του Παντελή Μπουκάλα
Οι μικρόψυχοι και κακοήθεις θα έσπευδαν να ισχυριστούν ότι βρέθηκε επιτέλους απάντηση στο βασανιστικό ερώτημα «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο». Και θα παρέβλεπαν έτσι την προφανή εξαιρετική τιμή: Από τα ενενήντα λεπτά της τηλεοπτικής αναμέτρησης της καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ με τον υποψήφιο των Σοσιαλδημοκρατών Πέερ Στάιμνπρουκ τα δώδεκα, περίπου το 13,5% δηλαδή, καταναλώθηκαν με αντικείμενο την Ελλάδα.
Μια Ελλάδα που, αδικώντας τον εαυτό της, εθίστηκε σχεδόν από γεννησιμιού της να κρέμεται από ξένα χείλη, για να πληροφορηθεί για το μέλλον της, και από ξένα χέρια, που τη «βοηθούν» και την καθοδηγούν ώστε να υλοποιήσει το υπαγορευμένο μέλλον της· συμφωνεί – δεν συμφωνεί.
Με το προδιαγραφόμενο μέλλον μας, που δεν θα είναι παρά το παρόν μας επιδεινωμένο, ουδείς συμφωνεί. Ούτε καν η κυριότερη από τις δύο κυβερνώσες πολιτικές δυνάμεις, η Ν.Δ., που με εντελώς διαφορετικά συνθήματα πολιτεύτηκε στη διπλή προεκλογική κονίστρα του 2012: με «άλλα μείγματα», «επαναδιαπραγματεύσεις» και Ζάππεια. Κι ωστόσο, απλώς παρακολουθούμε τη μοίρα μας.
Όποιες διαφορές κι αν χωρίζουν τους δύο υποψηφίους για τη γερμανική καγκελαρία (περίπου όσες χωρίζουν τους εγχώριους σοσιαλιστές, που δεν εορτάζουν σήμερα, τρεις του Σεπτέμβρη, από τους νεοφιλελευθέρους μας), τους ενώνει το αυτονόητο: το συμφέρον της χώρας τους. Το οποίο συμφέρον μαθηματικά και υλικά εκφράζεται με τα σαράντα δισ. που προσέφερε στη γερμανική οικονομία η κρίση της Ευρωζώνης διά της μειώσεως των επιτοκίων δανεισμού.
Φυσικά, η παράταση και η επιδείνωση της κρίσης στις χρεοκοπημένες χώρες του Νότου (που βλέπουν την ανεργία και την ανέχεια να διογκώνονται αφόρητα και τα τελευταία λείψανα κοινωνικού κράτους να εξαερώνονται όσο υλοποιούνται τα «προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής»), δεν συμφέρει κανέναν· ούτε τη Γερμανία. «Εντοπισμένοι και περιορισμένοι πόλεμοι» μπορεί να υπάρχουν (τουλάχιστον στην ψευδοηθικολογούσα ρητορική όσων τους κηρύσσουν), εντοπισμένες και περιορισμένες οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις όμως δεν υπάρχουν. Τα εθνικά σύνορα δεν εμποδίζουν τη μετάδοσή τους.
Η κ. Μέρκελ, πάντως, χωρίς καμία διάθεση να αποκηρύξει τον εαυτό της, επέμενε και στο ντιμπέιτ στη θεραπευτική αγωγή που έχει προκρίνει, μαζί με τον κ. Σόιμπλε: λιτότητα, «μεταρρυθμίσεις», συν η πιθανότητα ενός νέου χρηματοδοτικού πακέτου, η χορήγηση του οποίου ωστόσο θα πιστοποιούσε την αποτυχία του μέχρι τώρα «εξυγιαντικού προγράμματος», που έφερε την ανεργία στην Ελλάδα στο 27%, τη στιγμή που παραμένει στα αζήτητα η υπεσχημένη φορολογική δικαιοσύνη.
Η αντιπρόταση του κ. Στάινμπρουκ, ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ, δεν συγκίνησε την καγκελάριο, που γνωρίζει άλλωστε πως η «ελληνική» πολιτική της είχε και έχει σταθερούς υποστηρικτές της και τους Σοσιαλδημοκράτες. Άλλωστε, το ζήτημα ενός νέου σχεδίου Μάρσαλ άλλος έπρεπε να το θέσει, έστω προς συζήτηση: η ελληνική κυβέρνηση. Τότε όμως θα αυτοαφοπλιζόταν, αφού θα ήταν σαν να ομολογεί ότι το σαξές στόρι της δεν είναι παρά παρηγοριά στον άρρωστο.
Via : www.kathimerini.gr