του Λάμπρου Τσουκνίδα
Θα μπορούσε να διαβαστεί ως τραγικωμωδία. Οι πολιτικοί απόγονοι της εθνικόφρονος Δεξιάς να βγάζουν την ιθαγένεια στη διατίμηση προσφέροντας δυνατότητες πολιτογράφησης σε επενδυτές και επιχειρηματίες που επενδύουν μεγάλο κεφάλαιο στη χώρα. Από κοντά τους, οι Κύπριοι ομογάλακτοί τους δηλώνουν πως θα διερευνηθούν οι εν δυνάμει τομείς επενδύσεων για απόκτηση υπηκοότητας από «μη Κύπριους» επενδυτές που υπέστησαν απώλειες τουλάχιστον 3 εκατομμυρίων ευρώ κατά το πρόσφατο κούρεμα καταθέσεων.
Τα «ιερά και τα όσια» της ελληνικής και κυπριακής Δεξιάς υποκλίνονται στην αγορά ακολουθώντας ένα διεθνές πρότυπο που εξαπλώνεται από την Ουγγαρία μέχρι την Πορτογαλία και την Ισπανία και έχει ως κοινό παρονομαστή τη σύνδεση της αγοράς κρατικών ομολόγων ή και ακινήτων μεγάλης αξίας με την παροχή προσωρινών αδειών παραμονής, που θα οδηγήσουν στην απόκτηση υπηκοότητας μετά από εύλογο χρονικό διάστημα.
Κινέζοι, Ρώσοι και Άραβες Κροίσοι βρίσκονται στο στόχαστρο μιας νέας εκδοχής του παλιού ρητού «το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα», που εκδηλώνεται την ίδια ώρα κατά την οποία υψώνονται σκληροπυρηνικά ιδεολογικά τείχη απέναντι στη μετανάστευση των φτωχοδιαβόλων που τρέχουν να ξεφύγουν από πολέμους, εμφυλίους ή μη, πείνα, έλλειψη νερού, ζωής και προοπτικής που προκαλούνται από την παγκοσμιοποιημένη και πολιτικά ανεξέλεγκτη λειτουργία αυτής της ίδιας αγοράς.
Πρόκειται για δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος, που εικονογραφείται, για να επανέλθουμε στην Ελλάδα, από τη μια από την ξανθιά κεφαλή της Εκατερίνα Ριμπολόβλεφ, για χάρη της οποίας ο δισεκατομμυριούχος μπαμπάς της αγόρασε τον Σκορπιό, και από την άλλη από τη μελαψή κεφαλή οποιουδήποτε παιδιού γεννήθηκε στην Ελλάδα από γονείς (ή γονιό) που ήρθε από κάποιο άλλο μέρος του πλανήτη αναζητώντας στον ήλιο μοίρα και τώρα ακούει την ελληνική Πολιτεία να του αρνείται την ιθαγένεια κλείνοντας το μάτι στην ακροδεξιά ρητορεία και ατζέντα.
Αν δεν ήταν τόσο μεγάλο το καθημερινό κόστος σε ανθρώπινες ζωές, όλα αυτά θα μπορούσαν να διαβαστούν ως τραγικωμωδία. Ιδίως όταν, σαρανταέξι χρόνια μετά από εκείνη την αποφράδα μέρα του Απριλίου, το Συμβούλιο της Ευρώπης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έρχεται να ξανασχοληθεί με την Ελλάδα, με τον αρμόδιο επίτροπο να εκφράζει την ανησυχία του ακριβώς γι’ αυτή την «προβλεπόμενη περιοριστική αλλαγή του νόμου που αφορά την πολιτογράφηση των παιδιών μεταναστών μακροχρόνιας διαμονής και την πολιτική συμμετοχή των μεταναστών μακροχρόνιας διαμονής σε τοπικό επίπεδο» και να «ζητάει από την Ελλάδα να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 1997 για την Ιθαγένεια και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 1992 για τη Συμμετοχή των Αλλοδαπών στη Δημόσια Ζωή σε Τοπικό Επίπεδο και να βασιστεί στα πρότυπα αυτών των συμβάσεων που αφορούν τα δικαιώματα του ανθρώπου»…
Κάθε ιστορική περίοδος διαβάζεται διακριτά, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητές της. Ωστόσο, πλησιάζοντας στην επέτειο της εγκαθίδρυσης της χούντας δεν μπορεί παρά να προκαλεί θλίψη -ενώ θα έπρεπε να προκαλέσει και βαθύ προβληματισμό- το γεγονός ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης εντοπίζει στην Ελλάδα την πρωτοπορία της νεοναζιστικής αναβίωσης επισημαίνοντας ταυτόχρονα αυτό που η κυρίαρχη πολιτική τάξη και τα μίντια που την εκφράζουν παριστάνουν ότι δεν βλέπουν. Ότι, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του επιτρόπου Νιλς Μούιζνιεκς, «η ρητορική που στιγματίζει μετανάστες χρησιμοποιείται ευρέως στην ελληνική πολιτική και τα μέτρα ελέγχου της μετανάστευσης οδήγησαν σε μεγαλύτερο στιγματισμό των μεταναστών» τροφοδοτώντας τη μισαλλοδοξία και τα εγκλήματα μίσους στη χώρα. Έναν κοινωνικό και πολιτισμικό εκφασισμό, δηλαδή, που έρχεται να συναντηθεί με τους κοινωνικούς αυτοματισμούς που προωθούνται από τις ακολουθούμενες πολιτικές…
Via : www.avgi.gr