taftotita

του Νίκου Ξυδάκη

Έχουμε κουραστεί να μετράμε απώλειες. Τέσσερα χρόνια τώρα. Απώλειες υλικές, κοινωνικές, πολιτικές. Η ύστατη και ίσως σημαντικότερη απώλεια με την οποία απειλούμαστε είναι η απώλεια ταυτότητας. Οχι ότι θα τη χάσουμε και είμαστε το τίποτε, αλλά υπό την έννοια ότι τα σοκ των μεταβολών ήταν και είναι τόσο πολλά, οι μετασχηματισμοί τόσο απότομοι και βίαιοι, που δεν ξέρουμε πια πού στεκόμαστε, πού πατάμε, ποιοι είμαστε μέσα στη δίνη.

Από τις πρώτες μέρες της αναγγελίας της χρεοκοπίας και της επιβολής των Μνημονίων, οι Ελληνες βίωσαν μια καταιγίδα δημοσιότητας, σχετική με τον χαρακτήρα τους, με αυτή τη συχνά ισοπεδωτική γενίκευση που αφορά τον εθνικό χαρακτήρα, τα χαρακτηριστικά ενός εθνικού συνόλου. Τα εντυπωσιοθηρικά ιδίως μίντια της Βορείου Ευρώπης ανέσυραν πλήθος στερεοτύπων για τον συνοπτικό ανθρωπότυπο του πονηρού, οκνηρού, απείθαρχου, ηδονιστή Ελληνα. Από κοντά, και εγχώριοι θυμόσοφοι.

Το παράδοξο είναι ότι πολλοί Ελληνες συμμερίζονται αυτήν τη στερεοτυπική περιγραφή τους, για διάφορους λόγους: ίσως επειδή ενσωματώνουν μια ραγιάδικη στάση ζωής, ισχυρό κατάλοιπο υποτελούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας· ίσως επειδή βαυκαλίζονται ότι με την πονηριά ξεγελούν τον κουτόφραγκο· ίσως επειδή νιώθουν διαρκώς σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι ενός εξιδανικευμένου, μυθικού Ευρωπαίου ανθρώπου. Πολλά ίσως. Και μια βεβαιότητα: η πλημμύρα και η ένταση της προπαγάνδας για τον ένοχο Ελληνα ήταν τέτοιες που ακόμη και οι μη στερεοτυπικά κομπλεξικοί λύγισαν, υπέκυψαν, έφτασαν ώς τις εσχατιές της μειονεξίας, της αυτοενοχοποίησης, της αυτοϋποτίμησης· εντέλει της αποπροσωποίησης. Με αυτήν την έννοια μιλάμε για απώλεια, για ράγισμα ταυτότητας.

Στο ζενίθ της κρίσης, μετά τέσσερα σχεδόν χρόνια αβεβαιότητας και πόνων, μετά αλλεπάλληλες απώλειες, μέγα πλήθος Ελλήνων στέκεται βουβό, μουδιασμένο, με παγωμένη την ψυχή και το μυαλό. Δεν είναι ακριβώς ήττα, αλλά είναι ασφαλώς μια ορισμένη ηττοπάθεια. Εχουν δοθεί μάχες, αλλά όλες σχεδόν έχουν χαθεί στο συλλογικό πεδίο. Ολες οι μάχες ήταν αμυντικές και όλες ήταν στατικές, σε χαρακώματα και απαρχαιωμένες γραμμές Μαζινό. Εδώ και καιρό πια, ο αγώνας μεταφέρθηκε στο ατομικό πεδίο, στο πεδίο της επιβίωσης, με κυρίαρχες τις πρωταρχικές ενορμήσεις, το ένστικτο αυτοσυντήρησης.

Και στα δύο πεδία, συλλογικό και ατομικό, επικρατούν ο φόβος, η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, η σύγχυση, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, η απαισιοδοξία. Αλλά και η οργή, το μίσος, η μνησικακία, η μοχθηρία. Στο συλλογικό πεδίο αυτά τα αισθήματα, αυτές οι στάσεις εκφράζονται με διασταυρούμενα πυρά ασυνεννοησίας, με ιδεοληπτικές καθηλώσεις ασύμπτωτες, με πηχτή κακία, με διαρκώς εντεινόμενη δυσπιστία προς το κράτος, τους θεσμούς, το πολιτικό σύστημα. Με ένα διχασμό να σιγοβράζει· διχασμό, ωστόσο, που δεν έχει σαφείς πόλους, με διακριτά ιδεολογικά περιγράμματα. Η πολλαπλώς και ατυπικά εκδηλούμενη σύγκρουση δεν μορφοποιείται ακόμη πολιτικά, πλην όμως μπορούμε να διακρίνουμε ευκρινώς πλέον το υλικό της υπόστρωμα: την αναδιανομή πλούτου και τον ανασχηματισμό τάξεων.

Η πολύμορφη μεσαία τάξη, με τις ποικίλες διαστρωματώσεις στο εσωτερικό της, οικονομικές, ιδεολογικές, ανθρωπολογικές, καθώς διαρρηγνύεται βιαίως από την κρίση, σκορπίζεται στα θραύσματά της και σκορπίζει μαζικά δυσφορία, ανοικειότητα, αποξένωση, φόβο. Στο μέτρο που, τις τελευταίες αρκετές δεκαετίες, η μεσαία τάξη καθόριζε τη συλλογική ψυχή και τη γενική διάνοια, η παρούσα θραύση της καθορίζει το νέο habitus: ένα παγωμένο ρευστό φόβου, καχυποψίας, έχθρας. Αυτά τα υλικά είναι τα πρωτεύοντα περιεχόμενα μες στην υδραργυρική ταυτότητα των ανθρώπων της κρίσης. Και αυτά τα ψυχοτοξικά υλικά οδηγούν στην αδράνεια, το μούδιασμα, το πάγωμα του νου· σε μια δομική απαισιοδοξία, ότι όλα μπορούν να πάνε και χειρότερα, σε μια ενδιάθετη ηττοπάθεια και μοιρολατρία, ότι ο άνθρωπος δεν είναι κύριος της μοίρας του, ανώτερες δυνάμεις την ορίζουν. Από τη μια, η τρόικα, οι δανειστές, οι ξένοι: το έξω κακό. Από την άλλη, οι ανάξιοι ή αδύναμοι κυβερνήτες, το πολιτικό σύστημα, το ριζικό της φυλής: το έσω κακό. Η οψέποτε σωτηρία δεν θα έρθει από έξω ή από έσω, αλλά εκ των άνω, μ’ ένα θαύμα, έναν Μεσσία. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε.

Η ανάγνωσή μας είναι ασφαλώς μερική και στατική· οι άνθρωποι και οι κοινωνίες κινούνται δυναμικά και μη γραμμικά. Ο,τι διαβλέπουμε σήμερα ως ηττοπάθεια, αύριο ίσως αναδυθεί ως αναγεννητική ορμή. Αλλά ας δούμε τουλάχιστον πώς είμαστε, ποιοι είμαστε, εδώ και τώρα.

Via : www.kathimerini.gr