του Τάσου Παππά
Είναι δυνατόν να επηρεαστεί η Δικαιοσύνη; Φυσικά. Από την εκτελεστική εξουσία, από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, από τα κόμματα , ακόμη και από οργανωμένες συμμορίες κακοποιών. Παραβιάζουμε ανοιχτές θύρες γράφοντας αυτά, ωστόσο είναι αναγκαίο να τα επισημαίνουμε γιατί με αφορμή την υπόθεση Μπαλτάκου πολλοί επικαλέστηκαν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Το έχουμε ξαναγράψει σ’ αυτό εδώ το χώρο: Το σχήμα της διάκρισης των εξουσιών είναι θεωρητικό, στην πράξη δεν ισχύει. Στα ταξικά συστήματα [αυτά έχουμε γνωρίσει, τα άλλα, τα αταξικά, υπάρχουν μόνο στα επαναστατικά εγχειρίδια] το πάνω χέρι έχουν η εκτελεστική εξουσία [κυβέρνηση] και οι ελίτ της οικονομίας και της πολιτικής. Έχουν άπειρα μέσα στη διάθεση τους [χρήμα, ισχύ, διασυνδέσεις με Μ.Μ.Ε] προκειμένου να πετύχουν φιλικές προς τις επιδιώξεις τους αποφάσεις της δικαιοσύνης σε κρίσιμα ζητήματα που συνδέονται με τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της κυριαρχία τους.
Βεβαίως, όπως κάθε κανόνας έτσι κι αυτός έχει τις εξαιρέσεις του. Μερικές φορές εμφανίζονται δικαστικοί λειτουργοί που πάνε κόντρα στο ρεύμα, αγνοούν τις συστάσεις των εξουσιών, αμύνονται σθεναρά στις πιέσεις, δεν υποκύπτουν στους ωμούς εκβιασμούς και απονέμουν δικαιοσύνη, μακριά και έξω από πολιτικές ή άλλες σκοπιμότητες. Δεν είναι εύκολη επιλογή γιατί παίζεται η καριέρα τους, ενίοτε απειλείται και η ζωή τους, αλλά ευτυχώς συμβαίνει.
Στην περίπτωση Μπαλτάκου έχουμε τα εξής: Από τα συμφραζόμενα του πρώην γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου συνάγεται ότι δύο υπουργοί (κατ’ εντολήν Σαμαρά) έδωσαν γραμμή στους εισαγγελείς να εξουδετερώσουν τη Χρυσή Αυγή, γιατί όσο παραμένει δυνατή εκλογικά, δεν μπορεί η Νέα Δημοκρατία να πάρει το προβάδισμα από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι η εισαγγελέας που έχει την ευθύνη της έρευνας και των ανακρίσεων προήχθη στη δικαστική ιεραρχία επειδή ήταν συγχωριανή του υπουργού Δικαιοσύνης.
Αυτά ισχυρίζεται ο κ. Μπαλτάκος. Τα διαψεύδουν κατηγορηματικά οι δύο υπουργοί. Η ουσία, όμως, είναι άλλη. Έχει να κάνει με τον τρόπο που η Ν.Δ χειρίστηκε το θέμα της Χρυσής Αυγής.
Η Ν.Δ ανέπτυξε απέναντι στην Χρυσή Αυγή μια στρατηγική που είχε δύο άξονες. Στην πρώτη φάση, όταν δεν ήταν ακόμη ορατό το απεχθές πρόσωπό της, την ανέχτηκε και μερικές φορές τη χρησιμοποίησε ως αντίπαλο δέος στη ριζοσπαστική Αριστερά. Συνοδευτικό στοιχείο ήταν η θεωρία των δύο άκρων που επί καιρό διακινούσαν urbi et orbi οι θεωρητικοί της.
Πίστευε ότι τα δημοσκοπικά ποσοστά της Ακρας Δεξιάς θα παρέμεναν σε χαμηλό επίπεδο και δεν θα της δημιουργούσαν πρόβλημα. Ήταν χρήσιμη για να παιχτεί το παιχνίδι των ισοδύναμων κινδύνων για τη Δημοκρατία, αλλά μέχρι εκεί. Έτσι, όταν το πράγμα ξέφυγε με τη δολοφονία Φύσσα και με τα στελέχη της Χρυσής Αυγής να βγαίνουν στο κλαρί στην κυριολεξία αποθηριωμένα, χωρίς μάλιστα να μειώνεται η επιρροή του κόμματος, η ηγεσία της Συγγρού συνειδητοποίησε τον κίνδυνο και αποφάσισε να ενεργοποιήσει το δεύτερο σκέλος της στρατηγικής της.
Ο Νίκος Δένδιας ανέσυρε τους 31 φακέλους με τις εγκληματικές πράξεις των μελών της Χρυσής Αυγής από τα συρτάρια που τους είχε καταχωνιάσει και τους έστειλε στη Δικαιοσύνη. Έτσι άρχισε η αντίστροφή μέτρηση. Δεν πρέπει να κατηγορηθεί γι αυτή την ενέργεια η κυβέρνηση. Έκανε το σωστό. Μόνο που το έκανε με μεγάλη καθυστέρηση και αφού είχαν αποτύχει όλες οι προσπάθειές της να ελέγξει την Χρυσή Αυγή και να την περιορίσει σε χαμηλά ποσοστά.
Οι δικαστές έπραξαν το καθήκον τους και προχώρησαν την υπόθεση. Τα επιβαρυντικά στοιχεία στο ποινικό επίπεδο για την Χρυσή Αυγή είναι πολλά, είναι συντριπτικά και δεν πρέπει να της επιτραπεί να παρουσιαστεί ως θύμα πολιτικής δίωξης. Τα στοιχεία, όμως, είναι επιβαρυντικά και για την ηγεσία της κυβέρνησης. Στο πολιτικό επίπεδο. Κάποιοι κύκλοι της φλερτάρουν με την Ακροδεξιά, είτε λόγω ιδεολογικής συγγένειας είτε για να δημιουργήσουν ένα αντίβαρο στην Αριστερά. Έπαιξαν με τη φωτιά. Τώρα ψάχνουν για πυροσβεστήρες.
Via : www.aixmi.gr