Δημήτρης Σούρδης *
Οι έννοιες «προοδευτικός» και «συντηρητικός» έχουν τις ρίζες τους στο κίνημα του διαφωτισμού και καθιερώθηκαν ως πολιτικοί χαρακτηρισμοί τον 19ο αιώνα. Δίπλα σε αυτούς προστέθηκε και αυτός του «αντιδραστικού» που εντελώς λανθασμένα, χρησιμοποιείται πλέον σχεδόν ως συνώνυμος του δευτέρου.
Ο γνήσιος συντηρητικός προϋποθέτει έναν κόσμο όπου οι κοινωνικές αλλαγές καθορίζονται και οριοθετούνται από κάτι που είναι έξω και πάνω αυτόν και υπόκεινται σε θεϊκή βούληση (και για κάποιους – λίγους – σε φυσικούς νόμους).** Ο αντιδραστικός αντιθέτως, όπως εξ’ άλλου και ο προοδευτικός, είναι πεπεισμένος, ότι η μεταβολή και η όποια «αλλαγή» του κόσμου είναι αποτέλεσμα ανθρωπίνων δράσεων. Ένας συντηρητικός κατά βάση δεν μπορεί να έχει ένα πολιτικό πρόγραμμα. Για αυτό φροντίζει ο Θεός ή η φύση. Ο αντιδραστικός αντίθετα είναι πεπεισμένος ότι ο «αντίπαλος προοδευτικός» έχει την δυνατότητα «να κάνει τον κόσμο αγνώριστο» και παλεύει με όλα τα μέσα όχι για κάποια ιδεώδη και αρχές, αλλά για να αποτρέψει την άνοδό του στην εξουσία. Ο αντιδραστικός σε τελευταία ανάλυση «ζει» πολιτικά από τον αντίπαλο και από μία ενδεχόμενη μελλοντική «αλλαγή» που προσπαθεί να αποτρέψει. Ο συντηρητικός απεναντίας πιστεύει ότι οι αλλαγές που επιχειρούνται δεν επιφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, παρά μόνον δημιουργούν αρνητικές «προσωρινές» καταστάσεις, έως να επανέλθει η (θεϊκή) τάξη πραγμάτων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο ο συντηρητικός βρίσκεται μπροστά σε ένα ανυπέρβλητο δίλημμα. Εάν παραμείνει πιστός στις πεποιθήσεις του δεν του μένει παρά η επιλογή της παραίτησης. Οποιαδήποτε πολιτική του δράση ευνοεί τον εκάστοτε αντιδραστικό, ενάντια σε συγκεκριμένες μόνον αλλαγές. Σήμερα οι συντηρητικοί τείνουν να εκλείψουν (στην Ελλάδα εξ άλλου δεν υπήρξε ποτέ άξιο λόγου συντηρητικό κίνημα). Η καθολική πλέον αποδοχή της «κοινωνικής προόδου» – μία άκριτη και ανιστόρητη μεταφορά της τεχνολογικής προόδου – έχει συμβάλλει επίσης σε αυτό.
Σήμερα το σύνολο των πολιτικών ενεργειών των κυβερνητικών κομμάτων προέρχεται από «προοδευτικούς» που υπόσχονται αλλαγές που θα ευνοήσουν την «χώρα» και από αντιδραστικούς που εναντιώνονται σε αλλαγές, είτε επειδή προέρχονται από τον αντίπαλο είτε επειδή εκτιμούν ότι θα επιδεινώσουν την θέση τους. Είναι περιττό νομίζω να πούμε ότι το ίδιο πρόσωπο ενδύεται και τους δύο μανδύες, αν και αυτός του «αντιδραστικού» υπερτερεί σε εμφανίσεις.
Η διάκριση σε «προοδευτικούς» και «συντηρητικούς» και η αντιστοίχιση τους στο δίπολο Αριστερά – Δεξιά, δεν έχει κανένα πολιτικό νόημα, αφού οι συντηρητικοί έχουν σχεδόν εκλείψει. Το κυρίαρχο ζήτημα δεν είναι πλέον η αντιπαράθεση με τους ελάχιστους εναπομείναντες συντηρητικούς, αλλά η διαχείριση των πολυπληθών αντιδραστικών.
Η Αριστερά δεν μπορεί να είναι μία πολιτική δύναμη αντίδρασης. Η όποια αντιπαράθεση και αντίθεσή της με την Δεξιά οφείλει να προκύπτει μέσα από θέσεις, ενέργειες και πολιτικές για μία σαφώς ορισμένη «πρόοδο» που θα προωθεί την Ελευθερία την Ισότητα και την Αλληλεγγύη. Σε αντίθετη περίπτωση δεν θα διαφέρει από τον αντίπαλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο ιστορικός πλέον εκπρόσωπός της, όπου αντί του αρχικού «Υπέρ» και του «Για ένα …» κυριαρχεί πλέον συντριπτικά το «Ενάντια» και το «Όχι σε …».
* Μέλος της πολιτικής επιτροπής της Πράσινης Αριστεράς
** Η θεολογικά έξοχα τεκμηριωμένη άποψη του Leibniz ότι «ο πραγματικός κόσμος είναι ο καλλίτερος δυνατός» εκφράζει ίσως καλλίτερα από κάθε άλλη την θέση των συντηρητικών.