του ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ*
Ξαναγυρίζω στη φιλόξενη αυτή σελίδα ύστερα από μια αγρανάπαυση, αναγκαία άλλωστε για καθένα εργαζόμενο και μάλιστα όπως ο υπογράφων, που ασκεί, όπως έλεγε και ο Εζδρα Πάουντ, το κερατένιο αυτό επάγγελμα σαράντα τέσσερα συναπτά έτη! Και επανέρχομαι για να παρέμβω με όλη τη δύναμη της πείρας μου σ’ ένα θεσμό που κάποιοι, είναι πλέον βέβαιο και αποδεδειγμένο, προσπαθούν να τον υπονομεύσουν και να τον ευτελίσουν: το Φεστιβάλ Επιδαύρου, που φέτος γιορτάζει (!;) τα εξήντα χρόνια του.
Επειδή είχα το προνόμιο και τη δίψα να είμαι παρών το 1954 στη θεμέλιο παράσταση ως θεατής και επειδή ως κριτικός συμπλήρωσα ήδη 43 χρόνια συνεχούς παρουσίας και επιπροσθέτως είχα την τύχη και την τιμή να δω ερμηνευμένες από μεγάλους καλλιτέχνες πάνω από 35 μεταφράσεις μου, έχω, θαρρώ, το δικαίωμα και θα ‘λεγα την υποχρέωση να πω πλέον τη γνώμη μου ευθαρσώς.
Εν πρώτοις η Επίδαυρος είναι ένας μοναδικός αρχαιολογικός χώρος αλλά δεν είναι ιερός, είναι λειτουργικά κατασκευασμένος για να φιλοξενεί και να κυρώνει αρχαίο ελληνικό δράμα. Τα αρχαία ποιητικά τραγικά και κωμικά κείμενα είναι ιερά, όχι ο χώρος.
Οι μεγάλοι αρχαιολόγοι και οι μεγάλοι θεατράνθρωποι που αναβίωσαν στο σύγχρονο κόσμο την ερμηνευτική προσέγγιση των ανοιχτών προβλημάτων που θέτει η αρχαία τραγική και κωμική φόρμα ήταν άνθρωποι σοφοί, σεμνοί και ειδήμονες. Δεν ήταν ξυλοσχίστες. Εν αρχή διαπίστωσαν εκ των πραγμάτων πως ένα θέατρο με χωρητικότητα 12.000 θεατών και μάλιστα με παραστάσεις στα πλαίσια θρησκευτικού πανηγυριού (κάτι σαν τη σημερινή Τήνο και την Παναγία Σουμελά) είναι θέατρο λαϊκό. Και πρέπει δυνητικά να γεμίζει δύο φορές επί οκτώ εβδομάδες. Και έχει παλαιότερα γεμίσει 16 φορές με πάνω-κάτω εκατό χιλιάδες θεατές. Και αυτοί οι εκατό χιλιάδες θεατές άκουγαν και έβλεπαν Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη και Αριστοφάνη μεταφρασμένους από μεγάλους ποιητές (Γρυπάρη, Βάρναλη, Σταύρου, Μελαχρινό), μεγάλους συνθέτες (Βάρβογλη, Ευαγγελάτο, Παλλάντιο, Θεοδωράκη, Ξενάκη, Χατζιδάκι, Χρήστου, Αντωνίου), μεγάλους εικαστικούς (Φωκά, Κλώνη, Γιάννη Παππά, Μόραλη, Βακαλό), μεγάλους χορογράφους (Γριμάνη, Λουκία, Μάνου, Ευαγγελίδη, Βαρούτη, Τσάτσου, Χορς), μεγάλους ηθοποιούς, ειδικευμένους (Παπαδάκη, Παξινού, Μινωτή, Κωτσόπουλο, Κατσέλη, Αρώνη, Κατράκη, Καλλέργη, Ηλιόπουλο, Βεργή, Αλεξανδράκη, Συνοδινού, Παπαθανασίου, Καρακατσάνη, Μιχαλακόπουλο).
Οσο ο θεσμός βρισκόταν στην εποπτεία και την ευθύνη του Εθνικού Θεάτρου (1954-1975), οι χοροί, ανδρικοί και γυναικείοι, αποτελούνταν από ειδικευμένα στελέχη και οι δοκιμές διαρκούσαν τουλάχιστον 5 μήνες (επί Ροντήρη) έως 8 μήνες! Αλλά και αργότερα, όταν εισήλθαν στη θυμέλη και επιχορηγούμενοι θεσμικοί θίασοι (ΚΘΒΕ, Θέατρο Τέχνης, Αμφιθέατρο) τα στελέχη του χορού ήταν επιλεγμένα και ειδικευμένα ως «σχολή»!
Ετσι και η λαϊκή μεγάλη συμμετοχή (υπήρξε παράσταση, Αντιγόνη με Συνοδινού, Λυσιστράτη με Καρακατσάνη, που η Επίδαυρος χώρεσε 14.000 θεατές σε μια βραδιά). Αυτό σημαίνει θέατρο παιδείας. Και αυτό το θέατρο, αυτές οι απόψεις, αυτές οι σχολές βγήκαν στο εξωτερικό (Ευρώπη, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ιαπωνία) και σε χώρες τελείως έξω από την τραγική παράδοση (ο Ροντήρης έφερε την τραγωδία στην Αργεντινή, στο Εκουαδόρ, στο Μεξικό, στη Χιλή, όπου πρώτη φορά άνθρωποι έβλεπαν Σοφοκλή και Αισχύλο).
Πρέπει να είναι τυφλός και βλαξ όποιος δεν διαπιστώνει με τεκμήρια πως η σύγχρονη μόδα η διεθνής της ερμηνείας του αρχαίου δράματος οφείλεται στη διάχυση των παραστάσεων του Ροντήρη, του Μινωτή, του Μουζενίδη, του Κουν, του Βολανάκη στα τέσσερα σημεία του σημερινού κόσμου. Εως τότε το αρχαίο δράμα ήταν σπάνια καταφυγή και ανήκε στο ρεπερτόριο των ιταλικών κλειστών σκηνών.
Οι Ιάπωνες ανέβασαν πρώτη φορά τραγωδία -και μάλιστα έξοχη- με τη «Μήδεια» του Χίρα, αφού είδαν πρώτη φορά Μινωτή και Κατράκη στον «Προμηθέα Δεσμώτη».
Ποιος βλαξ τολμάει να υποβαθμίσει, να συκοφαντήσει και να γελοιοποιήσει αυτή την έξοχη παράδοση;
Ο Αλέξης Σολομός έβγαλε τον Αριστοφάνη πρώτος στην Ευρώπη, στο Θέατρο των Εθνών, ο Βολανάκης στην Αγγλία και ο Κουν με τους «Ορνιθες» παντού. Εως τότε ο Αριστοφάνης στην Ευρώπη, αλλά κυρίως στην Αμερική και στην Ασία, ήταν ή άγνωστος ή απαγορευμένος.
Στην Αγγλία έως το 1970 ο Λόρδος λογοκριτής απαγόρευε τον Αριστοφάνη κι όταν ο Πήτερ Χωλλ ανέβασε τη «Λυσιστράτη» δεν έβρισκε μεταφραστή στα αγγλικά καθηγητή και κατέφυγε σε Ινδό ελληνιστή αγγλόφωνο. Αλλά πού να βρει και Αγγλο ενδυματολόγο να φτιάξει κοστούμια με φαλλούς; Και έφεξε στο μεγάλο Διονύση Φωτόπουλο να εισαγάγει τα φαλλικά στη συντηρητική Μεγάλη Βρετανία.
(Θα συνεχίσω)
*Φιλόλογος, κριτικός
Via : www.enet.gr