Του Παντελή Μπουκάλα
Δεν έχει πάντοτε πρωτότυπα ερωτήματα να θέσει η Ιστορία. Τα προβλήματα που πάνω τους σκοντάφτουμε και σήμερα, και ή συντριβόμαστε ή βρίσκουμε τρόπο να τα προσπεράσουμε, βασάνισαν κι άλλες γενιές, δοκιμάζοντας την πνευματική ετοιμότητα και την ψυχική τους αντοχή. Οχι, ούτε στάσιμη είναι η Ιστορία ούτε αυτοεπαναλαμβάνεται εγκλωβισμένη στους κύκλους της, αρνούμενη τη σπειροειδή πορεία που της έταξε ο Μαρξ. Εντούτοις, όσα εννοούμε ως καθοριστικά για την ανθρώπινη κατάσταση δεν είναι αποκλειστικότητα του καιρού μας και επινοήσεις ή ανάγκες δικές μας, όσο κι αν κάθε γενιά (και άτομο) δικαιούται την ψευδαίσθηση της μοναδικότητας. Την ίδια σημασία είχαν παλιά, την ίδια θα συνεχίσουν να έχουν. Παράδειγμα η ελευθερία του λόγου, που αποκτά πλήρες νόημα όταν συνυπάρχει με την ισηγορία, όταν το «τις αγορεύειν βούλεται;» απευθύνεται σε όλους, δίχως αποκλεισμούς.
Ουδέποτε ήταν δεδομένη η ελευθερία αυτή. Την πολέμησαν πολιτικά, θρησκευτικά, στρατιωτικά, οικονομικά και ιδεολογικά συστήματα, που μεταμφίεζαν το λογοκριτικό τους πάθος χρησιμοποιώντας ευτράπελες δικαιολογίες, το «κοινό καλό» λ.χ. ή τα «εθνικά συμφέροντα». Είδαμε την περασμένη Κυριακή, μέσα από τα «Ενθυμήματα» του Κασομούλη, ότι στα γενέθλια του νεοελληνικού Τύπου ήταν παρούσα και η λογοκρισία. Δεν είχε λείψει όμως ούτε από τα συμβατικά εννοούμενα γενέθλια του αρχαιοελληνικού Τύπου: Ενας από τους συντάκτες των «Βασιλείων Εφημερίδων», όπου, υπό την αρχισυνταξία του Ευμένη του Καρδιανού, καταγράφονταν τα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα της εκστρατείας του Αλεξάνδρου, ήταν ο Καλλισθένης, ανιψιός του Αριστοτέλη. Επειδή όμως δεν τον εξυμνούσε επαρκώς, ο στρατηλάτης τον φυλάκισε εντός κλωβού, προς σωφρονισμόν. Ξαναγυρνώντας στο ’21 και σε όσα ακολούθησαν, διαπιστώνουμε πως η συμβουλή-εντολή που έδωσαν οι ελεύθεροι πολιορκημένοι καπετάνιοι στον Ιωάννη-Ιάκωβο Μάγερ («Γράψε ό,τι γνωρίζεις ελεύθερα, χωρίς συστολήν, τα καλά και τα κακά μας») συνάντησε πολύ γρήγορα τους πολεμίους της. Ηταν μάλιστα και τότε εποχή δυσβάσταχτων δανείων από το εξωτερικό και εποχή μιας άλλης προστάτιδος τρόικας (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), τα συμφέροντα της οποίας δεν έπρεπε να θίγονται.
Μάρτιο του 1831, λοιπόν, ο Αντ. Πολυζωίδης, «νέος εκ Θεσσαλίας λόγιος, ελθών εκ Παρισίων πλήρης των ιδεών της ιουλιανής επαναστάσεως, επεχείρησεν την εν Ναυπλίω, τη έδρα αυτής της κυβερνήσεως, έκδοσιν αντιπολιτευομένης εφημερίδος, του «Απόλλωνος»». Επικαλούμενος το Σύνταγμα της Τροιζήνας, «απήλλαξεν εαυτόν της υποχρεώσεως προς αίτησιν της επισήμου αδείας του Κυβερνήτου» – του Καποδίστρια. Η αφήγηση, από τη δίτομη «Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων», είναι του Γερμανού ιστορικού Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντι, γιου του μεγάλου συνθέτη Φέλιξ Μέντελσον, που πρόσθεσε το Μπαρτόλντι στο οικογενειακό επώνυμο όταν βάφτισε τα παιδιά του προτεσταντόπουλα, επειδή η εβραϊκή του καταγωγή τον εξέθετε σε κινδύνους. Συχνός επισκέπτης της Ελλάδας ο Καρλ Μέντελσον, ανήκει στους πρώτους μελετητές της νεότερης ιστορίας της, αναζήτησε δε τις κοινωνικές δυνάμεις που διαδραμάτισαν ρόλο εμπνευστή και καθοδηγητή της Επανάστασης.
Αντιγράφω από τη μετάφραση του Αγγελου Βλάχου, σε έκδοση του 1876 (ο ενδιαφερόμενος τη βρίσκει στην «Ανέμη», την εξαιρετική ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης): «Την πρωίαν ευθύς της ημέρας, καθ’ ην έμελλε να δημοσιευθή ο «Απόλλων», ενώ ειργάζοντο ήδη τα πιεστήρια, ενεφανίσθησαν ένοπλοι εν τω τυπογραφείω και απηγόρευσαν την τύπωσιν εν ονόματι της κυβερνήσεως. Την επαύριον δε κατεσχέθησαν τα φύλλα και άπαν το υλικόν». Μπροστά στον κίνδυνο ο Πολυζωίδης «ενόμισε φρονιμώτερον να διεκφύγη του κράτους των εναντίων του». Κατέφυγε, λοιπόν, στην Υδρα, όπου τον δέχτηκαν ένθερμα οι αντικαποδιστριακοί. «Εκεί εξεδόθη την 16η Μαρτίου του 1831 ο πρώτος αριθμός του «Απόλλωνος». Το εκ του Πλουτάρχου ρητόν: «Ούτε εκ του κόσμου τον ήλιον, ούτε εκ της ομιλίας αρτέον την παρρησίαν» και η επιγραφή: «Εθνική συνέλευσις, Σύνταγμα! », ήτις μετεβλήθη βραδύτερον εις το επιφώνημα «Ελεύθεραι εκλογαί, Σύνταγμα», υπεσήμαινον ήδη, ότι η εφημερίς εκείνη σκοπόν είχε την βιαιοτάτην κατά του συστήματος του Κυβερνήτου αντιπολίτευσιν» (ίσως υπάρχει κάποιο λάθος εδώ· όσο έψαξα, δεν βρήκα τέτοιο ρητό του Πλούταρχου, ο Στοβαίος πάντως στο Ανθολόγιό του διέσωσε μια ελαφρώς διαφορετική φράση του Σωκράτη: «Ούτε εκ του κόσμου τον ήλιον, ούτε εκ της παιδείας αρτέον την παρρησίαν»: ούτε από τον κόσμο να αφαιρείς τον ήλιο ούτε από την παιδεία την παρρησία, την «περί το λαλείν ελευθερία»). Ο Καποδίστριας, «πιεζόμενος υπό της δημοσίας γνώμης του τόπου, και προ πάντων υπό της δημοσίας γνώμης της Ευρώπης, απεφάσισε να εκδώση νόμον περί Τύπου». Με το νέο διάταγμα, «πλήρης ελευθεροτυπία παρεχωρείτο εις τους Ελληνας».
Πλήρης; Οχι ακριβώς, διότι «ενώ η κυβέρνησις, καταστέλλουσα εγκρατώς τας ορέξεις αυτής, εφαίνετο διατεθειμένη να απόσχη πάσης προσβολής κατά της ελευθερίας του Τύπου, ευθύς εν τοις επομένοις περιείχετο παράδοξός τις και ύποπτος ρήτρα, διαλύουσα πάσαν εκείνην την επιφάνειαν: «Σέβας προς τας μεγάλας Δυνάμεις και την καθεστηκυίαν των πραγμάτων τάξιν»». Οπότε; «Αν ο Τύπος απετόλμα τι κατά των ιερών τούτων, έπραττεν έγκλημα εσχάτης προδοσίας και υπεβάλλετο εις την προσήκουσαν τιμωρίαν». Υπήρξε, βεβαίως, αντίδραση, πάντως «ουδείς επετίμησε δριμύτερον τους ελεεινούς εκείνους αποστόλους της λογοκρισίας, ή ο εθνικός ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος. Εν ταις σατύραις αυτού […] προσβάλλει δι’ αμειλίκτου πικρίας πάσαν την διοίκησιν και ιδίως τας περί Τύπου διατάξεις του Κυβερνήτου, και θρυμματίζει εις κόνιν τα σοφιστικά επιχειρήματα των κυβερνητικών απολογητών».
Πέντε οκτάστιχες στροφές απαρτίζουν το αντιλογοκριτικό ποίημα του Σούτσου. Σε όλες ωστόσο επαναλαμβάνονται ως δεύτερο μισό οι εξής στίχοι, που με τη σαρκαστική ευθυβολία τους νίκησαν τον χρόνο, έστω κι αν δεν καλοθυμόμαστε πάντοτε τον πατέρα τους: «Είν’ ελεύθερος ο Τύπος, φθάνει μόνο να μην βλάψης / της Αρχής τους Υπαλλήλους, / τους Κριτάς, τους Υπουργούς μας και των Υπουργών τους φίλους· / είν’ ελεύθερος ο Τύπος, φθάνει μόνον να μην γράψης». Κάτι θα ‘θελε να πει ο ποιητής με την απόφασή του να επαναλάβει πεντάκις το τετράστιχο. Μάλλον σαν επωδή το χρησιμοποίησε, σαν μαγικό θεραπευτικό λόγο, παρά σαν επωδό. Μόνο που το ξόρκι δεν παραέπιασε.
Via : www.kathimerini.gr