Eνας γιος, ο γνωστός σκιτσογράφος Σπύρος Δερβενιώτης, παίρνει τα χνάρια του πατέρα του Θόδωρου Δερβενιώτη, ιχνηλατεί τον βίο του, τα αρχεία του, μνήμες, συνεντεύξεις και τον απίστευτο πλούτο των λαϊκών τραγουδιών που μας παρέδωσε.
Όλα αυτά στην καλογραμμένη βιογραφία που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες «Πάρε τα χνάρια που άφησα – Η ζωή και το έργο του Θόδωρου Δερβενιώτη» (Εκδόσεις Τόπος).
Σε κάθε σελίδα, η έντονη προσωπικότητα ενός δημιουργού που συγκαταλέγεται στο πάνθεον των μυθικών προσώπων του λαϊκού μας τραγουδιού.
Το έργο της ζωής του διαδραματίζεται με φόντο τη βαριά βυζαντινή παράδοση με τον συγγραφέα να πηγαίνει μπρος πίσω στον χρόνο. Από τα προπολεμικά χρόνια στη μεταπολίτευση, από τη Μακρόνησο, στα πάλκα της δεκαετίας του ΄80. Η Columbia, η μάχη με τη δισκογραφία και τους τραγουδιστές που άρχισαν να παίρνουν το πάνω χέρι, μπροστάρης στο πάλκο αλλά και στον συνδικαλισμό. «Πάνω απ’όλα όμως πατέρας» θα πει στο tvxs ο Σπύρος.
Μας προσφέρει μια καταβύθιση σε μια εποχή που έχει φύγει ανεπιστρεπτί και το μόνο νήμα που την ξαναφέρνει ατόφια στο προσκήνιο, είναι ίσως το τραγούδι της. Αυτό που εξέφρασε τον βαρύ πόνο αλλά και την ελπίδα, ενός λαού χιλιολαβωμένου.
Γιατί επιστρέφεις στον πατέρα σου με πλήρη βιογραφία και πόσο καιρό έγραφες το βιβλίο;
H ενασχόληση με την παρακαταθήκη του πατέρα ήταν ένα χρωστούμενο δεκαετιών, που οι απαιτήσεις της δικής μου πορείας έσπρωχναν προς ένα αιώνιο «αύριο».
Η καταναγκαστική παύση της πανδημίας μου έδωσε την ευκαιρία να ξεκινήσω την ψηφιοποίηση του συνόλου του μουσικού αρχείου του, μια διαδικασία που σταδιακά οδήγησε στην ανάγκη να ξαναειπωθούν αυτά που πρέσβευε ο Θόδωρος Δερβενιώτης. Με αυτόν τον μαγικό τρόπο της «συγχρονίας», αυτό έπεσε ακριβώς πάνω στην επέτειο των 100 χρόνων από την γέννησή του, πράγμα που μου επιβεβαίωσε ακόμα μια φορά ότι κάποια πράγματα γίνονται ακριβώς όταν πρέπει να γίνουν.
Η όλη διαδικασία της συγγραφής, μαζί με την έρευνα, μου πήρε περίπου ένα χρόνο. Ξεκίνησε Σεπτέμβρη του 2022 με τις πρώτες συνεντεύξεις, και ολοκληρώθηκε γύρω στον Οκτώβρη του 2023.
Σε κάθε σελίδα διαγράφεται μια ιδιαίτερα έντονη προσωπικότητα. Πώς ήταν να έχεις πατέρα τον Θόδωρο Δερβενιώτη;
Σε αντίθεση με πολλούς άλλους του βεληνεκούς του, ο Θόδωρος Δερβενιώτης είχε συνειδητά αποφασίσει ότι η οικογένειά του θα έμπαινε πάνω από την καριέρα του, κι ότι η μόνη μέριμνα για την καριέρα του ήταν αυτή να μπορέσει να υποστηρίξει την οικογενειακή ευτυχία. Συνεπώς ο «απόμακρος διάσημος πατέρας» είναι κάτι που δεν εμπίπτει στην εμπειρία μου. Από εκεί και πέρα, μας «κληροδότησε» το έντονο της προσωπικότητας.
Διαφωνούσαμε σχεδόν στα πάντα. Πολιτικά, καλλιτεχνικά, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Αλλά υπήρχε αγάπη και σεβασμός εκατέρωθεν. Αν τυχόν υπήρχε ανάγκη απόδειξης αυτού (που δεν υπήρχε), αυτή ήρθε φέτος: εγώ έγραψα 300 σελίδες σπουδής πάνω σε ένα έργο που μέχρι τότε μου ήταν ακατανόητο, και κατά τη διάρκεια της έρευνας στα αρχεία του, βρήκα έναν φάκελο όπου φυλούσε, κομμένες με ψαλίδι από τις εφημερίδες, όλες τις γελοιογραφίες μου, που ξέρω ότι εν πολλοίς του φαίνονταν εξ ίσου ακανόητες.
Πώς σε επηρέασε η προσωπικότητα και η δουλειά του;
Με τρόπους που δεν ήταν ορατοί εξ’ αρχής. Για παράδειγμα, έμαθα «δια του παραδείγματος» ότι είναι οκ να ξυπνάει κανείς στις 10 το πρωί κι όχι στις οκτώμισι, ότι είναι ωραίο πράγμα να μην έχεις κάποιον «από πάνω» που να ορίζει τη ζωή και τη δουλειά σου. Επίσης κληρονόμησα μεγάλες ποσότητες από το σκωπτικό του χιούμορ, που με μεγάλη μου έκπληξη κατόπιν διαπίστωσα ότι δεν ήταν «οικουμενικά αποδεκτό». Ένα άλλο πολύτιμο μάθημα που μας έδωσε, χωρίς καν να το συνειδητοποιεί, ήταν το «ξεψάρωμα» απέναντι στην έννοια της διασημότητας.
Ο Θόδωρος Δερβενιώτης παρέμεινε πάντα ένας Αγρότης, που μέχρι και τα 80 του χρόνια θα φορούσε γαλότσες και λασπωμένο παντελόνι για να φροντίσει ιδιοχείρως το κτήμα του.
Δεν φόρεσε ποτέ το «κουστούμι» της διασημότητας παρ’ όλο που όποτε χτυπούσε το τηλέφωνο στο σπίτι, από την άλλη άκρη της γραμμής θα ήταν σχεδόν πάντα κάποιος θρύλος της δισκογραφίας. Ο Θόδωρος Δερβενιώτης δεν την «ψώνισε» ποτέ και δεν μεγαλοπιάστηκε, παρ’ όλο που εκκινώντας από την ταπεινότερη των αφετηριών, έφτασε στην κορυφή της δισκογραφίας.
Ποιες είναι οι πιο ζωντανές μνήμες;
Σίγουρα τα καλοκαίρια στο Σούνιο (φαίνεται άλλωστε αυτό και στο βιβλίο). Όταν λέμε «καλοκαίρι» για εκείνη την εποχή, εννοούμε μίνιμουμ κανα τετράμηνο. Ένα τετράμηνο που εμείς είμασταν κοντά στη φύση, και ακόμα πιο κοντά σαν οικογένεια.
Επίσης η απουσία του καταναγκαστικού σχολικού πρωινού ξυπνήματος, μου χάρισε την πολύτιμη ανάμνηση να βλέπουμε μαζί, αργά το βράδυ, στην αυλή του εξοχικού, ταινίες και σήριαλ. Ένα ανομολόγητο δέσιμο γινόταν εκεί, όπου οι διαφορετικοί κόσμοι μας έρχονταν κοντά χάρη στην τυχαιότητα του προγραμματισμού της ΕΡΤ και της ΥΕΝΕΔ (τότε). Μοιράστηκε μαζί μου τη λατρεία του για την καθαρή αφήγηση των γουέστερν, μοιράστηκα μαζί του τη γονιμοποιητική φαντασία της «Ζώνης του Λυκόφωτος».
Υπάρχει ένα απόσπασμα στο βιβλίο από τα χρόνια της Μακρονήσου που ο πατέρας σου περνάει από μεγάλο βασανιστήριο και την ίδια ώρα κάνει πρόβα η χορωδία στην οποία δεν μπορεί να συμμετέχει. Γιατί δεν ρουφιάνεψε. Μιλούσε άνετα για εκείνα τα χρόνια και τις εμπειρίες;
Μιλούσε άνετα, μόνο που… δεν μιλούσε! Τι εννοώ μ’ αυτό. Ότι έκανε με διάφορους τρόπους φανερό ότι η Μακρόνησος δεν του ήταν μια εμπειρία απωθημένη. Πως θα μπορούσε; Αγόρασε ένα κομμάτι γης ακριβώς απέναντί της. «Έτσι, επίτηδες, για να τη βλέπω» μου είχε πει μια φορά.
Στο βιβλίο επιχειρώ μια λίγο πιο “στέρεη» ερμηνεία του τι σήμαινε αυτή η φράση. Αλλά στις οικογενειακές αφηγήσεις, χωρίς να αποφεύγει το θέμα, δεν το έφερνε και στο προσκήνιο σαν το πιο καθοριστικό πράμα που συνέβει στη ζωή του.
Περιγράφοντας την πρώτη του συνθετική απόπειρα γράφεις: «Οι λέξεις που διάβαζε μετατρέπονταν τόσο εύκολα σε μελωδίες που ήταν σίγουρος ότι κάτι δεν έκανε σωστά». Άρχισε να συνθέτει γιατί χρειαζόταν χρήματα; Δεν είχε την ανάγκη να γράψει τραγούδια;
Πολύ απλά δεν του είχε περάσει από το μυαλό η σύνθεση. Τα πρώτα του μουσικά «ένστικτα» ήταν αυτά του εκτελεστή: του ψάλτη στην εκκλησία, και του λαουτιέρη σε πανηγύρια, όπως ήταν ο παππούς του. Η σύνθεση στο μυαλό του ήταν προνόμιο άλλων ανθρώπων, «φτιαγμένων γι αυτό» ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.
Την ιδέα του τη ρίξανε άλλοι συνθέτες, διαβλέποντας ότι μια χαρά θα μπορούσε να ανταποκριθεί και σ’ αυτό το ρόλο. Εμφανώς είχαν δίκιο. Η ανάγκη του, η πρωταρχική του ανάγκη, ήταν να διαιωνίσει μια μουσική παράδοση. Σαν οργανοπαίκτης, αυτή του η προσφορά θα σταματούσε με τη φυγή του από τη ζωή. Σαν συνθέτης όμως, εμπλούτισε αυτή την παράδοση με εμβληματικά και διαχρονικά τραγούδια που παίζονται ακόμα, δεκαετίες μετά τον θάνατό του, και θα συνεχίσουν να παίζονται όσο θα υπάρχουν τρόποι αναπαραγωγής τους.
Στη σχέση του με άλλους σπουδαίους και σπουδαίες του τραγουδιού, ενδιαφέρον είχε η ιστορία με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου που της επέβαλε το ποσοστό.
Κομμουνιστικό ήθος, μια αίσθηση του δίκαιου και σωστού που τον έβαλε σε ουκ ολίγες «μαύρες λίστες».
Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Καίτη Γκρέϋ. Με ποια συνδέθηκε περισσότερο και γιατί;
Δεν υπήρξε κάποια πιο «ευνοούμενη» δισκογραφικά από τις άλλες. Σε όλες έδωσε τραγούδια που ταιριάζανε στις φωνές αλλά και στην προσωπικότητά τους, γιατί έτσι δούλευε: δεν ξεκινούσε να γράφει μια νότα χωρίς να ξέρει ποιος ή ποια θα την τραγουδήσει, γιατί προσάρμοζε τη σύνθεση στις δυνατότητες και τους περιορισμούς της εκάστοτε φωνής. Ένα τραγούδι που έβγαζε «τσαχπινιά» ή ένα που απαιτούσε δωρικότητα, θα πήγαινε και στην ανάλογη τραγουδίστρια που θα μπορούσε να το υποστηρίξει ανάλογα.
Αφού μιλάμε για γυναίκες δεν μπορώ να μη σταθώ στο πόσο πολύ σκιαγραφείται μέσα από τις αφηγήσεις του η βαριά πατριαρχία στην εποχή και μοιραία στον χώρο. Αντιγράφω από την πρώτη ιδρυτική διακήρυξη της dream team του τραγουδιού στις πρώτες συνδικαλιστικές απόπειρες που μιλούν για τις γυναίκες «…που άθελα τους μετέτρεψαν τις λαϊκές ορχήστρες σε πορνοσυγκροτήματα». Και υπογράφουν μεταξύ άλλων Καλδάρας, Βίρβος, Παπαϊωάννου, Καζαντζίδης, Ζαμπέτας κ.α. Πώς το σχολιάζεις;
Για να είμαστε απόλυτα δίκαιοι, η αμέσως επόμενη φράση της διακήρυξης είναι «εννοούμε όσες δεν συγκεντρώνουν τα απαιτούμενα καλλιτεχνικά προσόντα».
Με αυτή την έννοια, η συγκεκριμένη «κραυγή αγωνίας» περισσότερο έχει να κάνει με προσπάθεια διατήρησης των κέντρων σαν «οικογενειακά μέρη».
Η σημερινή κατάληξή τους ως «βαριά βιομηχανία καψούρας» με όλα τα κακόφημα συμπαρομαρτούντα της λέξης «νύχτα», φωτίζει επαρκώς τους λόγους της ανησυχίας, Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η εποχή η ίδια, η κουλτούρα της, από τις ταινίες, μέχρι τον Τύπο και φυσικά μέχρι και τη μουσική, δεν ήταν άκρως πατριαρχική.
Αναφέρονται στο βιβλίο και περιπτώσεις όπου ταλαντούχες τραγουδίστριες παρά λίγο να μείνουν εκτός δισκογραφίας παρ’ όλη την επιμονή του μαέστρου Δερβενιώτη στις φωνητικές τους ικανότητες, επειδή διευθυντές έκριναν ότι η εμφάνισή τους δεν «άφηνε υποσχέσεις» για να το πούμε κομψά.
Ο Δερβενιώτης είχε ισχυρή άποψη. Καταγράφεις διαφωνίες με ιερά τέρατα του χώρου όπως ο Τσιτσάνης για παράδειγμα. Διαφωνίες πάνω σε φλέγοντα ζητήματα της μουσικής που συζητάμε έως σήμερα, όπως τα «δάνεια» ή οι «κλοπές». Είχε επίσης απόλυτα διαμορφωμένη άποψη για τον διαχωρισμό της μουσικής σε Βυζαντινή και Δυτική σε μια εποχή που μιλούσαν για Τούρκικη και ινδική κλπ. Είχε ανοίξει πολλά μέτωπα και πως αξιολογείς σήμερα τις θέσεις του;
Θέλω κατ’ αρχήν να τονίσω το προφανές, ότι για την εποχή που μιλάμε τα «ιερά τέρατα» ήταν ακόμα άνθρωποι στην αρχή της καριέρας τους και με όλη την Βαριά Ιστορία τους ακόμα μπροστά τους, όχι πίσω τους. Ήταν οι συνάδελφοι της διπλανής καρέκλας στο πάλκο, πολλές φορές. Από εκεί και πέρα, όπως ξέρουμε από κάθε καλλιτεχνικό χώρο, οι δημόσιες διαφωνίες παίρνουν σχεδόν πάντα κι έναν πιο μελοδραματικό τόνο που στην «πραγματική ζωή» δε συνεπάγεται ιδίας έντασης προσωπικές ρήξεις.
Τούτου λεχθέντος, σαφώς η ισχυρογνωμοσύνη του Δερβενιώτη, η παντελής του αδυναμία να «ελίσσεται», του στοίχισε ποικιλοτρόπως στην καριέρα του. Ακούγεται κλισέ, αλλά από τότε που ζούσε ακόμα προσπαθούσα να βρω ρωγμές σ’ αυτή την θεωρία, ότι ίσως ήταν ένας εύσχημος τρόπος άρνησης ότι «πέρασε η εποχή του». Αλλά πάντα έβρισκα γεγονότα, ή κατόπιν εορτής μαρτυρίες, που κονιορτοποιούσαν αυτή τη θεωρία. Ναι, ο Δερβενιώτης πλήρωσε ακριβά την αταλάντευτη επιμονή του σε ό,τι θεωρούσε σωστό και δίκαιο.
Ο Δερβενιώτης ζει τη μετατόπιση ισχύος από τους δημιουργούς (τους συνθέτες πιο συγκεκριμενα) στους τραγουδιστές αλλά και την παντοδυναμία των δισκογραφικών. Πάλεψε και με τα δύο. Αφιερώνεις συγκινητικά μέγάλο μέρος στη συνδικαλιστική του δράση και τη δημιουργία της ΕΜΣΕ περιγράφοντας τη ροή της εξέλιξης έως τα χρόνια μας με το λουκέτο στην ΑΕΠΙ. Πώς αξιολόγησε μετά από χρόνια τη δράση του; Ήταν ευχαριστημένος; Και τι θα έλεγε κατά τη γνώμη σου για την εξέλιξη των πραγμάτων;
Ξέρουμε πια ότι η εμπειρία της ΕΜΣΕ δεν είχε ευτυχή κατάληξη. Καταγράφω με ποσά και νούμερα πόσο στοίχισε στον καθένα τους η άρνησή τους να συμπλεύσουν με την τότε πανίσχυρη ΑΕΠΙ.
Δυστυχώς δεν έζησε μέχρι την ταπεινωτική κατάρρευση της άλλοτε κραταιάς «ληστρικής εταιρείας».
Έφυγε με το μαράζι ότι η ΕΜΣΕ δεν πέτυχε το σκοπό της αυτοδιαχείρισης για τον οποίο φτιάχτηκε.
Σήμερα θα ήταν πολύτιμη η τεχνογνωσία που απέκτησε στο νέο τοπίο που σχηματίστηκε, αλλά εξίσου έντονη θα ήταν η εναντίωσή του σε παθογένειες που συνεχίζονται γιατί είναι σύμφυτες με τους χώρους συγκέντρωσης μεγάλων συμφερόντων, όπως είναι το τραγούδι.
Ποιες από τις διενέξεις με τους ομότεχνους του στοίχισαν περισσότερο;
Οι δημόσιες διενέξεις δεν άφηναν «κουσούρι» γιατί λειτουργούσαν και εκτονωτικά, καυτηριάζοντας τραύματα που αλλιώς θα κακοφόρμιζαν.
Οι προσωπικές συμπεριφορές του στοίχιζαν περισσότερο, με κορυφαίες την αχαριστία και το σνομπισμό, ωφελημένων από αυτόν που αργότερα του γύρισαν την πλάτη. Για μια πολύ συγκεκριμένη πλάτη αναφέρομαι εκτενώς στο βιβλίο, για όποιον έχει την περιέργεια.
Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις λέει πως γεννήθηκε με τη μουσική μέσα του και πως το ηφαίστειο το μέσα του ικανοποιήθηκε. Αυτό ήταν ευτυχία για τον πατέρα σου, αυτόν που περιγράφεις ως «ο μαέστρος ο δάσκαλος, ο πρόεδρος, ο μπαμπάς μου»
Νομίζω ότι περισσότερο κι απ΄τη μουσική, η επαφή με τη γη ήταν που του έδινε ευτυχία.
Θα μπορούσε να περάσει μεγάλο διάστημα χωρίς να αγγίξει μπουζούκι, αλλά θα ασφυκτιούσε αν δεν μπορούσε να σκαλίσει τις ντομάτες του ή να ποτίσει τις φυστικιές του.
Αλλά κάπου εκεί, στον «πράσινο κόσμο του» όπως τον έλεγε, συνέβαινε και η αλχημεία: πόσες μελωδίες θα τον επισκέφτηκαν περνώντας ανάμεσα σε φυλλωσιές, αντηχώντας από τη ροή υδάτινων πηγών, με σεκόντο από τζιτζίκια ή τρυγώνια;
Πόσες φορές δεν «αντιλαλούσαν οι ρεματιές» όπως λέει και το εμβληματικό τραγούδι του «Πάρε τα χνάρια», που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο;
Πηγή : https://tvxs.gr