του Δημήτρη Χριστόπουλου *
Μόλις διάβασα την κριτική που άσκησε ο καθηγητής Ιστορίας του ΑΠΘ, Γ. Μαργαρίτης, στο έργο του Γερμανού ιστορικού Χ. Ρίχτερ 1. Ο Ελληνας ιστορικός τεκμηριώνει με σχετικά πειστικό, κατά την άποψή μου, τρόπο για ποιον λόγο το έργο του Γερμανού συναδέλφου του έχει σοβαρά προβλήματα που ουσιαστικά το οδηγούν σε μια σχετικοποίηση των ναζιστικών εγκλημάτων στην Ελλάδα της Κατοχής και σε μια λογική συμψηφισμού των ναζιστικών φρικαλεοτήτων με τις αγριότητες που διαπράχθηκαν και από την πλευρά της αντίστασης.
Σκέφτομαι ότι αν παρακολουθούσα ένα συνεδριακό debate μεταξύ Μαργαρίτη και Ρίχτερ, θα έπαιρνα το μέρος του πρώτου, παρά τις δεδομένες διαφωνίες μου. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας εδώ· και μάλιστα, όχι μόνο δεν είναι, αλλά θεωρώ κρίσιμο λάθος η κουβέντα να επικεντρωθεί σε αυτό το σημείο. Κι αυτό, επειδή υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά: η υπόθεση εργασίας –το ότι ο Ρίχτερ με τον Μαργαρίτη είναι σε ένα συνεδριακό πάνελ και διασταυρώνουν τα ξίφη τους– δεν ισχύει.
Ο πρώτος αντιμετωπίζει την ελληνική Δικαιοσύνη, ποινικά διωκόμενος για ένα βιβλίο του, ο δεύτερος επιχειρεί να αποδομήσει το αφηγηματικό νήμα του Ρίχτερ με αρκετά δίκαια, πλην όμως με ένα δραστικό μείον που τον ακυρώνει ολικά: κάνει σαν να ξεχνάει ότι ο Γερμανός συνάδελφός του δεν αντιδικεί μαζί του μέσα από τις στήλες ενός ιστορικού περιοδικού ή μιας επιφυλλίδας, αλλά αντιμετωπίζει τον ποινικό κολασμό για τις θέσεις του. Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν είναι αν έχει δίκιο σε όσα γράφει ο (εκάστοτε) Ρίχτερ. Το πρόβλημα είναι ότι διώκεται γι’ αυτά.
Ετσι είναι ο δημόσιος λόγος σε μια δημοκρατία: ανοιχτός σε δημόσια κριτική, αυστηρή, ακόμη και κακοπροαίρετη. Ενα πράγμα όμως η κριτική, η αντιπαράθεση, ακόμα και σκληρή, κι άλλο η λογοκρισία μέσω της Δικαιοσύνης ή της βίας.
Η ποινική δίωξη είναι ο προθάλαμος του κολασμού του ατόμου για τις απόψεις του και όχι απλώς η αποδοκιμασία των απόψεων αυτών, πρακτική απολύτως αποδεκτή σε μια δημοκρατική κοινωνία. Επομένως, όποιος επιθυμεί να κατακεραυνώσει τον Ρίχτερ για τα γραπτά του θα ήταν εντάξει, αν, εφόσον ασκούσε όση κριτική ήθελε στα επιχειρήματά του, συμπαρίστατο στον δικαστικό του αγώνα, παρά ταύτα. Ο Γ. Μαργαρίτης όμως δεν το έκανε κι αυτό καθιστά δομικά αντιδημοκρατική τη θέση του.
Διαβάζω, από την άλλη, σε κείμενα που γράφτηκαν προς υποστήριξη του Γερμανού ιστορικού ότι ο Ρίχτερ είναι -λέει- φιλέλληνας. Κι αυτό το θεωρώ προβληματικό. Δηλαδή, αν δεν ήταν φιλέλληνας και ήταν «ανθέλληνας», θα αποδεχόμασταν την ποινική του δίωξη; Αυτό θα ισοδυναμούσε με την παραδοχή ότι η έκφραση είναι ελεύθερη μόνο όταν είναι του εθνικού μας γούστου. Κόλαφος.
Στην Ελλάδα έχουμε σοβαρό πρόβλημα με μια σειρά ζητήματα στα οποία η ελεύθερη έκφραση υποχωρεί ενώπιον της στράτευσης στην εθνική ορθότητα. Το πρόβλημα γίνεται ανυπόφορο καθώς αγγίζει τα θεμέλια της δυνατότητάς μας να ανεχόμαστε ότι κάποιος μπορεί να λέει κάτι που να μας θυμώνει ή να μας προσβάλλει σε κάποια «εθνικά» θέματα, τα οποία διαρκώς διευρύνονται: από το μακεδονικό στις μειονότητες, τη γενοκτονία των Ποντίων και εσχάτως στη Μάχη της Κρήτης.
Γνωρίζω ότι πολλοί Κρητικοί συμπολίτες μας ειλικρινά προσβλήθηκαν από το έργο του Ρίχτερ. Είτε επειδή το διάβασαν είτε επειδή έτσι τους είπαν. Ωστόσο, το αν αυτά που γράφει είναι προσβλητικά ή απαράδεκτα απλώς δεν είναι θέμα δικαστηρίου. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους όσοι ενοχλούνται για διάφορα πράγματα που λέγονται ή γίνονται στον δημόσιο χώρο.
Οι άνθρωποι σε μια δημοκρατία δεν μπορούν να αξιώνουν να κλείσουν φυλακή όποιον λέει κάτι που θεωρούν πως προσβάλλει την ιστορία τους ή τη μνήμη των προγόνων τους. Τόσο απλά. Διότι τότε, δεν μιλάμε για δημοκρατία, αλλά για ολοκληρωτισμό.
Δυστυχώς, τα παραπάνω μου φαίνονται τόσο αυτονόητα που ειλικρινά λυπούμαι που αναγκάζομαι να τα γράφω το 2015 στην Ελλάδα. Εκνευρίζομαι όμως επίσης γιατί κάποιοι σεσημασμένοι πατριδοκάπηλοι της μεταπολίτευσης χτίζουν το πολιτικό προφίλ της νέας εθνικοφροσύνης τους πάνω στη σακατεμένη ελευθερία της έκφρασης στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα. Λυπάμαι πάλι, διότι αυτοί οι άνθρωποι μας κυβερνούν κιόλας. Με την Αριστερά. Δηλαδή, δεν λυπάμαι γι’ αυτούς, ούτε καν για τον Ρίχτερ.
Για μας λυπάμαι.
Υστερόγραφο προς τον υπουργό Δικαιοσύνης:
Αγαπητέ Νίκο,
η υπόθεση Ρίχτερ είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία προκειμένου στο ερχόμενο νομοθέτημα του υπουργείου Δικαιοσύνης που άμεσα συζητείται στη Βουλή να περιληφθεί, επιτέλους, διάταξη που καταργεί το άρθρο 2 του Ν. 927/1979, όπως κάκιστα τροποποιήθηκε το 2014 στο πλαίσιο του λεγόμενου «αντιρατσιστικού» νόμου. Ετσι τουλάχιστον, στην έννομη τάξη της χώρας μας δεν θα βρίσκει έρεισμα η περιφρούρηση της επιστημονικής εγκυρότητας με ποινικές διώξεις, όπως έγκυρα επισήμανε η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Αν όχι, τα επικίνδυνα Ρίχτερ του ολοκληρωτισμού θα συνεχίζονται και, στο τέλος, θα μας γκρεμίσουν.
*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου