Σωτήρης Βαλντέν, 30/09/2014
Με τις δηλώσεις του πρωθυπουργού για την φυγή των καταθέσεων από τις τράπεζες στην περίπτωση κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (και την χυδαία εκλαΐκευσή τους από τον γραφικό ακροδεξιό κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της ΝΔ) η κυβέρνηση διέβη τον Ρουβικώνα. Πανικόβλητη μπροστά στην προοπτική της ήττας της, ακολουθεί πλέον την τακτική του «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων». Καθίσταται έτσι διπλά επικίνδυνη για τη χώρα.
Η προσπάθεια αποσταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματος αποτελεί ακραία, αλλά λογική συνέπεια των θέσεων πάνω στις οποίες στηρίζουν εδώ και χρόνια την προπαγάνδα τους η κυβέρνηση και πολλοί από τους υποστηρικτές της: «πολιτική αυτοκτονία της χώρας» οι τυχόν εκλογές, αναπόφευκτα τα σενάρια Αργεντινής και Βενεζουέλας, αν όχι και των Μπολσεβίκων, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, «ανοίγουν οι πύλες της κολάσεως» αν έρθει ο Τσίπρας. Αυτά είναι μόνο μερικά από όσα ακούγονται τον τελευταίο καιρό. Όλα συγκλίνουν στο ότι τυχόν κυβερνητική αλλαγή δεν αποτελεί ομαλή εξέλιξη σε μια δημοκρατία, αλλά μείζονα απειλή για τη χώρα, ίσως και για την Ευρώπη. Το μήνυμα αυτό εκπέμπει η κυβέρνηση και προς το εξωτερικό καλώντας στην ουσία εταίρους και συμμάχους να εμποδίσουν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Και δικαιολογούνται έτσι κάθε είδους παραβιάσεις της νομιμότητας, από το κλείσιμο της ΕΡΤ και τις συνεχείς πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ως τη μη μετάδοση από την ΝΕΡΙΤ της ομιλίας Τσίπρα στη ΔΕΘ.
Είναι θλιβερή η διαπίστωση ότι στην εκστρατεία του αποκλεισμού μιας κυβερνητικής εναλλαγής από το δημοκρατικό πλαίσιο συμμετέχουν, αν δεν πρωτοστατούν, με την αρθρογραφία τους και «μεταρρυθμιστές» με αριστερές καταβολές. Χαρακτηριστικά, ελάχιστες φωνές ακούστηκαν από τους κατά τα άλλα λαλίστατους επώνυμους εκπροσώπους του κλίματος αυτού για να καταδικάσουν τα λεχθέντα Σαμαρά-Γεωργιάδη. Αντίθετα, μερικοί τις επικρότησαν. Ας φανταστούμε μόνο τι θα γινόταν αν, όχι ο Τσίπρας, αλλά ο τελευταίος ΣΥΡΙΖαίος έκανε ανάλογες δηλώσεις!
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα δεν πρέπει να εκπλήσσει και η αποκάλυψη του Θόδωρου Πάγκαλου ότι ψήφισε ΝΔ στις ευρωεκλογές. Με το σκεπτικό της απόκρουσης «εθνικής απειλής», είναι απολύτως λογικό την οδό αυτή να ακολούθησαν και να ακολουθήσουν και πολλοί άλλοι στη βάση της «χρήσιμης ψήφου». Το ίδιο εξάλλου σκεπτικό βρίσκεται στον πυρήνα της απόφασης όσων «κεντροαριστερών» εμπόδισαν πέρσι τη δημιουργία ισχυρού «τρίτου πόλου», θέτοντας ως όρο στη ΔΗΜΑΡ την σύμπλευση με την κυβέρνηση.
—
Η πολιτική σταθερότητα, αν με αυτήν εννοείται η επ’ άπειρον διατήρηση του δίδυμου Σαμαρά-Βενιζέλου στην εξουσία, ασφαλώς δεν μπορεί να αποτελεί υπέρτατο αγαθό για τους πολίτες. Αν πάλι με τον όρο αυτό εννοούμε τη σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών και της οικονομίας, που αποτελούν πράγματι υπέρτατο αγαθό, τότε καλό είναι να θυμηθούμε ότι αυτή δεν απειλείται μόνο από τυχόν τυχοδιωκτισμούς ή την ανικανότητα μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Έχει ήδη πληγεί καίρια από τις πολιτικές που άσκησαν και ασκούν η σημερινή κυβέρνηση και οι συνιστώσες της. Για πολλούς από εμάς η παραμονή στην εξουσία της κυβέρνησης Σαμαρά αποτελεί πλέον μεγαλύτερο κίνδυνο από την ανατροπή της.
Μείζων κίνδυνος για τη σταθερότητα προέρχεται και από όσους προσπαθούν να αποκλείσουν τη δυνατότητα κυβερνητικής εναλλαγής από το δημοκρατικό παιχνίδι. Οι εμπρηστικές δηλώσεις για τις καταθέσεις είναι μόνο ένα δείγμα του πού μπορούν να μας οδηγήσουν. Όσοι χρησιμοποιούν τέτοια επιχειρηματολογία για να αντικρούσουν πρόωρες εκλογές σήμερα, τι θα λένε το 2016, στην υπόθεση που εξαντληθεί η τετραετία; Θα αποδεχτούν άραγε ή και θα επιδιώξουν εκτροπή στο όνομα της σωτηρίας της πατρίδας;
Στοιχειώδες λοιπόν δημοκρατικό καθήκον αποτελεί η αποφυγή από όλους μιας καταστροφολογίας που υποσκάπτει το δημοκρατικό πολίτευμα και τη διεθνή θέση της χώρας και κινδυνεύει να γίνει «αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Οι οπαδοί της κυβέρνησης και των μνημονιακών πολιτικών θα πρέπει να αποδεχτούν πως, κατά πάσα πιθανότητα, βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής και πως κινδυνολογώντας δεν θα ανατρέψουν αυτήν την εξέλιξη, μπορεί όμως να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα.
—
Η «ενσωμάτωση» μιας κυβερνητικής αλλαγής στο δημοκρατικό πλαίσιο έχει βέβαια τα όριά της. Δεν θα μπορούσε να ισχύει λ.χ. στην περίπτωση της «Χρυσής Αυγής», ή και του ΚΚΕ εφόσον το τελευταίο εξακολουθεί να επιδιώκει ρητά την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών. Είναι αλήθεια πως, πέρα από όσους κινδυνολογούν για να διασώσουν την εξουσία και τα προνόμιά τους, υπάρχουν και όσοι αυθεντικά φοβούνται πως η άνοδος στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει καταστροφή της χώρας. Νομίζω πως σφάλλουν.
Είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ασπάζεται μιαν ολοκληρωτική ιδεολογία, ή διαθέτει μιαν οργανωτική συγκρότηση που απειλεί τη δημοκρατία. Οι αντιδημοκρατικές σαχλαμάρες που ακούγονται καμιά φορά από τις γραμμές του έχουν μικρότερο ειδικό βάρος απ’ ό,τι η παρουσία Μπαλτάκου, Κρανιδιώτη ή Γεωργιάδη στις γραμμές της ΝΔ. Οι προσπάθειες ορισμένων φανατικών να τοποθετήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ εκτός δημοκρατικού τόξου απορρίφθηκαν από την κοινωνία γιατί βρίσκονται σε κραυγαλέα αντίθεση με την πραγματικότητα.
Συμπεριφορές που θυμίζουν αριστερίστικα γκρουπούσκουλα είναι βέβαια φυσικό να επιβιώνουν σε ένα κόμμα που μόλις προ τριετίας ήταν ακόμη περιθωριακό. Όμως η μεγάλη πλειοψηφία της ηγεσίας και των στελεχών του και η ίδια η δυναμική της πορείας προς την εξουσία κινούνται εμφανώς προς την αντίθετη κατεύθυνση, με μια σειρά πρόσφατων δειγμάτων.
Τούτων δεδομένων, υπάρχει ασφαλώς ο κίνδυνος μια τυχοδιωκτική ή αλλοπρόσαλλη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία να έχει καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα. Όμως καταστροφικές συνέπειες είχαν και η πολιτική της κυβέρνησης Καραμανλή το 2004-9, ή και των μνημονιακών κυβερνήσεων. Για όσους φοβούνται τον ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο από την παραμονή των Σαμαρά-Βενιζέλου, δεν έχουν παρά να αγωνισθούν, μέσα σε δημοκρατικά πλαίσια, υπέρ της παραμονής της σημερινής κυβέρνησης. Για μας τους υπόλοιπους όμως, αυτό που προέχει είναι να συμβάλουμε στην αναγκαία κυβερνητική αλλαγή και ώστε η αλλαγή αυτή να συντελεστεί σε συνθήκες δημοκρατικής και οικονομικής σταθερότητας, αταλάντευτα μέσα στην Ευρώπη.
Το αν μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα σώσει ή θα καταστρέψει παραπέρα τη χώρα δεν είναι άσχετο και από το γενικότερο κλίμα που θα επικρατήσει (εδώ και στην Ευρώπη) και από τη στάση και τη δράση και όλων ημών. Το τελευταίο αυτό οφείλουν να μην το ξεχνούν ιδιαίτερα όσοι κατά κόρον επικαλούνται την «υπευθυνότητα». Ας μην βρεθούν πιο πίσω από τους Μόντι, Πρόντι, τον Πάπα ή τον Άσμουσεν, που δείχνουν να αντιμετωπίζουν με ρεαλισμό και εποικοδομητικά μια πιθανή κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα.
—
Κάθε αλλαγή που είναι έστω και στοιχειωδώς ριζική εμπεριέχει κινδύνους. Η πορεία της δεν είναι προκαθορισμένη. «Καθαρή» αλλαγή, χωρίς λαϊκισμούς και κινδύνους εκτροπής, εκφυλισμού ή και παλινόρθωσης δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία. Οι συντηρητικοί, από συμφέρον ή από νοοτροπία, τάσσονται υπέρ του στάτους κβο και εξορκίζουν τους κινδύνους. Οι αριστεροί θεωρούν μεγαλύτερο κακό το στάτους κβο και πρωτοστατούν ή συμμετέχουν στην αλλαγή επιδιώκοντας να την κατευθύνουν ή να την επηρεάσουν.
Στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια μετάλλαξη σε πολλούς που έχουν συχνά μακριά διαδρομή στην αριστερά: η στράτευσή τους στρέφεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά κατά της αλλαγής όταν αυτή έχει αριστερό πρόσημο. Κάθε αμφισβήτηση της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων γίνεται αντιληπτή ως ανευθυνότητα και τυχοδιωκτισμός που οδηγεί μαθηματικά στην καταστροφή.
Η βαθύτατα συντηρητική αυτή στροφή που εγγίζει τον πυρήνα της αριστερής ταυτότητας επενδύεται με λογικούς ακροβατισμούς: βαφτίζεται «αλλαγή» η πολιτική και οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιούν οι κατεστημένες δυνάμεις και που πλήττουν τις λαϊκές και δημοκρατικές κατακτήσεις. Κάθε δε προσπάθεια ανατροπής αυτών των πολιτικών και δυνάμεων βαφτίζεται «εμμονή στην ακινησία». Έτσι, στο μένος ορισμένων κατά του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι σαφές αν επισείεται περισσότερο ο κίνδυνος της «επανάστασης» με τον «μπολσεβίκο» Λαφαζάνη, ή της «ακινησίας» με τους πασοκογενείς συνδικαλιστές. Όσον αφορά την Ευρώπη, χαρακτηρίζεται εξωπραγματική η όποια αμφισβήτηση της πολιτικής της κας Μέρκελ. Κάθε αποτυχία Ευρωπαίων σοσιαλιστών να τροποποιήσουν την πορεία αυτή γίνεται δεκτή με αίσθημα δικαίωσης.
Εννοείται βέβαια ότι, από τη σκοπιά της δημοκρατικής αριστεράς, ζήτημα αγκύλωσης και εκσυγχρονισμού των προοδευτικών δυνάμεων και κινημάτων υπάρχει, και μάλιστα ιδιαίτερα οξύ στη χώρα μας. Εδώ όμως δεν πρόκειται για ένα εκσυγχρονιστικό αριστερό σχέδιο και λόγο, αλλά για την πλήρη υιοθέτηση των αντιλήψεων και του λεξιλογίου της δεξιάς, λογική συνέπεια της οποίας είναι πως η δεξιά εκπροσωπεί (πλέον;) την πρόοδο και η αριστερά την αντίδραση. Η διολίσθηση δε αυτή είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή σε μια χώρα όπου η μεταρρυθμιστική ορμή της δεξιάς και των συμμάχων της, ακόμη και με νεοφιλελεύθερα κριτήρια, είναι περίπου ανύπαρκτη.
—
Η δική μου αντίληψη για την «αριστερά της ευθύνης» δεν είναι ασφαλώς μια μακροχρόνια συμμαχία με ό,τι πιο συντηρητικό, φθαρμένο και διεφθαρμένο υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, τις δυνάμεις δηλαδή που μας έφεραν ως εδώ, στην κατάρρευση και μετά την κατάρρευση της χώρας. Δεν βλέπω καμία «υπευθυνότητα» στη συμμαχία με τις δυνάμεις αυτές. Ούτε εξ άλλου σε έναν οπορτουνιστικό ρόλο κεντρώου «μπαλαντέρ» που στόχο έχει την παραμονή σε κάθε περίπτωση στην εξουσία. Η υπεύθυνη αριστερά συμμετέχει ενεργά στο συνασπισμό της αλλαγής, γιατί είναι ακριβώς αριστερά. Μέσα σ’ αυτό το ρεύμα αγωνίζεται ενάντια στους ποικίλους κινδύνους ατυχημάτων και αδιεξόδων, στη βάση των δημοκρατικών και ευρωπαϊκών της αξιών και θέσεων. Η υπεύθυνη αριστερά δεν πάσχει από «επαναστατικό ρομαντισμό» και έχει πλήρη συνείδηση των εμποδίων και συσχετισμών εντός και εκτός του συνασπισμού της αλλαγής. Ασφαλώς, η συμβολή της θα ήταν πιο αποτελεσματική αν το εγχείρημα του «τρίτου πόλου» (όχι ως δεκανικιού της δεξιάς) δεν κατέρρεε τον περασμένο Μάϊο. Όμως και στις σημερινές συνθήκες η συμβολή της παραμένει χρήσιμη, πάντα μέσα και όχι ενάντια στις δυνάμεις της αλλαγής. Σε έναν τέτοιο ρόλο βλέπω και τον μοναδικό δρόμο για την επιβίωση της Δημοκρατικής Αριστεράς.
Η προσπάθεια αποσταθεροποίησης του τραπεζικού συστήματος αποτελεί ακραία, αλλά λογική συνέπεια των θέσεων πάνω στις οποίες στηρίζουν εδώ και χρόνια την προπαγάνδα τους η κυβέρνηση και πολλοί από τους υποστηρικτές της: «πολιτική αυτοκτονία της χώρας» οι τυχόν εκλογές, αναπόφευκτα τα σενάρια Αργεντινής και Βενεζουέλας, αν όχι και των Μπολσεβίκων, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, «ανοίγουν οι πύλες της κολάσεως» αν έρθει ο Τσίπρας. Αυτά είναι μόνο μερικά από όσα ακούγονται τον τελευταίο καιρό. Όλα συγκλίνουν στο ότι τυχόν κυβερνητική αλλαγή δεν αποτελεί ομαλή εξέλιξη σε μια δημοκρατία, αλλά μείζονα απειλή για τη χώρα, ίσως και για την Ευρώπη. Το μήνυμα αυτό εκπέμπει η κυβέρνηση και προς το εξωτερικό καλώντας στην ουσία εταίρους και συμμάχους να εμποδίσουν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Και δικαιολογούνται έτσι κάθε είδους παραβιάσεις της νομιμότητας, από το κλείσιμο της ΕΡΤ και τις συνεχείς πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, ως τη μη μετάδοση από την ΝΕΡΙΤ της ομιλίας Τσίπρα στη ΔΕΘ.
Είναι θλιβερή η διαπίστωση ότι στην εκστρατεία του αποκλεισμού μιας κυβερνητικής εναλλαγής από το δημοκρατικό πλαίσιο συμμετέχουν, αν δεν πρωτοστατούν, με την αρθρογραφία τους και «μεταρρυθμιστές» με αριστερές καταβολές. Χαρακτηριστικά, ελάχιστες φωνές ακούστηκαν από τους κατά τα άλλα λαλίστατους επώνυμους εκπροσώπους του κλίματος αυτού για να καταδικάσουν τα λεχθέντα Σαμαρά-Γεωργιάδη. Αντίθετα, μερικοί τις επικρότησαν. Ας φανταστούμε μόνο τι θα γινόταν αν, όχι ο Τσίπρας, αλλά ο τελευταίος ΣΥΡΙΖαίος έκανε ανάλογες δηλώσεις!
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα δεν πρέπει να εκπλήσσει και η αποκάλυψη του Θόδωρου Πάγκαλου ότι ψήφισε ΝΔ στις ευρωεκλογές. Με το σκεπτικό της απόκρουσης «εθνικής απειλής», είναι απολύτως λογικό την οδό αυτή να ακολούθησαν και να ακολουθήσουν και πολλοί άλλοι στη βάση της «χρήσιμης ψήφου». Το ίδιο εξάλλου σκεπτικό βρίσκεται στον πυρήνα της απόφασης όσων «κεντροαριστερών» εμπόδισαν πέρσι τη δημιουργία ισχυρού «τρίτου πόλου», θέτοντας ως όρο στη ΔΗΜΑΡ την σύμπλευση με την κυβέρνηση.
—
Η πολιτική σταθερότητα, αν με αυτήν εννοείται η επ’ άπειρον διατήρηση του δίδυμου Σαμαρά-Βενιζέλου στην εξουσία, ασφαλώς δεν μπορεί να αποτελεί υπέρτατο αγαθό για τους πολίτες. Αν πάλι με τον όρο αυτό εννοούμε τη σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών και της οικονομίας, που αποτελούν πράγματι υπέρτατο αγαθό, τότε καλό είναι να θυμηθούμε ότι αυτή δεν απειλείται μόνο από τυχόν τυχοδιωκτισμούς ή την ανικανότητα μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Έχει ήδη πληγεί καίρια από τις πολιτικές που άσκησαν και ασκούν η σημερινή κυβέρνηση και οι συνιστώσες της. Για πολλούς από εμάς η παραμονή στην εξουσία της κυβέρνησης Σαμαρά αποτελεί πλέον μεγαλύτερο κίνδυνο από την ανατροπή της.
Μείζων κίνδυνος για τη σταθερότητα προέρχεται και από όσους προσπαθούν να αποκλείσουν τη δυνατότητα κυβερνητικής εναλλαγής από το δημοκρατικό παιχνίδι. Οι εμπρηστικές δηλώσεις για τις καταθέσεις είναι μόνο ένα δείγμα του πού μπορούν να μας οδηγήσουν. Όσοι χρησιμοποιούν τέτοια επιχειρηματολογία για να αντικρούσουν πρόωρες εκλογές σήμερα, τι θα λένε το 2016, στην υπόθεση που εξαντληθεί η τετραετία; Θα αποδεχτούν άραγε ή και θα επιδιώξουν εκτροπή στο όνομα της σωτηρίας της πατρίδας;
Στοιχειώδες λοιπόν δημοκρατικό καθήκον αποτελεί η αποφυγή από όλους μιας καταστροφολογίας που υποσκάπτει το δημοκρατικό πολίτευμα και τη διεθνή θέση της χώρας και κινδυνεύει να γίνει «αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Οι οπαδοί της κυβέρνησης και των μνημονιακών πολιτικών θα πρέπει να αποδεχτούν πως, κατά πάσα πιθανότητα, βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής και πως κινδυνολογώντας δεν θα ανατρέψουν αυτήν την εξέλιξη, μπορεί όμως να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα.
—
Η «ενσωμάτωση» μιας κυβερνητικής αλλαγής στο δημοκρατικό πλαίσιο έχει βέβαια τα όριά της. Δεν θα μπορούσε να ισχύει λ.χ. στην περίπτωση της «Χρυσής Αυγής», ή και του ΚΚΕ εφόσον το τελευταίο εξακολουθεί να επιδιώκει ρητά την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών. Είναι αλήθεια πως, πέρα από όσους κινδυνολογούν για να διασώσουν την εξουσία και τα προνόμιά τους, υπάρχουν και όσοι αυθεντικά φοβούνται πως η άνοδος στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει καταστροφή της χώρας. Νομίζω πως σφάλλουν.
Είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ασπάζεται μιαν ολοκληρωτική ιδεολογία, ή διαθέτει μιαν οργανωτική συγκρότηση που απειλεί τη δημοκρατία. Οι αντιδημοκρατικές σαχλαμάρες που ακούγονται καμιά φορά από τις γραμμές του έχουν μικρότερο ειδικό βάρος απ’ ό,τι η παρουσία Μπαλτάκου, Κρανιδιώτη ή Γεωργιάδη στις γραμμές της ΝΔ. Οι προσπάθειες ορισμένων φανατικών να τοποθετήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ εκτός δημοκρατικού τόξου απορρίφθηκαν από την κοινωνία γιατί βρίσκονται σε κραυγαλέα αντίθεση με την πραγματικότητα.
Συμπεριφορές που θυμίζουν αριστερίστικα γκρουπούσκουλα είναι βέβαια φυσικό να επιβιώνουν σε ένα κόμμα που μόλις προ τριετίας ήταν ακόμη περιθωριακό. Όμως η μεγάλη πλειοψηφία της ηγεσίας και των στελεχών του και η ίδια η δυναμική της πορείας προς την εξουσία κινούνται εμφανώς προς την αντίθετη κατεύθυνση, με μια σειρά πρόσφατων δειγμάτων.
Τούτων δεδομένων, υπάρχει ασφαλώς ο κίνδυνος μια τυχοδιωκτική ή αλλοπρόσαλλη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία να έχει καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα. Όμως καταστροφικές συνέπειες είχαν και η πολιτική της κυβέρνησης Καραμανλή το 2004-9, ή και των μνημονιακών κυβερνήσεων. Για όσους φοβούνται τον ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο από την παραμονή των Σαμαρά-Βενιζέλου, δεν έχουν παρά να αγωνισθούν, μέσα σε δημοκρατικά πλαίσια, υπέρ της παραμονής της σημερινής κυβέρνησης. Για μας τους υπόλοιπους όμως, αυτό που προέχει είναι να συμβάλουμε στην αναγκαία κυβερνητική αλλαγή και ώστε η αλλαγή αυτή να συντελεστεί σε συνθήκες δημοκρατικής και οικονομικής σταθερότητας, αταλάντευτα μέσα στην Ευρώπη.
Το αν μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα σώσει ή θα καταστρέψει παραπέρα τη χώρα δεν είναι άσχετο και από το γενικότερο κλίμα που θα επικρατήσει (εδώ και στην Ευρώπη) και από τη στάση και τη δράση και όλων ημών. Το τελευταίο αυτό οφείλουν να μην το ξεχνούν ιδιαίτερα όσοι κατά κόρον επικαλούνται την «υπευθυνότητα». Ας μην βρεθούν πιο πίσω από τους Μόντι, Πρόντι, τον Πάπα ή τον Άσμουσεν, που δείχνουν να αντιμετωπίζουν με ρεαλισμό και εποικοδομητικά μια πιθανή κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα.
—
Κάθε αλλαγή που είναι έστω και στοιχειωδώς ριζική εμπεριέχει κινδύνους. Η πορεία της δεν είναι προκαθορισμένη. «Καθαρή» αλλαγή, χωρίς λαϊκισμούς και κινδύνους εκτροπής, εκφυλισμού ή και παλινόρθωσης δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία. Οι συντηρητικοί, από συμφέρον ή από νοοτροπία, τάσσονται υπέρ του στάτους κβο και εξορκίζουν τους κινδύνους. Οι αριστεροί θεωρούν μεγαλύτερο κακό το στάτους κβο και πρωτοστατούν ή συμμετέχουν στην αλλαγή επιδιώκοντας να την κατευθύνουν ή να την επηρεάσουν.
Στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια μετάλλαξη σε πολλούς που έχουν συχνά μακριά διαδρομή στην αριστερά: η στράτευσή τους στρέφεται πλέον σχεδόν αποκλειστικά κατά της αλλαγής όταν αυτή έχει αριστερό πρόσημο. Κάθε αμφισβήτηση της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων γίνεται αντιληπτή ως ανευθυνότητα και τυχοδιωκτισμός που οδηγεί μαθηματικά στην καταστροφή.
Η βαθύτατα συντηρητική αυτή στροφή που εγγίζει τον πυρήνα της αριστερής ταυτότητας επενδύεται με λογικούς ακροβατισμούς: βαφτίζεται «αλλαγή» η πολιτική και οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιούν οι κατεστημένες δυνάμεις και που πλήττουν τις λαϊκές και δημοκρατικές κατακτήσεις. Κάθε δε προσπάθεια ανατροπής αυτών των πολιτικών και δυνάμεων βαφτίζεται «εμμονή στην ακινησία». Έτσι, στο μένος ορισμένων κατά του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι σαφές αν επισείεται περισσότερο ο κίνδυνος της «επανάστασης» με τον «μπολσεβίκο» Λαφαζάνη, ή της «ακινησίας» με τους πασοκογενείς συνδικαλιστές. Όσον αφορά την Ευρώπη, χαρακτηρίζεται εξωπραγματική η όποια αμφισβήτηση της πολιτικής της κας Μέρκελ. Κάθε αποτυχία Ευρωπαίων σοσιαλιστών να τροποποιήσουν την πορεία αυτή γίνεται δεκτή με αίσθημα δικαίωσης.
Εννοείται βέβαια ότι, από τη σκοπιά της δημοκρατικής αριστεράς, ζήτημα αγκύλωσης και εκσυγχρονισμού των προοδευτικών δυνάμεων και κινημάτων υπάρχει, και μάλιστα ιδιαίτερα οξύ στη χώρα μας. Εδώ όμως δεν πρόκειται για ένα εκσυγχρονιστικό αριστερό σχέδιο και λόγο, αλλά για την πλήρη υιοθέτηση των αντιλήψεων και του λεξιλογίου της δεξιάς, λογική συνέπεια της οποίας είναι πως η δεξιά εκπροσωπεί (πλέον;) την πρόοδο και η αριστερά την αντίδραση. Η διολίσθηση δε αυτή είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή σε μια χώρα όπου η μεταρρυθμιστική ορμή της δεξιάς και των συμμάχων της, ακόμη και με νεοφιλελεύθερα κριτήρια, είναι περίπου ανύπαρκτη.
—
Η δική μου αντίληψη για την «αριστερά της ευθύνης» δεν είναι ασφαλώς μια μακροχρόνια συμμαχία με ό,τι πιο συντηρητικό, φθαρμένο και διεφθαρμένο υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, τις δυνάμεις δηλαδή που μας έφεραν ως εδώ, στην κατάρρευση και μετά την κατάρρευση της χώρας. Δεν βλέπω καμία «υπευθυνότητα» στη συμμαχία με τις δυνάμεις αυτές. Ούτε εξ άλλου σε έναν οπορτουνιστικό ρόλο κεντρώου «μπαλαντέρ» που στόχο έχει την παραμονή σε κάθε περίπτωση στην εξουσία. Η υπεύθυνη αριστερά συμμετέχει ενεργά στο συνασπισμό της αλλαγής, γιατί είναι ακριβώς αριστερά. Μέσα σ’ αυτό το ρεύμα αγωνίζεται ενάντια στους ποικίλους κινδύνους ατυχημάτων και αδιεξόδων, στη βάση των δημοκρατικών και ευρωπαϊκών της αξιών και θέσεων. Η υπεύθυνη αριστερά δεν πάσχει από «επαναστατικό ρομαντισμό» και έχει πλήρη συνείδηση των εμποδίων και συσχετισμών εντός και εκτός του συνασπισμού της αλλαγής. Ασφαλώς, η συμβολή της θα ήταν πιο αποτελεσματική αν το εγχείρημα του «τρίτου πόλου» (όχι ως δεκανικιού της δεξιάς) δεν κατέρρεε τον περασμένο Μάϊο. Όμως και στις σημερινές συνθήκες η συμβολή της παραμένει χρήσιμη, πάντα μέσα και όχι ενάντια στις δυνάμεις της αλλαγής. Σε έναν τέτοιο ρόλο βλέπω και τον μοναδικό δρόμο για την επιβίωση της Δημοκρατικής Αριστεράς.
Ο Σωτήρης Βαλντέν είναι επιστημονικός συνεργάτης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών, μέλος της Κ.Ε. της ΔΗΜΑΡ και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της «Μεταρρύθμισης»
Via : www.metarithmisi.gr