιηθούν στο «μαξιλάρι» ρευστότητας το οποίο θα φθάσει συνολικά στα 18 με 20 δις ευρώ.
Στην πράξη, οι αριθμοί αυτοί σημαίνουν ότι η αποπληρωμή μεγάλου μέρους του χρέους μετατίθεται μετά το 2032, γεγονός που δίνει την δυνατότητα και στο ΔΝΤ να εκδώσει «πιστοποιητικό» μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας, ενώ με το cash buffer (το «μαξιλάρι» ρευστότητας) των 20 δις η Ελλάδα μπορεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες για τουλάχιστον 18 μήνες χωρίς να χρειαστεί να βγει στις αγορές.
Η συμφωνία του Εurogroup προβλέπει επίσης τη σταδιακή επιστροφή των κερδών – συγκεκριμένα σε τέσσερις δόσεις – από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης. Οι επιστροφές θα αρχίσουν το 2019, θα ολοκληρωθούν το 2022 και θα είναι της τάξης των 1,2 δις τον χρόνο.
Συνυπολογίζοντας τις επιμηκύνσεις, την περίοδο χάριτος και τα χαμηλότερα επιτόκια, η Ελλάδα επωφελείται κατά 4 δις το χρόνο έως το 2022 και κατά 2,8 δις τον χρόνο από το 2022 έως το 2032. Ειδικά κατά την τετραετία 2019 -2022 γλυτώνει ετησίως 2,3 δις από την αναβολή πληρωμών, 0,5 δις από την μη πληρωμή τόκων και 1,2 δις από την επιστροφή των κερδών των ομολόγων.
Η δεκαετής επιμήκυνση στις ωριμάνσεις των δανείων του EFSF (το 2032 αντί του 2022) είναι το πιο σημαντικό στοιχείο του πακέτου ελάφρυνσης του χρέους, ενώ η δομή της έχει καθαρά εμπροσθοβαρή χαρακτήρα – κάτι για το οποίο πίεζε έντονα τόσο η Αθήνα, όσο και η Κομισιόν και το Παρίσι. Ο χρόνο ς της επιμήκυνσης επίσης κινήθηκε στην ανώτερη κλίμακα των σεναρίων που συζητούντο τις τελευταίες ημέρες.
Η απόφαση του περσινού Eurogroup προέβλεπε – κατόπιν «της γνωστής «ντρίπλας» Σόιμπλε – επιμήκυνση «από 0 έως 15 έτη». Στις συζητήσεις των τελευταίων εβδομάδων το ΔΝΤ ζητούσε επιμήκυνση 14 ετών, η Γερμανία εμφανιζόταν εξαιρετικά συντηρητική και περιόριζε την παράταση των ωριμάνσεων στα 3 έως το πολύ 5 έτη, και η πρόταση της Κομισιόν και της Γαλλίας ήταν τα 10 έτη. Η πρόταση αυτή, η οποία περιλαμβανόταν και στο προσχέδιο του EuroWorkingGroup ήταν τελικώς και εκείνη που πέρασε με υποχώρηση της γερμανικής πλευράς.
Ηταν μια υποχώρηση, βεβαίως, που δεν έγινε χωρίς ανταλλάγματα καθώς το Βερολίνο απέσπασε αφ΄ενός τη σύνδεση της επιστροφής των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και αφ΄ετέρου την σχετικά περιορισμένη επαναγορά μέρους του ακριβού δανείου του ΔΝΤ. Η επαναγορά, με βάση την χθεσινή απόφαση, τοποθετείται στα 3,3 δις ευρώ, την στιγμή που το τρέχον υπόλοιπο του χρέους της Ελλάδας προς το Ταμείο είναι περίπου 10 δις.
Ο λόγος για τον οποίο επελέγη η σχετικά περιορισμένη επαναγορά, όπως επεσήμαναν πηγές από τις Βρυξέλλες, είναι η επιμονή του Βερολίνου να διατηρήσει το ΔΝΤ ρόλο ενεργού πιστωτή, παρ’ ότι δεν θα χρηματοδοτήσει το τρίτο πρόγραμμα και θα παραμείνει στην μεταμνημονιακή εποπτεία μόνον από θέση συμβούλου.
Via : tvxs.gr