Τα τελευταία χρόνια η Κριστίν Λαγκάρντ όπου σταθεί κι όπου βρεθεί κρούει συνεχώς τον κώδωνα του κινδύνου για την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα στον κόσμο.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο -του οποίου ηγείται η Λαγκάρντ-, σαν να έχει ξεχάσει τον νεοφιλελεύθερο εαυτό του και τους διαβόητους όρους φτώχειας και εξαθλίωσης με τους οποίους συνοδεύει εδώ και δεκαετίες τα δανειοδοτικά του προγράμματα, έχει παραδεχτεί τα τελευταία χρόνια με σειρά ερευνών και μελετών του ότι:

α. η οικονομική ανισότητα ζημιώνει την ανάπτυξη,

β. οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συμβάλλουν στην αυξανόμενη ανισότητα,

γ. η αναδιανομή του πλούτου δεν καταστρέφει την ανάπτυξη, αντιθέτως μπορεί να τη βοηθήσει,

δ. οι πιο ίσες οικονομικά χώρες είναι αυτές στις οποίες άνδρες και γυναίκες είναι πιο ίσοι,

ε. η προοδευτική φορολόγηση δεν ζημιώνει την οικονομική ανάπτυξη,

στ. τα ισχυρότερα εργατικά συνδικάτα και η μεγαλύτερη διαπραγματευτική ελευθερία των εργαζομένων είναι συνδεδεμένη με τη μεγαλύτερη ισότητα.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το ΔΝΤ περιλαμβάνει από το 2015 τον παράγοντα ανισότητα σε κάποιες από τις αναλύσεις και συστάσεις του – γνωστές και ως «Διαβουλεύσεις [βάσει] του Αρθρου IV» που αφορούν τις χώρες… μέλη του.

Το «άρθρο IV» είναι το βασικό εργαλείο με το οποίο το ΔΝΤ επηρεάζει τη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής σε επίπεδο χωρών -δανειζομένων και μη, από αυτό. Με αυτό ελέγχει τη μακροοικονομική σταθερότητα και την ανάπτυξή τους.

Ελα όμως που το Ταμείο «άλλα λέει κι άλλα κάνει»!

Η Oxfam -η γνωστή μη κυβερνητική οργάνωση που μάχεται κατά της φτώχειας στον πλανήτη- εξέτασε 15 «πιλότους ανισότητας» που το ΔΝΤ έχει εισαγάγει στις παραπάνω αναλύσεις και συστάσεις του για τις οικονομίες χωρών στις οποίες δραστηριοποιείται.

Διαπίστωσε ότι υπάρχουν σημαντικά κενά μεταξύ ρητορικής και πράξεων του Ταμείου.

Οι εν λόγω πιλότοι ενσωματώνουν την ανισότητα στις αναλύσεις και τις συστάσεις του Ταμείου με διαφορετικούς τρόπους: κάποιοι εστιάζουν στα χαρακτηριστικά της ανισότητας σε μια χώρα, κάποιοι άλλοι στις κινητήριες δυνάμεις αυτής, ενώ άλλοι αποτιμούν την αναδιανεμητική επίδραση των μεταρρυθμίσεων που συστήνει το Ταμείο.

Η Oxfam διαπίστωσε ότι:

Οι πιλότοι ανισότητας εστιάζουν στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δεν περιλαμβάνουν αξιολόγηση των αναδιανεμητικών επιπτώσεων που έχουν οι βασικοί μακροοικονομικοί στόχοι και οι συστάσεις του Ταμείου.
Κανένας από τους πιλότους δεν διερευνά πλήρως εναλλακτικές λύσεις στην ταχεία δημοσιονομική και νομισματική σύσφιγξη που συνήθως προτείνει το Ταμείο έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις της σε φτώχεια και ανισότητα.
Οι πιλότοι εστιάζουν στην αποζημίωση των χαμένων και όχι στις αμφιλεγόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προτείνονται.

 

Όταν η ανάλυση του Ταμείου εντοπίζει αρνητικές επιδράσεις των μεταρρυθμίσεων που έχει προτείνει στην αναδιανομή του πλούτου, οι συστάσεις του επικεντρώνονται σε μέτρα αντιστάθμισης για όσους έχουν ζημιωθεί.

Αυτοί είναι συνήθως οι πιο ευάλωτοι, μεταξύ τους και οι φτωχοί, οι νέοι, οι γυναίκες.

Αυτή η «αντισταθμιστική» προσέγγιση ενισχύει και δικαιολογεί τις πολιτικές αποφάσεις που έχουν ληφθεί σε βάρος της διερεύνησης ενός ευρύτερου φάσματος κατάλληλων πολιτικών για τη μείωση της φτώχειας και της ανισότητας.

Με άλλα λόγια, οι πιλότοι της ανισότητας του Ταμείου είναι… μούφα. Σε κανένα εξ αυτών η ανάλυση δεν συνιστά «μια συστηματική συμπερίληψη της ανισότητας στην κουβέντα για τη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής», υπογραμμίζει η Oxfam.

Εκεί όμως που το χάσμα λόγου-πράξεων του Ταμείου βγάζει μάτι, είναι στις συστάσεις του για τις εθνικές αγορές εργασίας και τους μισθούς.

Τα τελευταία 30 χρόνια το μερίδιο των εισοδημάτων που καρπούται η εργασία -με τη μορφή μισθών και επιδομάτων- μειώθηκε δραματικά, ενώ το μερίδιο του κεφαλαίου αυξήθηκε. Μαζί και η ανισότητα.

Παρά την οικονομική ανάπτυξη, οι μισθοί παρέμειναν σχεδόν στάσιμοι. Αποτέλεσμα, το 43% των εργαζομένων παγκοσμίως σήμερα να βιώνουν καθεστώς ευάλωτης απασχόλησης, ενώ το 29% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού να είναι σε «εργασιακή φτώχεια» (δουλεύουν δηλαδή, αλλά τα χρήματα που παίρνουν δεν φτάνουν για να ζήσουν).

Το ΔΝΤ αναγνωρίζει το πρόβλημα, αλλά οι πολιτικές που προτείνει αντί να το λύνουν το μεγεθύνουν. Οι συστάσεις του συνεχίζουν να εστιάζουν στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των αγορών εργασίας -με μετριασμό μισθών και ευελιξία, μείωση της ισχύος των συλλογικών διαπραγματεύσεων, μείωση της προστασίας της απασχόλησης, σφίξιμο και ορθολογικοποίηση των επιδομάτων ανεργίας.

Το ΔΝΤ αγνοεί την πραγματικότητα, ότι δηλαδή η ασθενέστερη ρύθμιση αγορών -ανακλώμενη σε πιο αδύναμα συνδικάτα και συλλογικές διαπραγματεύσεις- είναι η βασική κινητήρια δύναμη της ανισότητας σε αρκετές χώρες.

Ξεχνά, ακόμη, και δική του έρευνα που δείχνει ότι η συρρίκνωση ουσιωδών εργαλείων της αγοράς εργασίας -όπως τα επιδόματα, τα προγράμματα διά βίου κατάρτισης, η νομοθεσία κατά της προσωρινής απασχόλησης- στις ανεπτυγμένες χώρες ήταν μερικώς υπεύθυνη για την αύξηση της ανισότητας και τη μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων μεταξύ 1980 και 2010.

Στους σχετικούς πιλότους του Ταμείου, η σύνδεση αγορών εργασίας και ανισότητας δεν διερευνάται. Συνεχίζει να προτείνει σε έξι πάμπτωχες χώρες του τρίτου κόσμου (Μαυριτανία, Κονγκό, Μαλάουι, Μιανμάρ, Ονδούρα, Κιργιζία), μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς να έχει αναλύσει τις αναδιανεμητικές ή κατά φύλο επιπτώσεις του μέτρου.

Σε ελάχιστες περιπτώσεις προτείνει υιοθέτηση κατώτατου μισθού, παρότι έχει αποδειχθεί ότι αυτός μειώνει την ανισότητα.

Via : www.efsyn.gr