untitled

η πρόταση του ιστορικού  συμβιβασμού δεν ήταν μια συνέπεια του πραξικοπήματος

του FRANCESCO  GIASI*

(Μετάφραση, Στάθη Λουκά)

Μερικούς μήνες πριν το πραξικόπημα στη Χιλή, ο  Μπερλινγκουέρ είχε ήδη παρουσιάσει τον πυρήνα της στρατηγικής του «ΙΣΟΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ». Στην Κεντρική  Επιτροπή, τον Φλεβάρη 1973,  είχε μιλήσει για «ένα πρόγραμμα   εθνικής ανανέωσης και εξυγίανσης»  που προϋπέθετε «τη συνεργασία όλων των δημοκρατικών δυνάμεων και πριν απ’ όλα των τριών μεγάλων συνιστωσών  του ιταλικού λαϊκού κινήματος, δηλαδή την κομουνιστική, τη σοσιαλιστική και την καθολική». Η πρόταση του «ιστορικού συμβιβασμού» δεν γεννήθηκε λοιπόν από το σοκ  που προκλήθηκε από το χιλιανό πραξικόπημα: θα ήταν περιοριστικό  οι Riflessioni sullItalia (Περισκέψεις για την Ιταλία) μετά τα χιλιανά γεγονότα (που δημοσιεύτηκαν στην Rinascita  σεπτέμβρη- οκτώβρη 1973), να θεωρηθούν σαν απάντηση στην τραγική πτώση της δημοκρατικής κυβέρνησης  που είχε επικεφαλής τον Αλλιέντε.

Μπορεί να ειπωθεί, μάλιστα, ότι η επεξεργασία του «ιστορικού συμβιβασμού» άρχισε όταν ο Μπερλινγκουέρ εκλέχθηκε  γραμματέας του ΙΚΚ, όπως συμπεραίνετε  από το διάβασμα της εισήγησής του στο ΧΙΙΙ (13ο) Συνέδριο, που έγινε στη Μπολόνια τον Μάρτη του 1972 και που αμέσως  τράβηξε την προσοχή ενός μέρους της κομμουνιστικής ηγετικής ομάδας.

Τα γεγονότα της Χιλής συνέβαλαν βέβαια με αποφασιστικό τρόπο στο να προσδιοριστεί εκείνη η πρόταση, που διατάραξε το ιταλικό πολιτικό πλαίσιο: οι  επιπτώσεις του χιλιανού πραξικοπήματος υπήρξαν βέβαια πιο έντονες στην Ιταλία   παρά αλλού. Εδώ  και μερικά χρόνια, η Χώρα συνταράσσονταν από τη «στρατηγική της έντασης» και η ιταλική Δημοκρατία  ποτέ δεν είχε φανεί να  έχει ανοσία σε αυταρχικές λύσεις.  Οι ανησυχίες που προκλήθηκαν από το χιλιανό πραξικόπημα ήταν λοιπόν περισσότερο από βάσιμες  και οι αναλογίες μεταξύ των δύο χωρών  ήταν πολύ εμφανείς.  Παρ’ όλα αυτά, είναι ανάγκη να υποβαθμίσουμε το συγκυριακό χαρακτήρα των Riflessioni για να εκτιμήσουμε πλήρως τη σημασία τους.

Αν ήταν μόνο μια απάντηση  για την αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου  (στην Ευρώπη και εκτός αυτής), η πρόταση αυτή θα είχε χάσει γρήγορα μεγάλο μέρος από τη δύναμή της μετά την κατά σειρά πτώση των καθεστώτων στην Πορτογαλλία, Ελλάδα και Ισπανία, το 1974-1976, εμφανής διάψευση  των προβλέψεων για τον κίνδυνο επικράτησης φασισμού.

Η πρόταση είχε σαν αφετηρία, αντίθετα,  εκτιμήσεις συνδεδεμένες με τη μακρόχρονη ιταλική ιστορία. Στο βάθος υπήρχε μια απαισιόδοξη θεώρηση της όλης ιστορίας της Ιταλίας, που  ήταν σημαδεμένη από το εύθραυστο των δημοκρατικών θεσμών της και από τη συνεχή πίεση που εξασκούνταν από τις συντηρητικές ομάδες συμφερόντων. Η προάσπιση της δημοκρατίας  ενάντια στην επιθετικότητα  των συντηρητικών δυνάμεων, που ήταν πάντοτε ικανές  να πραγματοποιούν πλατειές συμμαχίες τις στιγμές των αλλαγών, είναι ένα από τα θέματα που προκύπτουν περιοδικά στη συνολική περίσκεψη του Μπερλινγκουέρ. Η καινοτομία της πρότασης ευρίσκεται  όμως στο διττό αντικειμενικό σκοπό που έθετε στη δημοκρατική παράταξη: η «δημοκρατική εναλλαγή» χρησιμεύει πράγματι   όχι μόνον για τη δημιουργία μιας ανοσίας στις αυταρχικές λύσεις, αλλά για να αρχίσει μια καινούργια πορεία των λαϊκών δυνάμεων, με στόχο τον μετασχηματισμό της Ιταλίας.

Η πρόταση του Μπερλινγκουέρ υπήρξε λοιπόν  ριζοσπαστική γιατί στόχευσε να αποδιαρθρώσει την ισορροπία που παρήγαγε τον φασιστικό κίνδυνο και είχε προκαλέσει την ανεπανόρθωτη απομόνωση του ΙΚΚ. Η ισορροπία  που έπρεπε να σπάσει ήταν εκείνη του ψυχρού πολέμου, που έκανε να διαρκεί στο χρόνο,  όχι μόνον στην Ιταλία, η σύγκληση μεταξύ του πολιτικού κέντρου και των συντηρητικών δυνάμεων. Γι αυτό δεν μπορεί να γίνει ο ιστορικός συμβιβασμός χωρίς να αναφερθούμε στην ευρωκομμουνιστική προοπτική, που διατυπώθηκε μετά από λίγο καιρό. Η επανατοποθέτηση του ΙΚΚ σε σχέση με τη Μόσχα   και τον διεθνή κομουνισμό ήταν νοητή μέσα σε ορισμένα όρια (με τους όρους που είχαν επιμέρους προκύψει  το 1968  με τις θέσεις για την υπεράσπιση της άνοιξης της Πράγας), αλλά ήταν ένας τρόπος για να ξεπερασθεί η λογική του ψυχρού πολέμου. Όπως και να εκτιμηθεί, πάντως,   η πρόταση του ευρωκομουνισμού υπήρξε  σίγουρα  η πιο συγκεκριμένη προσπάθεια  για την απόκτηση αυτονομίας σε σχέση με τη Μόσχα  και για το ξεκίνημα του διαλόγου με τα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα.

Υπήρξε,  κατά συνέπεια,  μια πρόταση βαθειά ανανεωτική είτε σε σχέση με τη διεθνή τάξη πραγμάτων είτε σε σχέση με το ακίνητο ιταλικό πολιτικό πλαίσιο που είχε εδραιωθεί  αμέσως μετά τον Απρίλη του 1948. Όσο για το «καθολικό θέμα» (και το θέμα του Βατικανού) και για την ιδιάζουσα  φύση των λαϊκών δυνάμεων  στην Ιταλία, ο Μπερλινγκουέρ επικαιροποιεί  την ιταλική κομουνιστική παράδοση, που το είχε κάμει το θέμα που περιοδικά παρουσιάζονταν  στην περίσκεψη (και δεν είχε αποσιωπηθεί ούτε στα χρόνια του Φασισμού), και που είχε γίνει κεντρικό στη σκέψη του Τολιάττι με τη στροφή του Σαλέρνο και  που είχε αναθεωρηθεί υπό το φως των Τετραδίων του Γκράμσι (Quaderni di Gramsci).

Tο παράδειγμα που προσέφεραν  οι συμμαχικές αντιφασιστικές κυβερνήσεις του 1944-1947 επικαλέσθηκε ρητά από τον Μπερλινγκουέρ, που έμενε πεπεισμένος ότι μόνον η προάσπιση του συστήματος των κομμάτων που γεννήθηκαν με την αντίσταση μπορούσε να επιτύχει  μια ενίσχυση της δημοκρατίας και μια βαθειά ανανέωση της ιταλικής κοινωνίας. Προφανώς δεν ήταν δυνατή μια  επιστροφή στην εποχή που είχε οδηγήσει στο θαυματουργό συνταγματικό συμβιβασμό. Η στρατηγική του Μπερλινγκουέρ βασιζόταν όμως στις αλλαγές που είχαν εντωμεταξύ πραγματοποιηθεί  τα τελευταία χρόνια, και δεν ήταν ανέφικτη γιατί διέθετε ήδη ένα συνομιλητή: ο Μόρο ήταν άλλο τόσο πεπεισμένος για το εύθραυστο της ιταλικής δημοκρατίας  και της αναγκαιότητας να εμποδιστεί  μια συγκόλληση μεταξύ των συντηρητικών δυνάμεων και  των πολιτικών δυνάμεων του κέντρου . Όπως ο Μπερλινγκουέρ, ο Μόρο  πίστευε ότι οι προοδευτικές και οι δημοκρατικές δυνάμεις,  που προέκυψαν ξεκινώντας από το 1968, έπρεπε να αξιοποιηθούν στο συνταγματικό πλαίσιο και ότι έπρεπε να χρησιμοποιηθούν αυτές οι δυνάμεις για να ξεκινήσει μια καινούργια δημοκρατική εποχή. Το δημοψήφισμα για το διαζύγιο, τον Μάη του 1974, και εκείνη η αναμέτρηση με τον καθολικό κόσμο, υπήρξε μια μορφή δοκιμής της φωτιάς, που έδωσε σφρίγος και αξιοπιστία στην πρόταση του Μπερλινγκουέρ.

(εφημερίδα Unità 11-09- 2013: Από το ένθετο «40 ANNI DOPO. I fatti del Cile e Berlinguer .» )

*Υποδιευθυντής του ISTITUTO GRAMSCI