του Παντελή Μπουκάλα
Ποταμηδόν τα λογοπαίγνια με το «Ποτάμι» του κ. Σταύρου Θεοδωράκη. Και καλύπτουν όλη την γκάμα – από την ειρωνεία έως την ενθουσιώδη βουτιά στα νέα νερά που υποδεικνύει ο δημοσιογράφος· στο ενδιάμεσο ο σκεπτικισμός, εξίσου νόμιμος με το δικαίωμα οποιουδήποτε να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει, να ονειρεύεται ό,τι θέλει και να εκτίθεται στη δημόσια κριτική. Χαριτωμένα ή όχι, τα λογοπαίγνια τυπώνονται, ακούγονται σε κανάλια και ραδιοσταθμούς και αναρτώνται στο Διαδίκτυο, προνομιακό χώρο για οτιδήποτε είναι ή φαίνεται ή λέει πως είναι αντισυμβατικό· πως πάει κόντρα στο ρεύμα. Ιδιαίτερη υπήρξε η προβολή, τουλάχιστον στην εκκίνηση, από το Μεγάλο Κανάλι όπου παρουσίαζε ώς τώρα τους «Πρωταγωνιστές» του ο κ. Θεοδωράκης, και στο οποίο «θα προσπαθήσει να επιστρέψει» αν η κάλπη δεν επιδοκιμάσει την πρωτοβουλία του· αν δηλαδή ο λαός δεν πειστεί ότι το «Ποτάμι» είναι ο Αλφειός και o Πηνειός των ημερών μας, διά της εκτροπής του οποίων θα επιτευχθεί η σαρωτική απομάκρυνση της (νοητής πλην οσμηρής) κόπρου του Αυγείου από την πολιτική σκηνή.
Γιατί, για να μοιραστώ κι εγώ το δικαίωμα στα λογοπαίγνια, για να γίνει κανείς Ηρακλής, δεν χρειάζεται μόνο τον Ιόλαο βοηθό, αλλά και τον λαό. Τον λαό που, ζυγίζοντας και ξαναζυγίζοντας πράγματα και αισθήματα, προτάσεις και αντιπροτάσεις, θα σε προτιμήσει τη βαριά στιγμή που είναι ή πρέπει να είναι η στιγμή προ της κάλπης, μετρώντας άλλα πράγματα και όχι το αν είσαι διάσημος ή αυθόρμητος, αν έχεις λέγειν κτλ. (αρκετοί εξακολουθούν να διαλέγουν με αυτά τα κριτήρια, αλλά μαζί τους δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τον κόσμο, το μόνο σίγουρο). Δεν θα σε διαλέξουν επίσης οι απαιτητικοί, δηλαδή όσοι εκτιμούν την ψήφο τους όσο ακριβώς της αξίζει, επειδή είσαι νέος ή νεάζεις. Σαν νέος αυτοπροσδιορίζεται άλλωστε ακόμα και ο μαχητής της αισθητικής και της υπεραστυνόμευσης κ. Αρης Σπηλιωτόπουλος, που ωστόσο τον γέρασαν πρόωρα οι εν εξουσία αποτυχίες· κι ύστερα όλος αυτός ο ανταγωνισμός νεοφιλίας των κομμάτων, που κατεβάζουν το όριο ηλικίας των υποψηφίων μήπως ανεβάσουν το όριο ανοχής των πολιτών, ενοχλεί όσους δεν συμφωνούν πως η νεότητα συνιστά από μόνη της πολιτικό πρόγραμμα. Θα σε διαλέξουν λοιπόν, αν όσον καιρό σε γνωρίζουν ως δημόσιο πρόσωπο, ως παραγωγό πολιτικής, κατόρθωσες να τους αποσπάσεις την εμπιστοσύνη· και αν, δεύτερον, έχεις ένα στοιχειώδες πρόγραμμα και δέκα ανθρώπους δίπλα σου (όχι υπό σου), επίσης εμπιστοσύνης.
Ο κ. Θεοδωράκης, που δεν έγινε τώρα πολιτικός αλλά πολιτευόταν όσο δημοσιογραφούσε, όπως όλοι μας, κατονόμασε τριάντα φίλους του με τους οποίους συζήτησε την ιδέα του. Ανάμεσά τους και δυο-τρεις δικοί μου φίλοι, και άλλοι που τους εκτιμώ μα δεν τους γνωρίζω· η αγάπη μου γι’ αυτούς και η εκτίμησή μου δεν αναιρεί το (αμοιβαίο) δικαίωμα κριτικής. Με την όλη παρουσία του στη συνέντευξη Τύπου και με την κατακλείδα του («Αν δεν πάμε καλά, θα φταίω εγώ. Η αποτυχία θα είναι δική μου, η επιτυχία όλων μας»), ο ιδρυτής του «Ποταμιού» έδειξε ότι επιφυλάσσει για τον εαυτό του τον ρόλο του προπονητή της ομάδας. Το επικύρωναν αυτό με τον τρόπο τους και οι τίτλοι άρθρων στο «Protagon.gr», Τρίτη 4 Μαρτίου: «Μπράβο Σταύρο κι ένα κρίμα». «Το σακίδιο του Σταύρου». «Πιο αυστηροί με τον Σταύρο». «Το πρόβλημα του Σταύρου». «Οι πιθανότητες του Σταύρου»… Ετσι όμως το «Ποτάμι» παραμένει μονοπρόσωπο ως προς την εικόνα του και μονοφωνικό ως προς την έκφρασή του. «Ο Σταύρος ζητάει τον σταυρό μας» – έτσι συνοψίστηκαν, λογοπαικτικά και πάλι, οι δύο «πρώτες» του νέου σχήματος (αν στέκει ο όρος σχήμα για κάτι αδιαμόρφωτο), η ανεπίσημη και η επίσημη. Το αδιαμόρφωτο και το ρευστό διεγείρουν το ενδιαφέρον ενός τμήματος του κοινού που του αρέσουν οι ίντριγκες, αδιαφορεί όμως για τη «βαρετή» πολιτική. Αλλά μπορεί ένα αντιπαλαιό ρεύμα να ενδιαφέρεται γι’ αυτήν την κοινωνική μερίδα;
Ο κ. Θεοδωράκης έπαιξε καλά το δυνατό του χαρτί: την αναγνωρισιμότητά του και τον συναδελφικό ή συντεχνιακό αυτοματισμό, τη μιντιακή αυτοαναφορικότητα σε άλλο ιδιόλεκτο. Δεν είναι μόνο το απροσδόκητο όνομα αυτό που προκάλεσε τη σωρεία των σχολίων. Είναι και η τάση ημών των δημοσιογράφων να ασχολιόμαστε με τις εξωδημοσιογραφικές δραστηριότητες συναδέλφων πολύ περισσότερο απ’ όσο αντιστοιχεί στην πραγματική τους σημασία. Το κάνουμε όταν κάποιος εκδίδει βιβλίο (το παρακάνουμε μάλιστα αν ο φιλόδοξος συγγραφεύς είναι μεγαλοστέλεχος καναλιού, οπότε με το ζόρι κρατιόμαστε να μην τον ανακηρύξουμε νέο Ελύτη)· όταν επιδίδεται στη ζωγραφική ή γράφει θεατρικά. Αλλά κι όταν πολιτεύεται. Πολύ περισσότερο αν πολιτεύεται ως αρχηγός κόμματος. Μάλιστα, ακόμα κι όταν η πρόθεσή μας είναι (επι)κριτική, λειτουργούμε σαν τροφοδότες της δημοσιότητας, σαν αναπαραγωγοί φήμης.
Το ερώτημα πάντως παραμένει: Αρκεί μια συνέντευξη Τύπου για να ιδρυθεί κόμμα, για να πιστέψει δηλαδή το ακροατήριό του ότι ναι, υπάρχει, κινείται, δρα; Αρκούν κάποια σήματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή μερικές χιλιάδες μηνύματα διά των οποίων δηλώνεται η βούληση στήριξης της πρωτοβουλίας, για να πιστέψεις ότι βούτηξες στα βαθιά της κοινωνίας; Οσοι αποδέχονται τον διεθνή νεοαστικό μύθο ότι όλες οι επαναστάσεις των τελευταίων ετών είναι γέννημα διαδικτυακό, θα συμφωνούσαν φυσικά ότι αρκεί μια συνέντευξη για να λάβει κοινωνική υπόσταση ένα όνομα-κόμμα. Η πείρα μας άλλωστε βεβαιώνει ότι αρκεί. Ετσι απέκτησε κόμμα (ή κίνημα ή ρεύμα ή…) ο κ. Λοβέρδος. Δι’ ανακοινώσεως. Ετσι και ο κ. Μόσιαλος. Το ’πε κι έγινε. Και η κ. Αρσένη λίγο παλαιότερα. Και ο κ. Νικολόπουλος. Και ο κ. Ζώης. Ομολογώ ότι ποτέ δεν είμαι σίγουρος για το όνομα όλων αυτών των κομμάτων, για το ποιο όνομα αντιστοιχεί σε ποιο κόμμα και σε ποιον αρχηγό· και πάντα σπεύδω στο Ιντερνετ.
Ναι, αλλά όλα αυτά είναι παλαιοκομματικά, της φθοράς, της σήψης, της ανακύκλωσης τριμμάτων και ματαιοδοξίας, την ώρα που υπάρχει η ανάγκη του διαφορετικού. Ετσι λέμε. Και έτσι είναι. Πόσο νεωτεροποιό είναι λοιπόν κάτι που εμφανίζεται με τον πεπαλαιωμένο τρόπο; Και πόσο καινοτόμος ο αρχηγισμός του «Ποταμιού», μια επικοινωνιακή μονοκρατορία λόγω της οποίας το όνομα του κ. Θεοδωράκη «θα είναι στον τίτλο του ψηφοδελτίου», όπως ο ίδιος είπε στους συνεργάτες του στο «Protagon» και όπως έγραψε εκεί ένας εξ αυτών, ο κ. Κώστας Γιαννακίδης; Θα είναι δηλαδή στο ψηφοδέλτιο όχι ως όνομα υποψηφίου αλλά ως στοιχείο ταυτότητας του κόμματος. Γίνεται όμως «ν’ αλλάξουμε συνήθειες» έτσι;
Via : www.kathimerini.gr