του Γρηγόρη Ιωαννίδη
Μια μικρή ιστορία των τίτλων που επιλέγουν οι θεατρικές ομάδες
Τέρμα πια τα Θεατρικά Εργαστήρια και οι Πειραματικές Σκηνές της δεκαετίας του ’70. Τώρα οι θίασοί μας βαφτίζονται Nova Melancolia, Blitz και Bizoux de Kant. Υπάρχει βέβαια λόγος.
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος –και πιο διασκεδαστικός πιθανόν- να υποψιαστεί κάποιος τις καλλιτεχνικές διαθέσεις μιας εποχής, παρά εξετάζοντας τα ονόματα που επιλέγουν οι θεατρικές ομάδες για τον εαυτό τους. Η ονομασία ενός θιάσου όμως έχει και μια σοβαρότερη όψη: συχνά γίνεται ένα είδος μανιφέστου, μια λιγόλογη αναφορά στις αρχές του θιάσου, μια προγραμματική αρχή που δείχνει, πέρα από την αισθητική, την αφοσίωση του θιάσου σε ένα σκοπό.
Ποιος είναι αυτός ο σκοπός σήμερα; Για να τον κατανοήσουμε, θα πρέπει να αναζητήσουμε ποιος ήταν ο σκοπός άλλοτε. Το ζήτημα μας πηγαίνει πίσω, αρχές της δικτατορίας, όταν για πρώτη φορά με τόση ένταση ο παλμός της πρωτοπορίας των ’60s δονούσε και τις δικές μας κεραίες. Υπήρχαν τότε πολλοί λόγοι για να ακολουθήσεις τον παλμό (που κάποια στιγμή οδήγησε στις λεωφόρους του ’68), και δεν ήταν μόνο πολιτικοί.
Υπήρχε η διάθεση μιας νέας τέχνης του θεάτρου, που να μπορούσε να μιλήσει σε περισσότερους, με περισσότερη ειλικρίνεια. Υπήρχε η πρόθεση αναγέννησης του θεάτρου, ώστε να μπορεί να μεταφέρει πέρα από δραματουργικές πληροφορίες το εύρος και το βάθος μιας εμπειρίας άλλοτε ξεχασμένης κι άλλοτε πρωτόγνωρης, πάντοτε σημαντικής όμως και πάντοτε απελευθερωτικής. Υπήρχε, τέλος, και η παραφροσύνη μιας εποχής που ζητούσε να αγγίξει το τέλος του αιώνα πολύ νωρίτερα από τα καθορισμένα χρονικά και ιστορικά του όρια. Και όλα αυτά αφορούσαν τους νέους με τον όρο της νεότητας, με την αξία και τα ιδανικά της.
Στον αστερισμό τού Γκροτόφσκι
Πόσα απ’ όλα αυτά έφτασαν στα αλήθεια να μιλήσουν στους εκδρομείς του ’60 παραμένει θέμα συζήτησης. Ωστόσο για το θέατρο, που μας ενδιαφέρει εδώ άμεσα, τα πράγματα της πρωτοπορίας έμοιαζαν το ίδιο οραματικά όσο και χειροπιαστά. Ήταν μια πρωτοπορία με όνομα και διεύθυνση, τίτλο και πράξη. Λεγόταν Γκροτόφσκι ή Κάντορ όταν κοιτούσες στα ανατολικά, και λεγόταν Ζωντανό Θέατρο ή Λα Μάμμα όταν κοιτούσες προς τα δυτικά.
Γι’ αυτό και οι θίασοι που ξεπηδούσαν άτακτα από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 τιτλοφορούσαν τις προσπάθειές τους με τα ονόματα των αντίστοιχων ξένων προσπαθειών σαν κονκάρδα, βαρύγδουπα ίσως για το μέγεθος των δικών μας πραγμάτων, γεμάτα όμως διάθεση ανατρεπτική. Οι νέοι θίασοι τότε διάλεγαν για τον εαυτό τους ονόματα όπως Θεατρικό Εργαστήρι, Ζωντανό Θέατρο, Θίασος ’70 ή Νέα Πορεία. Λεγόνταν Ανοικτό Θέατρο, Βήματα, Ελεύθερο Θέατρο, Θέατρο Έρευνας Πατάρι, Πειραματική Σκηνή, Πειραματικό Θέατρο, Στούντιο 47…
Η πρόθεση όλων ήταν φανερή: Θέλω –έλεγαν- να ακολουθήσω την πρωτοπορία του εξωτερικού όπως την ακούω, έστω και χωρίς να τη γνωρίζω σε βάθος ή να την κατανοώ πλήρως. Θέλω όμως να αντισταθώ, να δημιουργήσω, να σκάψω, να ξεχερσώσω, να χτίσω με τα δικά της εργαλεία και τα υλικά της.
Από τότε πέρασαν βέβαια πολλά, πέρασαν Δικτατορία και πρώτη και δεύτερη Μεταπολίτευση, έγινε η στροφή του θεάτρου μας στην αναζήτηση της ιθαγένειας και η εγκαθίδρυση μιας νέας γενιάς συγγραφέων. Για χρόνια οι τίτλοι λησμονήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με άλλους, λιγότερο οραματικούς και πιο προσγειωμένους, προσαρμοσμένους στα δεδομένα μιας σκηνής που σπάνια νικούσε την εσωστρέφεια και τον ναρκισσισμό της.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης
Ώσπου πρόσφατα, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, και ακόμα πιο έντονα και γοργά με τον νέο αιώνα, οι θίασοί μας άλλαξαν πάλι ονόματα, αλλάζοντας –καμιά φορά και από έξω προς τα μέσα- στόχους και προθέσεις. Τώρα πια λέγονται Nova Melancolia, Vasistas, Projektor, Blitz, Pequod και Bizoux de Kant…
Θυμάμαι ακόμα τις πρώτες αντιδράσεις στους αγγλόφωνους τίτλους των ομάδων που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του ’90, και που σταδιακά απλώθηκαν, για να περιλάβουν όλη σχεδόν την ερευνητική στροφή στα πρώτα χρόνια του ’00. Τίποτα δεν πτόησε την τάση: ούτε τα ειρωνικά σχόλια, ούτε οι δηκτικές παρατηρήσεις. Αντιθέτως, τα αγγλικά σε παραστάσεις και μαρκίζες πλήθυναν και με τον καιρό έγιναν ολοένα και πιο επιτηδευμένα. Έφτασαν μέχρι να αποτυπώνουν ιδιάζουσες ξένες εκφράσεις, ιδιωματισμούς, θεατρική αργκό.
Ήταν άραγε η θητεία στο εξωτερικό που έκανε περισσότερο αγγλοτραφείς τούς τότε νέους; Ήταν η διάθεσή τους για πρόκληση; Μια στροφή ίσως προς την παγκοσμιοποιημένη πράξη, ένας κοσμοπολιτισμός πρωτόγνωρος για αυτή του την έκταση στο θέατρό μας;
Όλα αυτά μαζί, και κάτι ακόμα. Είναι μια βαθιά πρόθεση που διακρίνω στις προσπάθειες των νέων θιάσων, μια ανομολόγητη επιθυμία, κάτι σαν εσωτερικό κίνητρο που ωθεί τις προσπάθειές τους. Πρόκειται για την επιθυμία να ενωθούν σε μια κοινή υπερ-εθνική ταυτότητα με τους θιάσους του εξωτερικού, να ενταχθούν μαζί με εκείνους σε γενικότερα σχήματα σκέψης κι έκφρασης. Μια συλλογικότητα πλατιά της τέχνης που βρίσκεται καλύτερα αποτυπωμένη στη λειτουργία των απανταχού φεστιβάλ – και στο δικό μας, το Ελληνικό Φεστιβάλ. Εκεί υπάρχει η συνάντηση ανθρώπων με το ίδιο γούστο, τις ίδιες αναζητήσεις και – τελικά- την ίδια γλώσσα.
Την τάση αυτή, μην έχοντας κάτι καλύτερο, τη λέω «φεστιβαλισμό». Και εννοώ με αυτή την εξωστρέφεια των θιάσων μας την πρόθεσή τους (ακόμα και ασύνειδη και παρορμητική και μιμητική και δάνεια) να συμμετέχουν νοερά σε ένα άτοπο και πανταχού παρόν Φεστιβάλ, παρέα με εκείνους που θαυμάζουν και ακολουθούν. Είναι ένα περιβάλλον διαλόγου, ανταλλαγής και μίμησης που δεν εντοπίζεται κάπου συγκεκριμένα, αλλά διαχέεται στο δίκτυο των καλλιτεχνικών ανταλλαγών, επισκέψεων και προσκλήσεων. Σε αυτό θέλουν να μπουν οι δικοί μας νέοι. Και όπως στον ψηφιακό κόσμο, δανείζονται μια γλώσσα κοινόχρηστη και ευρεία για τον τίτλο, το όνομα και τις παραγωγές τους.
Via : www.efsyn.gr