του Στάθη Λουκά
Γύρω από τα δικαιώματα της εργασίας παίζεται μια ουσιαστική και βασική παρτίδα όχι μόνο για την Αριστερά αλλά και για τη δημοκρατική ανέλιξη της χώρας
Το τέλος των «τριάντα χρυσών» χρόνων (1945-1975) έφερε στην επιφάνεια: την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου, την απαρχή της παγκοσμιοποίησης και υποβάθμισης του ρόλου της εργασίας, την οικολογική αντίθεση και το πεπερασμένο των ενεργειακών και άλλων πλουτοπαραγωγικών πηγών, τη σεξική διαφορετικότητα, τις μειονότητες κ.λπ. Και, το πιο σημαντικό, αφαίρεσε διαπραγματευτική δύναμη από τις μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Και κυρίως γιατί τινάχθηκαν στον αέρα οι τρεις «ενότητες», επάνω στις οποίες βασιζόταν η επιτυχία του συνδικάτου: κομματιαστήκανε, δηλαδή, η «ενότητα του αφεντικού», η «ενότητα της σκεπής» και η «ενότητα των συνθηκών εργασίας» (F. Bertinotti) (στη χώρα μας η άνοδος και κρίσης παρουσιάζεται με διαφορά φάσης και υστέρηση).
Αποδυναμώθηκαν τα δύο βασικά υποκείμενα που μ’ αυτά η Αριστερά -μέχρι τότε και τώρα- μπορούσε να οργανώσει την πολιτική της: το Εθνικό Κράτος και το ταξικό Συνδικάτο (G. Ruffolo).
Αφήσαμε πίσω, στην Ευρώπη, τον «αιώνα της εργασίας», από τη σκοπιά της κατάκτησης των δικαιωμάτων και του ρόλου των εργαζομένων στην επέκταση και στη στερέωση των δημοκρατικών δομών. Δικαιώματα και ρόλοι που αποτέλεσαν τη «βάση της πολιτικής δημοκρατίας». «Όλες οι σύγχρονες δημοκρατίες βασίζονται στην εργασία, ακόμα και αν δεν το γράφουν στο Σύνταγμά τους» (Nadia Urbinati).
H ένταση της κρίσης βάζει σε παρένθεση τα δικαιώματα. Και φθάνουμε στον γόρδιο δεσμό της Δημοκρατίας. Γιατί η παγκοσμιοποίηση, η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου και ο τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης διαβρώνει από δύο διαφορετικές κατευθύνσεις τις βάσεις της Δημοκρατίας:
α. Με την παρέμβαση υπερεθνικών οργανισμών που δεν λειτουργούν στο πλαίσιο ή υπό τον έλεγχο κανενός δήμου.
β. Με την απώλεια της εργασίας «εργασία που δίνει, όχι μόνον την υλική ζωή, αλλά και την υπαρξιακή υπόσταση, λόγω του εκ των πραγμάτων πολιτικού ρόλου του ανθρώπου που εργάζεται» (Mario Tronti). Η εργασία σαν δημιουργικό υπόβαθρο της Δημοκρατίας. Μια απώλεια που σηματοδοτεί την απώλεια της υλικής ελευθερίας, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικά και η πολιτική ελευθερία.
Η εργασία έχει διαχωριστεί, έχει κομματιαστεί, έχει αυτοματοποιηθεί, έχει διασκορπιστεί σε ηπείρους και χώρες (με ελάχιστα εργατικά δικαιώματα), ενώ τα κέντρα της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής διοίκησης έχει συγκεντροποιηθεί και αρνούνται ακόμα και τον ρόλο της συνδικαλιστικής διαπραγμάτευσης. Σε παγκόσμιο επίπεδο η εργασία δεν ήταν ποτέ τόσο σημαντική όσο σήμερα για τη ζωή των ανθρώπων, βάση και αναγκαία συνθήκη για να τους αποδώσει πλήρη δικαιώματα πολίτη: και επάνω απ’ όλα γιατί έχει αυξηθεί σημαντικά στον κόσμο, γίνεται εκ των πραγμάτων, σε βαθμό που δεν έχει προηγούμενο, βασικό στοιχείο της κοινωνίας, δημιουργικό στοιχείο της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας των ατόμων, ξεκινώντας από τις γυναίκες, και θεμέλιο της Δημοκρατίας.
Στην τωρινή φάση, όμως, βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα παλιννόστησης της παγκοσμιοποίησης στις χώρες προέλευσης και έχοντας σαν «διαιτησία ρύθμισης δικαιωμάτων» τη χώρα ή τις χώρες από τις οποίες επιστρέφουν, απαιτούν, όπου δυνατόν, όχι μόνον τη μείωση των αμοιβών (για τον Δυτικοευρωπαίο είναι μικρότερες σε σχέση με τις αρχές του ’90), αλλά και μείωση των δικαιωμάτων. Ενδεικτικά, παρόμοια γεγονότα στο παραγωγικό σύστημα της Β. Ελλάδας. Σε παρόμοια κατεύθυνση κινούνται και οι απαιτήσεις της τρόικας.
Βρισκόμαστε μάρτυρες δύο αλληλένδετων γεγονότων: πρώτον, την απαξίωση της εργασίας και δεύτερον, την καινούργια φτώχεια. Δύο καταστάσεις που κατακερματίζουν τη βασική σχέση για τη Δημοκρατία, που είναι εκείνη μεταξύ εργασίας και δικαιωμάτων. Η επισφαλής, προσωρινή και αβέβαιη εργασία, η υποβάθμισή της, εμπεριέχουν συνήθως την προοπτική και την πραγματικότητα της φτώχειας, η απειλή της οποίας οδηγεί σε μια διάχυτη αποδοχή της εργασίας χωρίς δικαιώματα.
Η ανάγκη ή ο φόβος της φτώχειας σπρώχνει στη συναλλαγή μεταξύ εξασφάλισης ενός μικρού εισοδήματος για την επιβίωση και παραίτηση / αποποίηση των δικαιωμάτων που συνδέονται με την εργασία. (Όρα σήμερα. Εκατοντάδες χιλιάδες συμβάσεις, ατομικής, μερικής κ.λπ. απασχόληση).
Αυτή η αποποίηση των δικαιωμάτων μας επιστρέφει -σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας- στο παρελθόν στο 1800, σε μια προδημοκρατική εποχή, θα λέγαμε: όπου η εργασία ήταν ιδρώτας και αίμα, που ανταμειβόταν ελάχιστα, στο επίπεδο της επιβίωσης.
Η πολιτική συζήτηση φέρεται να μην κατανοεί τη σοβαρότητα της έκτακτης κατάστασης. Και διατρέχουμε τον κίνδυνο η συζήτηση για τη δημιουργία και διατήρηση θέσεων εργασίας στη χώρα μας να γίνει από τη σκοπιά της αριθμητικής αντίληψης «του μηδενικού αθροίσματος» (CGIL) μεταξύ απασχόλησης και δικαιωμάτων.
Το γεγονός αυτό είναι συνέπεια της ρήξης στη σχέση μεταξύ πολιτικής υποκειμενικότητας και εργασίας, που είναι ένα από τα κομβικά σημεία της κρίσης της ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Η εικοσαετία που πέρασε, με την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, οδήγησε στην αρπαγή των δικαιωμάτων της εργασίας: η εργασία κατάντησε πάλι εμπόρευμα και ένας αιώνας αποεμπορευματοποίησης χάθηκε από την Ιστορία της Ευρώπης.
Δεν πρέπει να μας ξεφεύγει από την προσοχή ότι εκείνο που δίνει δύναμη στα συγκεντρωμένα συμφέροντα «των αφεντικών» -και ιδίως των χρηματιστηριακών- είναι η ικανότητα και η αποτελεσματικότητα του Πρωτέα καπιταλισμού να δημιουργεί πλούτο και σχετική ευημερία και πολλές φορές για ολίγους. Όμως εκείνο που δίνει δύναμη στα συμφέροντα που είναι διάχυτα, δηλαδή των εργαζομένων (ατόμων που εργάζονται, σκέπτονται, δημιουργούν, επιχειρούν), είναι η εργασία: η κοινωνική και οικονομική αξία της εργασίας.
Γύρω από τα δικαιώματα της εργασίας παίζεται μια ουσιαστική και βασική παρτίδα όχι μόνο για την Αριστερά, αλλά και για τη δημοκρατική ανέλιξη της χώρας.
Πριν από κάθε άλλο η Αριστερά πρέπει να βάλει στο κέντρο της πολιτικής της την εργασία, γιατί διαφορετικά η κοινωνική της βάση διασκορπίζεται από τη ροή των πραγμάτων, η θεώρησή της γίνεται ξεπερασμένη. Εάν η εργασία έχει υποβαθμιστεί οικονομικά και έχει αποδυναμώσει η συνεκτική της κοινωνική δύναμη, αυτό οφείλεται και σε λάθη της Αριστεράς. Η επαναδόμηση της κοινωνικής αξίας της εργασίας και του δημοκρατικού της ρόλου πρέπει από τη μια μεριά να γίνει με πολιτική και πολιτισμική διεργασία, που να αναβαθμίζει την αξιοπρέπειά της, τον κοινωνικό της ρόλο και την κεντρικότητά της στην πολιτική διαπάλη. Και από την άλλη μεριά πρέπει να γίνει με την αναβάθμιση του οικονομικού της ρόλου.
Μέχρι τώρα στον κατακερματισμένο και πολύμορφο χώρο της εργασίας οι προνομιούχοι συζητητές της Αριστεράς ήταν ένα συγκεκριμένο κομμάτι εργαζομένων: αυτό που απομένει από την παλιά φορντική / ταιηλορίστικη εργασία, κύρια στον δημόσιο τομέα. Η προνομιακή σχέση με αυτό το κομμάτι μπορεί να γίνει εμπόδιο στη διαδικασία δημιουργίας σχέσεων με τα στρώματα του κόσμου της εργασίας που είναι στο περιθώριο και υφίστανται την πιο άγρια εκμετάλλευση.
Πρόκειται για μια επίπονη προσπάθεια, που από τη μια μεριά θα αντικρούει με ένταση τις συντεχνιακές παραμορφώσεις και από την άλλη θα προσπαθεί να δημιουργήσει μια νέα σχέση με τον κόσμο της εργασίας και να συμβάλει στην εξυγίανση του συνδικάτου.
Ζήσαμε σε μια εποχή που η εργασία δεν ήταν προσφιλής χώρος της πολιτικής αντιπαράθεσης γι’ αυτήν εδώ την Αριστερά. Και έτσι βάζουμε σε αμφισβήτηση τον ρόλο και την αποστολή της Αριστεράς, που δεν είχε πια στην εργασία τον βασικό χώρο δόμησής της, τόσο από πρακτική όσο και από θεωρητική σκοπιά.
Είναι ανάγκη να γίνει μια τεράστια προσπάθεια να ξαναριζώσουμε στις κοινωνικές αντιθέσεις λαβαίνοντας υπόψη τη συνθετότητά τους.
Δεν πρόκειται για θεωρία, αλλά να οργανώσουμε την πολιτική και την σκέψη μας στις ρωγμές που διατρέχουν το χώρο της εργασίας:
α. Μεταξύ εξασφαλισμένων και εκείνων με προσωρινή και επισφαλή εργασία ή ανέργων.
β. Μεταξύ ντόπιων και μεταναστών
γ. Μεταξύ νέων και ηλικιωμένων
δ. Μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Πρέπει να αντιμετωπιστεί το καινούργιο κοινωνικό πρόβλημα, στο οποίο η εργασία, η αξιοπρέπεια του ατόμου και οι οικολογικές συνθήκες αποτελούν τις καινούργιες αντιθέσεις. Χρειάζεται, δε, γι’ αυτό μια καινούργια ιδέα της κοινωνίας, που να τείνει προς μια βιώσιμη ανάπτυξη που βασίζεται στην αξιοποίηση της εργασίας, της κουλτούρας, της έρευνας, των δικαιωμάτων και του περιβάλλοντος.
Γίνεται έτσι πιο κατανοητή η ανάλυση του πρώην Γερμανού καγκελαρίου (παραδοσιακού σοσιαλδημοκράτη) Helmut Schmidt «για πρώτη φορά στην ιστορία της Ε.Ε γινόμαστε μάρτυρες αποκαθήλωσης και κατεδάφισης της Δημοκρατίας».
*το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αυγή» στις 10/11/2012