του Σταύρου Καπάκου
H κρίση πολιτικής εκπροσώπησης είναι ακόμη υπαρκτή στη χώρα μας, παρά τη δυναμική εισβολή του ΣΥΡΙΖΑ, κατά ένα μέρος δυστυχώς και της νεοναζιστικής Ακροδεξιάς, στο πολιτικό προσκήνιο. Δεν είναι τυχαίο που σε όλες σχεδόν τις μετρήσεις της κοινής γνώμης ο «κανένας» προηγείται σταθερά σε πολλά ποιοτικά στοιχεία. Στην πραγματικότητα τα πάντα είναι ανοικτά ως προς το εκλογικό αποτέλεσμα μιας ενδεχόμενης αναμέτρησης. Βασικός λόγος αυτής της πολιτικής ρευστότητας είναι η κρίση που ταλανίζει το ΠΑΣΟΚ, τον κατ’ εξοχήν πολιτικό φορέα που ενοποίησε και εξέφρασε πολιτικά τους εργαζόμενους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, τα μεσοστρώματα της εργασίας και της επιχειρηματικότητας.
Μεγάλο μέρος αυτών των στρωμάτων, που αποτέλεσαν και τη ραχοκοκαλιά της πολιτικής νομιμοποίησης, βρήκε διέξοδο στον ΣΥΡΙΖΑ και ένα μικρότερο στη ΔΗΜ.ΑΡ. Όμως ένα επίσης μεγάλο μέρος αυτών των δυνάμεων παραμένει δύσπιστο, όχι μόνο γιατί δεν εμπιστεύεται τον ΣΥΡΙΖΑ ως εναλλακτική προοπτική εξουσίας, αλλά και γιατί παραμένει κατά βάση προσηλωμένο στις αξίες της Κεντροαριστεράς επειδή θεωρεί την προοπτική αυτή διακριτή από τον ΣΥΡΙΖΑ. Όσοι δεν έχουν μελετήσει βαθιά την πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά των μεσοστρωμάτων, αλλά και την ιστορικότητα των πολιτικών ρευμάτων, καταφεύγουν σε εύκολες προσεγγίσεις περί κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ ή της Ν.Δ στα στρώματα αυτά.
Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά. Τα περιθώρια περαιτέρω συρρίκνωσης της πολιτικής εκπροσώπησης των κεντροαριστερών κομμάτων δεν είναι μεγάλα. Κι αυτό παρά την πολυδιάσπασή τους, τον εγκλωβισμό τους στις μνημονιακές πολιτικές και στη στρατηγική Σαμαρά, που δεν τους επιτρέπουν να δώσουν αξιόπιστες απαντήσεις στην κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που διαπερνά εντονότερα τα μεσοστρώματα.
Από ορισμένους θεωρείται ότι η κρίση και η αδυναμία κοινωνικής ανόδου θα οδηγήσει τα στρώματα αυτά στην ιστορική Αριστερά. Η εκτίμηση αυτή έχει κάποια βάση, αν και προϋποθέτει σημαντικές αναθεμελιώσεις στην ίδια την ιστορική Αριστερά. Η τάση αυτή καταγράφηκε ήδη στις εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά δεν είναι καθόλου δεδομένο πως θα συνεχιστεί με την ίδια ένταση. Αν δεν υπήρχαν τα τρία βαρίδια, δηλαδή η ευθύνη για τις μνημονιακές πολιτικές, η πρόσδεση στον Σαμαρά και η πολυδιάσπαση, η αντιστροφή της τάσης αυτής θα είχε ξεκινήσει. Ακριβώς, όμως, επειδή υπάρχουν αυτά τα βαρίδια η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης παραμένει υπαρκτή και ταλανίζει κυρίως τους πολιτικούς φορείς της λεγόμενης Κεντροαριστεράς.
Επομένως, αν η Κεντροαριστερά θέλει να παίξει έναν ρόλο ως αυτόνομος πολιτικός πόλος, οφείλει πρώτα από όλα να ξαναγίνει Κεντροαριστερά, δηλαδή να απαλλαγεί από τα βαρίδια που τη δυναστεύουν αναθεμελιώνοντας τόσο την πολιτική της στρατηγική όσο και τις κοινωνικές και πολιτικές της συμμαχίες.
Via : www.avgi.gr