του Χ.Γεωργούλα
Υπάρχουν δεκάδες ενδείξεις ότι τόσο στην κυβέρνηση όσο και στο εσωτερικό των δύο κομμάτων που συγκυβερνούν, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή αναμφισβήτητη γραμμή πλεύσης. Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε δύο βασικές κατευθύνσεις, μεταξύ των οποίων παραπαίουν οι εκπρόσωποί τους αδυνατώντας να δώσουν σαφές στίγμα.
Δύο γραμμές σε μια ψυχή
Την ίδια στιγμή που ακούμε «γενναίες» φωνές, οι οποίες προαναγγέλλουν «μονομερείς ενέργειες», που θα αποτυπωθούν στον προϋπολογισμό χωρίς σύμφωνη γνώμη της τρόικας, πράγμα που μπορεί να γίνει, επιτέλους, γιατί «με τις θυσίες του ελληνικού λαού καταφέρουμε να έχουμε πλεόνασμα», από άλλη πτέρυγα του κυβερνητικού φωνητικού συγκροτήματος άδεται διαφορετικός σκοπός: «Έχουμε μια κυβέρνηση που εκήρυξε ανταρτοπόλεμο διαρκείας στην τρόικα –καταδικασμένο σε αποτυχία– και αντί να υπερασπίζεται τις όποιες θετικές όψεις της πολιτικής της, διαγκωνίζεται με την αντιπολίτευση σε παροχές», επισημαίνει ο Κ. Ιορδανίδης σε πρωτοσέλιδο σχόλιο στην «Καθημερινή». Μια μέρα νωρίτερα, ο Αλ. Παπαχελάς, από τη θέση του διευθυντή της «Κ», παρατηρούσε: «Αν [η κυβέρνηση] συνεχίσει τον ανταγωνισμό με τον ΣΥΡΙΖΑ στο ποιος είναι περισσότερο φιλολαϊκός ή ποιος θα διώξει την τρόικα γρηγορότερα, το παιχνίδι θα είναι χαμένο». Και λίγο πιο κάτω χαρακτήριζε την υπόσχεση της κυβέρνησης για φοροελαφρύνσεις «αποτέλεσμα πανικού». Είναι φανερό ότι υπάρχουν δύο γραμμές. Μια πρώτη, μάλλον επιφανειακή, ανάγνωση θα απέδιδε τη διαφωνία σε διαφορές που αφορούν την τακτική για το βραχύ διάστημα μέχρι τις επόμενες εκλογές, που κατά πάσα πιθανότητα θα γίνουν το αργότερο μέσα στο 2015.
Ποια γραμμή μπορεί να κερδίσει τις εκλογές;
Οι μεν, θα ήθελαν να πάνε στις εκλογές με κάποια χειροπιαστά πράγματα, που τα υπαινίσσονται, τουλάχιστον, προοπτική καλυτέρευσης της θέσης των πολιτών, προοπτική καλυτέρευσης της θέσης των πολιτών, γιατί διαφορετικά όχι εκλογές δεν κερδίζονται, αλλά ούτε η πολιτική καταστροφή αποφεύγεται. Οι δε, φοβούνται ότι με μια τέτοια τακτική, αφενός, μπορεί να απειληθούν οι «μεταρρυθμίσεις», αφετέρου, να χαθεί η μάχη, γιατί θα δοθεί στο πεδίο που ευνοεί εξ ορισμού τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτόν το φόβο υποδηλώνει πρωτοσέλιδο σχόλιο της «Κ» υποστηρίζοντας ότι «βρισκόμαστε κοντά στην απέναντι όχθη, αλλά, όπως συχνά κάναμε στο παρελθόν, μας σαγηνεύει περισσότερο ο γκρεμός που αφήσαμε πίσω». Είναι, ωστόσο, πολύ πιθανό να τίθεται υπό συζήτηση όχι μόνο η τακτική στις επόμενες εκλογές, αλλά κάτι πολύ σημαντικότερο: η σημερινή πολιτική στρατηγική μιας ΝΔ, που ξεκίνησε ως «αντιμνημονιακή», αγκάλιασε κατόπιν τα μνημόνια και τώρα διακηρύσσει την «έξοδο» από αυτά, αλλά και ενός ΠΑΣΟΚ που ποντάρισε στην «ανάληψη της ευθύνης» για τα μνημόνια προς σωτηρίαν της πατρίδος, αλλά βλέπει τώρα ότι έτσι οδηγείται στην εξαφάνιση. Όσοι είχαν πιστέψει το 2010 ότι τα μνημόνια είναι πράγματα περαστικά που γρήγορα θα μπορούσαν να τα ρίξουν στη λήθη, έχουν διαπιστώσει πια ότι όχι μόνο περαστικά δεν ήταν, αλλά καθόρισαν και σε πολύ μεγάλο βαθμό τις πολιτικές εξελίξεις. Από τις πολιτικές παρατάξεις που τα στηρίζουν, η μία καταρρέει παταγωδώς, ενώ η άλλη διασπάστηκε και βρίσκεται για πρώτη φορά από τα μέσα του 20ού αιώνα διχασμένη (μάλλον τριχασμένη…) Μια τέτοια, λοιπόν, έντονη συζήτηση που γίνεται υπό το κράτος μιας πολύ σοβαρής και επικίνδυνης γι’ αυτούς πολιτικής και κοινωνικής πίεσης, και με επίδικο αντικείμενο, στην ουσία, τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και τα αποτελέσματά της, δεν μπορεί παρά να έχει συνέπειες. Μπορεί να μην οδηγήσει σε μια νέα διάσπαση ή σε πλήρη κατάρρευση των δυνάμεων του μνημονιακού μπλοκ, γιατί η αστική τάξη δεν πρόκειται να μείνει χωρίς κόμμα, αλλά αρκεί για να τους αφαιρέσει τη δυναμική της εκλογικής ανάκαμψης. Είναι το τίμημα της έλλειψης σταθερής και επιθετικής ηγεμονικής στρατηγικής.
Το ερώτημα μπούμεραγκ
«Με τη μισή κυβέρνηση να κλαίει στα τηλεπαράθυρα ότι “εμείς δεν θέλουμε να αλλάξουμε τίποτα, αλλά η κακή τρόικα μας το επιβάλλει” και την άλλη μισή να υπονομεύει σιωπηρά κάθε μεταρρύθμιση, δύσκολα μπορεί να πεισθεί κάποιος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί απειλή για την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας». Αυτό που παρατηρεί ο Π. Μανδραβέλης στην «Κ», είναι το δράμα της συγκυβέρνησης: το ερώτημα προς τον ΣΥΡΙΖΑ –τι θα κάνετε χωρίς μνημόνια;– που νομίζουν ότι θα αποστόμωνε την αξιωματική αντιπολίτευση, τώρα γυρίζει μπούμεραγκ, καθώς τίθεται μέσα στην ίδια τη μνημονιακή παράταξη –δια της ψευδαπάτης ότι «τελειώνει το μνημόνιο»– και τη διχάζει επικίνδυνα. Τώρα ακούει η ίδια να την επερωτούν επίμονα: Γιατί δεν κάνετε αυτά που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ; Η απάντηση είναι μάλλον απλή: γιατί ενώ διακηρύσσουν την επικείμενη λήξη των μνημονίων, την ίδια στιγμή βιάζονται να ολοκληρώσουν τη μετατροπή τους σε καθεστώς. Όσες φορές και αν θέσει θέμα εμπιστοσύνης η κυβέρνηση με τη βεβαιότητα ότι θα κερδίσει την ψηφοφορία, δεν πρόκειται να απαλλαγεί από το μέγιστο πρόβλημά της, που δεν είναι άλλο από την τοποθέτησή της στην άλλη όχθη, με τις λαϊκές τάξεις απέναντι. Όπως παρατηρεί ο Κ. Ιορδανίδης στην «Κ», οι βουλευτές της κυβέρνησης «θα πειθαρχήσουν εκόντες άκοντες, αλλά το χάσμα με την εκλογική τους βάση θα παραμείνει». Αυτό το χάσμα είναι που απειλεί να κάνει την επέτειο των 40 ετών της ΝΔ μνημόσυνο. Αυτό το χάσμα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, προς ζημίαν τότε της Αριστεράς, κατάφερε κάποτε να το καλύψει, σε μια εποχή που η Δεξιά μπορούσε ακόμα να παίζει τις έννοιες «κοινό αγαθό» και «κοινωνική δικαιοσύνη». Φαίνεται ότι το ακροδεξιάς έμπνευσης και νεοφιλελεύθερης πεποίθησης περιβάλλον του κ. Σαμαρά δεν του επιτρέπει να απειλήσει σήμερα την Αριστερά κατά τον ίδιο τρόπο. Με άλλους, ίσως…
Via : www.epohi.gr