του Παντελή Μπουκάλα
Βρoχή οι έπαινοι για τη ΔΗΜΑΡ όσο μετείχε στην κυβέρνηση, δίνοντάς της την πολυτέλεια να εμφανίζεται σαν κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που ήταν. Σαν σχήμα δηλαδή με αγνές ναυαγοσωστικές προθέσεις και με εμβέλεια που υπερέβαινε το παραδοσιακό δικομματικό κατεστημένο. Ενώ δεν ήταν παρά μια εξαναγκαστική συμμαχία των δύο κατεξοχήν ενόχων για την κρίση, με μικρή διάθεση αντίστασης στη βούληση της τρόικας και με κορυφαίο στόχο την περίσωση του συστήματος πολιτικής και οικονομικής εξουσίας που ηγεμονεύει στη Μεταπολίτευση. Τότε λοιπόν η ΔΗΜΑΡ ήταν φρόνιμη, μετριοπαθής, υπεύθυνη, «στο ύψος των περιστάσεων», που ωστόσο άλλοι -και όχι αυτή- τις ρύθμιζαν. Ο δε πρόεδρός της παρουσιαζόταν από κομματικούς και μιντιακούς προύχοντες ως ο πολιτικός που του άξιζε ο τίτλος του Νέστορα. Και μετά τη βροχή των επαίνων, ο κατακλυσμός των ψόγων, των μομφών, της ειρωνικής απαξίωσης. Οσοι τιμούσαν μέχρι τότε τη ΔΗΜΑΡ, έγιναν τιμητές της. Οχι με πολιτική σκέψη και πολιτικούς όρους αλλά μνησίκακα και χαιρέκακα· μόνο και μόνο επειδή διατάραξε την υποτιθέμενη ισορροπία, επιστρέφοντας «στο κομμουνιστικό της παρελθόν». Γιατί; Επειδή αποχώρησε από την κυβέρνηση.
Ηταν άραγε σκέτο «προεδρικό πείσμα» η αποχώρηση αυτή, δίχως αντιστοιχία με τα πράγματα (δεσποτική δυαρχία Βενιζέλου – Σαμαρά, με τον κ. Κουβέλη σε παρακατιανό ρόλο), αλλά και με τα αισθήματα των μελών και φίλων της ΔΗΜΑΡ; Αν υποθέσουμε ότι το πιο συνηθισμένο στις δημοκρατίες είναι να κλείνουν μέσα σε μισή ώρα οι κρατικοί δίαυλοι, με στρατιωτικού τύπου ανακοινωθέντα, τότε ναι. Αν υποθέσουμε ότι για τους αριστερούς της ΔΗΜΑΡ ήταν γεγονός ασήμαντο οι επιστρατεύσεις απεργών, τότε ναι. Αν υποθέσουμε ότι «αγαθές συγκυβερνητικές σχέσεις» παναπεί ότι όχι απλώς δεν σε ρωτάω όταν αποφασίζω, αλλά και δεν δίνω σημασία στις ενστάσεις σου, τότε ναι. Τίποτα το παράδοξο σε όλα αυτά. Εκτός ίσως από την αθωότητα με την οποία ένα τμήμα της ΔΗΜΑΡ αποφάσισε να συμμετάσχει στην κυβερνητική σύμπραξη, θεωρώντας αγαθή προαίρεση και εθνική υπευθυνότητα τον κυνισμό των εταίρων της. Ενα άλλο τμήμα της πάντως επιθυμούσε απλώς -ανιδεολογικά- συμμετοχή στην εξουσία. Αυτό συνεχίζει ν’ ακούει επαίνους. Αλλά ας μην το δέσει κόμπο ότι δεν θα το ονειδίσουν και το ίδιο αύριο.
Via : www.kathimerini.gr