του Τάσου Παππά
Παλιά η συζήτηση για το θέμα των πολιτικών ευθυνών. Όσοι ασκούν διοίκηση, προφανώς, έχουν την ευθύνη για όσα συμβαίνουν στην περιοχή των καθηκόντων τους, ακόμη κι αν δεν είναι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, αλλά κάποιοι υφιστάμενοί τους. Ο πρωθυπουργός, για παράδειγμα, έχει την πολιτική ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις των υπουργών του και, στην περίπτωση που αυτοί προκαλέσουν βλάβη στο δημόσιο συμφέρον, τους αντικαθιστά ή τους υποχρεώνει να παραιτηθούν. Ούτε ο ίδιος, όμως, μένει στο απυρόβλητο. Ελέγχεται για λανθασμένη κρίση στην αξιολόγηση των στελεχών του. Αυτό, βεβαίως, ισχύει όταν οι επιλογές ή οι παραλείψεις των προσώπων που κατέχουν θέσεις εξουσίας δεν παράγουν υπόνοιες για διάπραξη ποινικά κολάσιμων πράξεων. Τότε δεν αρκεί η απομάκρυνση του αποτυχημένου κυβερνητικού παράγοντα. Τον λόγο έχει η Δικαιοσύνη. Πρέπει να τον έχει.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: «Ακόμη και αν ο επικεφαλής μιας κυβέρνησης ή ενός υπουργείου είναι αμέτοχος, δεν θα έχει καμία συνέπεια ο ίδιος για τις ενέργειες όσων βρίσκονταν υπό την καθοδήγησή του; Πρέπει να περιμένουμε μέχρι τις εκλογές ελπίζοντας ότι οι πολίτες θα τον τιμωρήσουν με την ψήφο τους»;
Φαίνεται πως αυτή είναι η δεσπόζουσα άποψη στο πολιτικό προσωπικό της χώρας. Πίσω από τη φράση «αναλαμβάνω τις πολιτικές ευθύνες» έχουν κρυφτεί σχεδόν όλοι οι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης. Υποστήριζαν, μάλιστα, ότι ήταν μια γενναία πρωτοβουλία και μια ουσιαστική αυτοκριτική στάση με την οποία αναγνώριζαν τα λάθη τους. Ουδείς, όμως, προχώρησε στο απαραίτητο, κατά τη γνώμη μας, επόμενο βήμα, δηλαδή την παραίτηση. Θυσίασαν τον επίορκο ή αποτυχημένο συνεργάτη τους για να ικανοποιηθεί το περί δικαίου αίσθημα, ενώ οι ίδιοι «ξεπλύθηκαν» από τις αμαρτίες.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αναλάβει τις πολιτικές ευθύνες για το σκάνδαλο Κοσκωτά, χωρίς ωστόσο να αποχωρήσει από το προσκήνιο. Αντιθέτως, εκμεταλλευόμενος τις ανοησίες των αντιπάλων του κατάφερε να παρουσιαστεί ως θύμα συνωμοσίας και να επιστρέψει θριαμβευτής και με θηριώδη ποσοστά στην εξουσία το 1993.
Μ’ άλλα λόγια ο ελληνικός λαός τον επιβράβευσε ή για να κυριολεκτούμε, υιοθέτησε την αφήγησή του ότι υπήρξε στόχος ραδιουργιών των κομματικών αντιπάλων του.
Από τότε η δημόσια ζωή ταλαιπωρείται από σκάνδαλα, μεγαλύτερα και μικρότερα: Χρηματιστήριο, κουμπάροι, τοξικά ομόλογα, Βατοπέδι και άλλα.
Οι πρωθυπουργοί, άλλος καθαρά, άλλος με μισόλογα, ανέλαβαν τις πολιτικές ευθύνες. Έως εκεί, όμως. Παρέπεμψαν στις κάλπες προκειμένου να εκτιμήσει ο λαός πόσες και ποιές ευθύνες είχαν. Βολικό και, προδήλως, προσχηματικό. Αυτός, πάντως, είναι ο κανόνας που διέπει τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Πολιτικές ευθύνες για χειρισμούς μπορούν να καταλογίσουν και οι εξεταστικές ή προανακριτικές επιτροπές της Βουλής. Αλλά και σ’ αυτό το επίπεδο οι εγκαλούμενοι έχουν τη δυνατότητα να ξεφύγουν και να πέσουν στα μαλακά. Συνήθως, για να μην πούμε πάντα, αυτού του τύπου οι επιτροπές δεν καταλήγουν σε ομόφωνα πορίσματα. Κάθε κομματική ομάδα εκδίδει το δικό της πόρισμα. Έτσι, ο πολιτικός που κατηγορείται μπορεί να ισχυριστεί [και να πείσει] ότι οι ανταγωνιστές του κινήθηκαν με προφανείς σκοπιμότητες και ταπεινά ελατήρια για να τον εκθέσουν. Αν, όμως, η διερεύνηση των σχετικών υποθέσεων γινόταν από επιτροπές στελεχωμένες από δικαστές και ανεξάρτητες προσωπικότητες, τότε αναντίρρητα οι αποφάσεις τους θα είχαν κύρος και θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για τον εμπλεκόμενο να αποφύγει τις συνέπειες, έστω στο ηθικό επίπεδο.
Τα κόμματα, βεβαίως, αντιστέκονται. Για ευνόητους λόγους. Προτιμούν να κατηγορεί το ένα το άλλο, να δηλητηριάζουν την πολιτική ατμόσφαιρα με διαρροές, υπαινιγμούς, υποψίες, ακόμη και με εξόφθαλμα ανυπόστατες καταγγελίες, που ωστόσο δεν αγγίζουν τον πυρήνα του προβλήματος της διαφθοράς και της διαπλοκής, παρά να συγκροτήσουν θεσμούς που θα εκκαθαρίζουν τις υποθέσεις.
Via : www.aixmi.gr