Το γεγονός ότι ο Γιάννης Στουρνάρας τάχθηκε υπέρ της πιστοληπτικής γραμμής δεν είναι είδηση – ήταν, άλλωστε, ο πρώτος που είχε διατυπώσει δημόσια και ηχηρά την συγκεκριμένη άποψη, πριν καν τοποθετηθεί ο φυσικός «προϊστάμενός» του, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι.
Η είδηση της νέας παρέμβασής του όμως ίσως βρίσκεται σε τρεις παράπλευρες παραμέτρους: Στη συγκυρία κατά την οποία ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας έστειλε το μήνυμά του, στο μέσο που επέλεξε για να δώσει τη συνέντευξή του, και στο – πλούσιο – εγχώριο πολιτικό παρασκήνιο.
Στη συνέντευξή του στην ιαπωνική εφημερίδα Nikkei ο Γιάννης Στουρνάρας επαναλαμβάνει ότι κατά την έξοδο από το Μνημόνιο «θα ήταν συνετό να ζητηθεί προληπτική πιστωτική γραμμή από τον ESM». Υποστηρίζει ότι η προληπτική γραμμή είναι «χρήσιμο εργαλείο» υπό τις παρούσες συνθήκες, λέει πως θα μπορούσε να λειτουργήσει συμπληρωματικά με τον «κουμπαρά ασφαλείας» (cash buffer), και προειδοποιεί εν τέλει πως χωρίς πιστοληπτική γραμμή η ΕKΤ θα άρει το περίφημο waiver – την «εξαίρεση» δηλαδή, μέσω της οποίας η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποδέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως εξασφαλίσεις προκειμένου να αναχρηματοδοτεί φθηνότερα τις εγχώριες τράπεζες.
Tίποτα εξ αυτών δεν είναι νέο. Ο ίδιος ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, άλλωστε, έχει επανειλημμένα απαντήσει πως τα οφέλη της «καθαρής εξόδου» και της ανάκτησης της αυτοδυναμίας της ελληνικής οικονομίας είναι πολλαπλάσια του waiver. «Είναι δυσανάλογο να ζητήσεις προληπτική πιστωτική γραμμή μόνο και μόνο για να αποκτήσεις waiver», είχε πει χαρακτηριστικά στο Ευρωκοινοβούλιο ο υπουργός Οικονομικών.
Η συγκυρία όμως των νέων προειδοποιήσεων Στουρνάρα είναι, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας επέλεξε να παρέμβει στην πιο κρίσιμη φάση της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές για τη συμφωνία εξόδου, την ώρα που οι πληροφορίες φέρουν τη γερμανική πλευρά να αποκρούει τη σύσταση της ΕΚΤ για πιστοληπτική γραμμή, και εν μέσω του τελικού μπρα ντε φερ Βερολίνου και ΔΝΤ για το χρέος. Κινήθηκε επίσης στη σκιά των αναταράξεων που προκάλεσαν στις αγορές οι παράλληλες πολιτικές κρίσεις σε Ιταλία και Ισπανία και επέλεξε να μιλήσει σε μια ιαπωνική οικονομική εφημερίδα, τη Nikkei, που θεωρείται «βίβλος» των επενδυτών και των αγορών.
«Εάν όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι επιχειρείται να δοθεί στις αγορές – και όχι μόνον – σήμα αβεβαιότητας για την έξοδο της Ελλάδας από το Μνημόνιο, τι άλλο μπορεί να σημαίνουν;», είναι το χαρακτηριστικό σχόλιο κυβερνητικού στελέχους.
Δεν περνά επίσης απαρατήρητο ότι πριν από την συνέντευξη Στουρνάρα είχε προηγηθεί ένα μπαράζ δημοσιευμάτων στον αντιπολιτευόμενο Τύπο, σύμφωνα με τα οποία οι πιστωτές είναι έτοιμοι να θέσουν στην ελληνική κυβέρνηση ζήτημα πιστοληπτικής γραμμής. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διέψευσε εκ νέου ότι υφίσταται τέτοιο αίτημα, έχει την αξία του ωστόσο το γεγονός πως η επιχειρηματολογία των εν λόγω δημοσιευμάτων είναι πανομοιότυπη με εκείνη του Γιάννη Στουρνάρα στη συνέντευξη στη Nikkei. Σε ορισμένα εξ αυτών, μάλιστα, αναφέρεται το παράδειγμα του Μεξικού που είχε κάνει χρήση προληπτικής γραμμής και επέστρεψε επιτυχώς στις αγορές – ένα παράδειγμα, που χρησιμοποιεί και στη δική του συνέντευξη ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας.
Πολιτικοί παράγοντες επίσης με νωπές ακόμη μνήμες από τον πόλεμο που είχε κάνει στην κυβέρνηση ο κεντρικός τραπεζίτης στο πρώτο εξάμηνο του 2015, δεν παραβλέπουν και τις προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες του Γιάννη Στουρνάρα. Όπως επισημαίνουν, ο ίδιος έχει πρωταγωνιστικό ρόλο – μαζί με τον Αντώνη Σαμαρά – στην προώθηση παρασκηνιακών σεναρίων για την ανάδειξη του Λουκά Παπαδήμου στην θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας στην εκλογή του 2020 και δεν κρύβει την προτίμησή του σε τεχνοκρατικά κυβερνητικά σχήματα.
Οι απόψεις του άλλωστε για την ανάγκη προσαρμογής της πολιτικής στις απαιτήσεις των αγορών δεν απέχουν και πολύ από εκείνες του Γερμανού επιτρόπου ‘Ετινγκερ. Και τούτο φρόντισε να το καταστήσει σαφές και στη συνέντευξή του στη Nikkei: «Είμαι βέβαιος», είπε, «ότι η Ιταλία θα εξετάσει προσεκτικά τη δημοσιονομική της πολιτική, διότι οι κίνδυνοι θα είναι εξαιρετικά υψηλοί αν χαλαρώσει η δημοσιονομική πειθαρχία. Στην περίπτωση αυτή, οι αγορές θα τιμωρήσουν την Ιταλία, όπως τιμώρησαν και την Ελλάδα το 2010 και το 2015».
Via : tvxs.gr