του Νίκου Ξυδάκη
Η Αθήνα δεν χαρακτηρίζεται από στοές. Εχει λίγες και μικρές, δεν τη σφραγίζουν. Δεν είναι σαν το Μιλάνο, σαν το Παρίσι, τόπο έμπνευσης του Βάλτερ Μπένγιαμιν, που είδε την αστική φαντασμαγορία να ανθεί μες στις στοές και στα περάσματα της πόλεως.
Οι αθηναϊκές στοές, πλην ελαχίστων, απολήγουν τυφλά ή ημίτυφλα, είναι μισοσκότεινες, ελάχιστα μεγαλοπρεπείς, έχουν κυρίως χρηστικό χαρακτήρα. Συγκεντρώνουν, μάλλον συγκέντρωναν, ομοειδή μαγαζιά και εργαστήρια, που ομαδώνονται σε λειτουργικές πιάτσες, με χαμηλότερα ενοίκια και δυνατότητες συνεργιών. Χαράκτες και σφραγιδοποιοί, κλειδαράδες, χρηματιστηριακά γραφεία, ραφεία, αργυροχρυσοχοεία, ρολογάδικα, γραμματόσημα, δίσκοι, μικροηλεκτρονικά, βαλίτσες, κάθε εμπόριο και τέχνη στήνει μια δική του πιάτσα. Αλλά ελάχιστες αθηναϊκές στοές λειτουργούν σαν πέρασμα, ελάχιστες τροφοδοτούν τη φαντασμαγορία της πόλης μες στην πόλη, δεν είναι ένα στεγασμένο δίκτυο δρόμων για περιπλάνηση, για flânerie. Στις αθηναϊκές στοές εισέρχεσαι με έναν σκοπό, να επιτελέσεις μία λειτουργία. Και εξέρχεσαι συνήθως από το ίδιο φωτεινό στόμιο.
Γιατί έτσι; Ίσως διότι ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος, πετάγεται ένας. Διότι το φως διαρκώς σε καλεί να περιπλανιέσαι στ’ ανοιχτά, στα ξέφωτα. Ισως διότι η ανάπτυξη του αστικού ιστού διεξάγεται με υστερήσεις και χάσματα, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό· ο υπέρτατος σχεδιαστής είναι το ζωηρό μικροεμπόριο. Ισως διότι οι αρχαιοκλασικές ημιανοιχτές στοές διεσώθησαν στην κλασικιστική Αθήνα ως στενοί πλην ανοιχτοί δρόμοι. Υπό μία έννοια, όλο το σύμπλεγμα των δρόμων του ιστορικού τριγώνου είναι μια δαιδαλώδης ασκεπής στοά, ένα υβριδικό παζάρι που διαχέεται και πολυμορφίζει: Ευαγγελιστρίας, Αγίου Μάρκου, τώρα πια Αιόλου, και τα δεκάδες-εκατοντάδες παρακλάδια, με αρχαιοδοξασμένα και χριστιανικά ονόματα αναμίξ.
Πίσω στις στοές. Μέσα τους. Η λαμπρότερη ίσως, η στοά Αρσακείου, φθίνει· η ιστορία την πλήττει βάναυσα, κι εμάς μαζί της. Οι σημαίες του Κοκκώνη δεν αρκούν για να διασκεδάσουν τη θλίψη. Η στοά Φέξη, ναός για τους χασομέρηδες των γκάτζετ, έχει μισοαδειάσει από μαγαζιά· Σάββατο πρωί, σουλατσάρουν φύλακες. Ρημαγμένη η στοά Ειρηνοδικείου στην Ομόνοια, νεκρή. Κενή η στοά Τρικούπη στα Χαυτεία, η και Πιγκουίνου ονομαζομένη, ανοίκειο πέρασμα για βιαστικούς διαβάτες. Μισοσβησμένη η λάμψη στη στοά Σπυρομήλιου· η κρίση νίκησε την ανακαίνιση. Ούτε η εμπορική Ορφανίδου έχει τη βουή του παρελθόντος. Ούτε η Λέκκα. Κρατάει λίγο η στοά της Οπερας, η στοά Λαιμού. Η Νικολούδη ήταν πάντα κομψή και σύντομη, έγινε ακόμη συντομότερη. Η Κοραή σχεδόν βουβάθηκε.
Κλειστά μαγαζιά και εργαστήρια, ξενοίκιαστα, αποικισμός από καφενεία, μπαρ και ουζερί, κομμένη κίνηση. Και όμως, οι στοές των Αθηνών εξακολουθούν να είναι γοητευτικές, και τώρα περισσότερο, έτσι εσωστρεφείς και γυμνές που μείναν· σαν να μιλούν ευκρινέστερα στον εισερχόμενο, τώρα που δεν είναι πια πελάτης αλλά περιπλανητής. Οι πολύβουες στοές έχουν μεταπέσει ηχητικά και κινητικά προς ένα intime ψιθύρισμα, που είναι όμως πιο εύγλωττο για το πρόθυμο αυτί. Είναι αστικά διάκενα, που αφηγούνται τον κυματισμό της ιστορίας: αλλάζουν οι χρήσεις, οι αξίες, η πρόσληψη, οι σημασίες, αλλάζουμε εμείς.
Περιποιημένα καφενεία καταλαμβάνουν τις εξωτερικές γωνίες και ύστερα εξαπλώνονται προς τα μέσα, ίσκιος το καλοκαίρι, προστασία τον χειμώνα· όσο προχωράς στο βάθος, η φθορά αναδύεται φανερή και επικρατούσα, αλλά μαζί της μια βαθύτερη αίσθηση του χρόνου. Ο χρόνος ρέει διαφορετικός στο ρολογάδικο του βάθους, στο επιμεταλλωτήριο του πρώτου ορόφου, στο ραφείο του συνταξιούχου. Η σκόνη του χρόνου πάνω στις περίτεχνες σιδεριές της κουπαστής, τα λιωμένα μάρμαρα του δαπέδου, τα ραγισμένα κρύσταλλα, είναι πλούτος.
Με όλες τις δυσκολίες, νέοι άποικοι φτάνουν και ξαναφτάνουν, ανανεώνουν τη ζωή, τη νιώθεις, τη μυρίζεις, την ακούς σαν μικρό έντομο αισιόδοξο. Φτιάχνουν ακόμη βέρες, φαρδαίνουν ξεχασμένα δαχτυλίδια οικογενειακά, επισκευάζουν φερμουάρ, ντύνουν κουμπιά, ξαναδίνουν ζωή στα χαλασμένα και τα παλιά. Σερβίρουν μυρωδάτους ελληνικούς με φουσκάλες και εσπρέσο ριστρέτο, το βράδυ νεγκρόνια και ντακίρια, για όλες τις γενιές όλες τις τάξεις. Αγκαλιάζουν οι στοές.
Μέσα-έξω, φως-ημίφως, βουητό ψίθυροι και σιγαλιά, τεντωμένη χορδή χωμένη στις τσέπες, οι άνθρωποι της Μεγάλης Υφεσης δεν φωνάζουν στις στοές, πατάνε σεβαστικά σαν να σέρνουν παντόφλες σε μωσαϊκά νοσοκομείου, στήνουν αυτί και αφουγκράζονται το παρόν, ότι αυτό τα περιέχει όλα. Χωνεύεται ο πλάνης μες στο πλήθος, αφήνεται στο κύμα.
Via : www.kathimerini.gr