Σωτήρης Βαλντέν
Την ημέρα ακριβώς που δημοσιοποιήθηκε το ναυάγιο της κίνησης των «58», ο Σταύρος Θεοδωράκης, γνωστός δημοσιογράφος του Mega, εξήγγειλε την ίδρυση νέου κόμματος με το όνομα «Ποτάμι». Η εξαγγελία έλαβε τεράστια δημοσιότητα από τα κατεστημένα ΜΜΕ. Υπήρξε δε αρκετά πρωτότυπη, αφού ο «ηγέτης» (όπως αυτοχαρακτηρίσθηκε) του κόμματος δεν παρουσίασε πρόγραμμα ή ιδρυτική διακήρυξη, αλλά διάσπαρτες θέσεις σε συνεντεύξεις ή με τη μορφή απαντήσεων σε ερωτήματα. Επίσης δεν παρουσιάσθηκαν τα ιδρυτικά μέλη της κίνησης, αλλά ένας κατάλογος τριάντα ονομάτων με τους ο οποίους ο Θεοδωράκης «συζητά» (και από τους οποίους τρεις-τέσσερεις στη συνέχεια διέψευσαν ότι συμμετέχουν στο νέο κόμμα).
Σε αντίθεση με την κίνηση των «58» που δεν περιλαμβάνονταν ως κόμμα στις δημοσκοπήσεις (αφού πρόθεσή τους ήταν να συμμετάσχουν στις ευρωεκλογές μαζί με άλλα κόμματα της κεντροαριστεράς), το νέο κόμμα, αμέσως μόλις ανακοινώθηκε, άρχισε να καταγράφεται με αξιόλογα ποσοστά και κατέλαβε την τρίτη θέση μετά τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ. Σύμφωνα με τους αναλυτές, το «Ποτάμι» αντλεί ψήφους από όλα περίπου τα κόμματα.
Ο Θεοδωράκης απέφυγε να προσδιορίσει επακριβώς το πολιτικό στίγμα της πρωτοβουλίας του. Παρέπεμψε για μετά τις εκλογές την απόφαση για την ευρωπαϊκή πολιτική ομάδα στην οποία θα ενταχθούν τυχόν βουλευτές που θα εκλέξει. Αρνήθηκε να χαρακτηρισθεί ως κεντροαριστερά, δηλώνοντας ότι θα αντλήσει καλές ιδέες τόσο από την αριστερά όσο και από τη φιλελεύθερη δεξιά. Δεν μίλησε για τα μνημόνια και δεν αναφέρθηκε καθόλου σε κυβερνητική πρόταση. Υιοθέτησε μερικές προτάσεις που έχουν ήδη περιληφθεί στα προγράμματα των περισσοτέρων κομμάτων (π.χ. την μείωση του αριθμού των βουλευτών σε 200). Τοποθετήθηκε βέβαια σαφώς υπέρ της Ευρώπης, πράγμα που όμως στις ελληνικές συνθήκες τον οριοθετεί μόνο απέναντι στην ακροδεξιά και την πέρα του ΣΥΡΙΖΑ αριστερά.
Η προβολή μόνο του αρχηγού με υποβάθμιση των λοιπών συμμετεχόντων συνέβαλε στη διατήρηση της ασάφειας ως προς το πολιτικό στίγμα του «Ποταμιού»: ο Θεοδωράκης είναι γνωστός στο πανελλήνιο από τις εκπομπές του, ως ένας καλός και συμπαθής δημοσιογράφος που προσεγγίζει συχνά ευαίσθητα θέματα, αποφεύγοντας όμως τις υπερβολικές κακοτοπιές, με ένα είδος soft «ερευνητικής δημοσιογραφίας». Και οπωσδήποτε, χωρίς σαφές πολιτικό προφίλ (εκτός ίσως από μιαν αντιεθνικιστική στάση που χάνεται όμως στο παρελθόν).
Αν το «Ποτάμι» άφησε πολλά αναπάντητα ερωτήματα ως προς τις πολιτικές του θέσεις, έγινε ήδη φανερό ότι στηρίζει την επικοινωνιακή του στρατηγική σε τρία κυρίως στοιχεία:
- Πρώτον, καταγγέλλει το υπάρχον πολιτικό σύστημα, με έναν ήπιο «αντισυστημισμό». Το «Ποτάμι» ελπίζει να βρει εδώ ένα μεγάλο ακροατήριο, όσους (ως επί το πλείστον δικαίως) απεχθάνονται τους σημερινούς πολιτικούς, χωρίς όμως και να προσχωρούν στη ριζοσπαστική ή άκρα αριστερά, ούτε βέβαια και στην ακροδεξιά. Φαίνεται πως διδάχθηκε εδώ από το ναυάγιο των «58», ναυάγιο που εν πολλοίς οφείλεται στον θανάσιμο εναγκαλισμό τους με τον κ.Βενιζέλο.
- Δεύτερον, απέναντι στις κομματικές εντάξεις και οριοθετήσεις, ο Θεοδωράκης προβάλλει τον «κοινού νου». Με δεδομένη την ανεπάρκεια των κομματικών λόγων, η άποψη πως η κομματικοποίηση και η πολιτικοποίηση θέτουν παρωπίδες που εξυπηρετούν αποκλειστικά τα κομματικά επιτελεία και όχι τον πολίτη και τη χώρα βρίσκει αναμφισβήτητα απήχηση. Δεν χρειαζόμαστε «δεξιά» ή «αριστερά», λένε πολλοί, αλλά απλώς κοινή λογική, πραγματιστικά, αδογμάτιστα μυαλά και αξιοκρατία για να λύσουμε τα προβλήματα. Αν παραμερίσουμε τις κομματικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις, μπορούμε όλοι μαζί να ανορθώσουμε τον τόπο. Για να αντιληφθούμε την επιρροή αυτών των απόψεων, αρκεί να θυμηθούμε πόσο ειρωνεύθηκαν κάποιοι την προφανώς ορθή άποψη που εξέφρασε η Ρένα Δούρου ότι υπάρχει δεξιός και αριστερός τρόπος για να μαζεύονται τα σκουπίδια.
- Τρίτον, ο Θεοδωράκης προβάλλει ένα κάπως αντικομφορμιστικό στυλ, που έρχεται σε αντίθεση με τη σοβαροφάνεια της μεγάλης πλειονότητας των, συνήθως κάποιας ηλικίας, πολιτικών των παλαιών κομμάτων: μολονότι, όχι νέος και ο ίδιος, αρέσκεται να εμφανίζεται με ένα σακίδιο στην πλάτη, οι συνεντεύξεις του καλλιεργούν μιαν «άνετη» και «χαλαρή» ατμόσφαιρα, και η επικοινωνιακή του τακτική στηρίζεται πολύ στο διαδίκτυο. Εδώ, ο αρχηγός του «Ποταμιού» εμπνέεται μάλλον και από τον Τσίπρα.
Αρκούν άραγε τα στοιχεία αυτά για να συγκροτήσει κανείς ένα πολιτικό κόμμα; Η εμπειρία από την Ευρώπη δεν το αποκλείει, τουλάχιστον για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Έχουμε αρκετά παραδείγματα κομμάτων αντικομφορμιστικών και λαϊκιστικών με μονοπρόσωπη ηγεσία, χωρίς συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα, συχνά με επικέντρωση σε ένα-δύο θέματα, που κατορθώνουν πρόσκαιρα να «εισβάλουν» στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα. Κατά κανόνα τα σχήματα αυτά «ξεφουσκώνουν» μετά από λίγο, αλλά συχνά προλαβαίνουν να αναστατώσουν την πολιτική σκηνή και να εντυπωσιάσουν σε κάποιες εκλογικές αναμετρήσεις.
Μήπως λοιπόν το «Ποτάμι» θα πετύχει εκεί που απέτυχε η «Ελιά»; Είναι ακόμη νωρίς για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα. Ο Θεοδωράκης έχει υπέρ του ένα έξυπνο timing. Εξαγγέλλοντας το κόμμα του λιγότερο από τρεις μήνες πριν από τις εκλογές (την ώρα που οι «58» το γυροφέρνανε για δύο σχεδόν χρόνια), έχει την ελπίδα να πετύχει την εκλογή ευρωβουλευτών και την εκτόπιση ανταγωνιστικών σχημάτων, πριν «ξεφουσκώσει». Όμως το «Ποτάμι», εκτός από τη διαφαινόμενη λαϊκιστική και κατά βάθος απολίτικη ουσία του, που κατά τη γνώμη μου το καθιστά μακροπρόθεσμα μη βιώσιμο, εμπεριέχει και ορισμένες αντιφάσεις που ενδεχομένως να εμποδίσουν την επιτυχία του και νωρίτερα:
- Ξενίζει κατ’ αρχάς ότι το νέο, δήθεν αντισυστημικό και αντικομφορμιστικό, κόμμα με τον αρχηγό με το σακίδιο, κυριολεκτικά κατασκευάστηκε και προβάλλεται πέρα από κάθε μέτρο από τα ΜΜΕ της διαπλοκής, όπως ακριβώς συνέβη με τους «58». Ποιος πολίτης, δημοσιογράφος ή άλλος, που αποφασίζει να ιδρύσει ένα κόμμα, δηλώνοντας μάλιστα και «αντισυστημικός», θα «λανσάρονταν» με 15-λεπτα ρεπορτάζ και σχόλια στα κεντρικά δελτία ειδήσεων και οκτασέλιδα αφιερώματα σε εφημερίδες, πριν καλά-καλά μας πει τι θέλει και ποιους εκπροσωπεί; Έπειτα ο ηγέτης του «Ποταμιού» είναι στέλεχος του καναλιού που αποτελεί το κατ’ εξοχήν σύμβολο του πολιτικού ξεπεσμού της χώρας. Και η Ελλάδα βοά από φήμες ότι η χρηματοδότησή του προέρχεται από ισχυρότατα οικονομικά συμφέροντα. Χρειάζεται άραγε να είναι κανείς επιρρεπής στη συνωμοσιολογία για να διαβλέψει εδώ μιαν ενορχήστρωση;
- Ξενίζει ακόμη πως το νέο κόμμα που καταγγέλλει το παλαιοκομματικό σύστημα εμφανίσθηκε απολύτως αρχηγικό, όπως ακριβώς τα κόμματα αυτού του συστήματος και με τρόπο αδιανόητο για ένα κόμμα της δημοκρατικής αριστεράς. Πού ακούστηκε αντικομφορμιστικό κόμμα να αποτελεί «one man show», με τον «ηγέτη» του να μιλά στον πρώτο ενικό, και να μην έχει κάνει λόγο για καμιά συλλογικότητα; Σε τι διαφέρει σ’ αυτό από τους διάφορους αρχηγίσκους της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ που κατά καιρούς εξαγγέλλουν την ίδρυση κομμάτων περί τους εαυτούς τους, με τον εμφανή σκοπό να αυξήσουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη σε κομματικά παζάρια;
- Ξενίζει τέλος το νεφελώδες αντισυστημικό image που εκπέμπει το νέο κόμμα, αν το αντιπαραβάλουμε με τις γνωστές θέσεις ορισμένων από τους αναφερόμενους ως συνεργάτες του. Δεν χρειάζεται δα να ακονίσει κανείς πολύ τη μνήμη του για να θυμηθεί πως όσοι από τους συνεργάτες αυτούς έχουν κάποια δημόσια πολιτική παρουσία τα τελευταία χρόνια, χαρακτηρίζονται ως οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές των μνημονίων και οι πιο εμπαθείς αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ (για να μην πούμε και κάθε είδους αριστεράς), τόσο που να ωχριούν μπροστά τους και πολλοί από τους «58».
Με άλλα λόγια, το «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός κόμματος-«μαϊμού». Πίσω από την κατασκευασμένη του εικόνα υπάρχει η πραγματικότητα ενός σχήματος που έχει ως πυρήνα πεισμένους μνημονιακούς και προωθείται από το ίδιο περίπου κατεστημένο που προσπάθησε να προωθήσει την κίνηση των «58». Φαίνεται πως οι επικοινωνιολόγοι του μνημονιακού μπλοκ, απογοητευμένοι από τα αποτελέσματά τους στο χώρο των διανοουμένων «εκσυγχρονιστών», αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους σε ένα νεότερο και λιγότερο πολιτικοποιημένο κοινό. Στόχος όμως παραμένει ο ίδιος: η όρθωση ενός αναχώματος απέναντι στον «κίνδυνο» του ΣΥΡΙΖΑ και η ρυμούλκηση του ενδιάμεσου χώρου στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Η μνημονιακή και φιλοκυβερνητική ατζέντα του νέου εγχειρήματος αποκλείεται να παραμείνει επί μακρόν κρυφή. Οι δε σαθρές του βάσεις (αρχηγισμός, έλλειψη ηγετικής ομάδας) είναι πιθανό να επιδράσουν γρήγορα στην συνοχή του. Γι’ αυτό και οι πιθανότητες το «Ποτάμι» να ξεφουσκώσει σύντομα παραμένουν μεγάλες. Ωστόσο, τα νέα δημοσκοπικά δεδομένα, στο βαθμό που δεν είναι και αυτά κατασκευασμένα (πράγμα όχι αδύνατο στην Ελλάδα της διαπλοκής), υποδεικνύουν ότι το νέο κόμμα θα μπορούσε και να «πιάσει», τουλάχιστον για τις εκλογές του Μαΐου. Κρίνω γι’ αυτό σκόπιμο να σχολιάσω τα στοιχεία στα οποία στηρίζει τη δημοτικότητά του.
Η απογοήτευση και η απέχθεια για το σημερινό πολιτικό σύστημα αποτελεί ένα αυθεντικό και απόλυτα δικαιολογημένο συναίσθημα μεγάλου μέρους της κοινωνίας. Όμως η ισοπέδωση των πάντων είναι παραπλανητική και ωφελεί αυτούς που έχουν την πρώτη ευθύνη για το πού φθάσαμε. Κόμματα και πολιτικοί δεν είναι όλα ίδια και σίγουρα δεν έχουν όλα τις ευθύνες των ηγεσιών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Η ισοπεδωτική στάση απέναντι στα κόμματα γενικώς και το πολιτικό σύστημα συναντά και την ατζέντα της αντικοινοβουλευτικής ακροδεξιάς, όπως και της σταλινικής και άκρας αριστεράς. Ωφελεί τους εχθρούς της δημοκρατίας.
Ο Σταύρος Θεοδωράκης δεν φαίνεται βέβαια να είναι ο Γκρίλλο της Ελλάδας. Ο χώρος για κάθε είδους γνήσια αντισυστημικά κινήματα έχει καταληφθεί προ πολλού από άλλες δυνάμεις. Με δεδομένα το προφίλ και την ιστορία αυτού και των συνεργατών του, καθώς και τις δυνάμεις που τον προωθούν, λίγη αμφιβολία μπορεί να υπάρχει ότι θα «παίξει» εντός των πλαισίων του πολιτικού μας συστήματος. Και λίγοι αμφιβάλλουν πως έχει επιλέξει την κυβερνητική και μνημονιακή πλευρά. Μόνο που την επιλογή του αυτή την αποσιωπά, μάλλον πιο επιτυχώς από τους «58».
Τίθενται δύο ερωτήματα: Ο τόπος δεν χρειάζεται άραγε περισσότερο «κοινό νου» και αξιοκρατία στη διαχείριση των κοινών; Και δεν είναι αλήθεια πως το πολιτικό μας σύστημα καλλιεργεί την τεχνητή πόλωση και την υπέρμετρη ιδεολογικοποίηση; Η απάντηση είναι αναμφίβολα ναι και στα δύο ερωτήματα. Η ΔΗΜΑΡ και η ανανεωτική αριστερά επικρίνουν με συνέπεια αυτές τις παθογένειες εδώ και δεκαετίες.
Όμως η θεραπεία αυτών των παθογενειών δεν προϋποθέτει την άρση των πολιτικών πρόσημων στις ασκούμενες ή προτεινόμενες πολιτικές, ούτε την κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών δεξιάς/αριστεράς. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει πουθενά στον δημοκρατικό κόσμο. Η θεωρία του «κοινού νου» δεν είναι παρά μια εκδοχή του θατσερικού δόγματος ΤΙΝΑ (there is no alternative). Αυτοί που την υποστηρίζουν δεν είναι οι «λογικοί» και οι «μη φανατισμένοι», αλλά οι δεξιοί. Αν το πρόβλημά μας ήταν απλά και μόνο ότι μας λείπει η λογική, τότε βέβαια δεν θα υπήρχαν εναλλακτικοί δρόμοι, αλλά μόνον ένας, ο «λογικός». Θα βρισκόμασταν σε έναν ιδεατό κόσμο όπου οι αντιθέσεις δεν θα αντανακλούσαν διαφορές συμφερόντων και προσεγγίσεων, αλλά παρεξηγήσεις. Θα αρκούσε να αναθέσουμε σε κάποιους τεχνοκράτες να μας βοηθήσουν να αρθούν οι παρεξηγήσεις. Και μην έχετε καμιά αμφιβολία πως οι τεχνοκράτες αυτοί θα πάσχιζαν να μας πείσουν για το «επώδυνο, αλλά αναγκαίο» των νεοφιλελεύθερων μέτρων και μεταρρυθμίσεων.
Ας συνοψίσω:
Η εικόνα του «Ποταμιού» ως κάτι το νέο, που απευθύνεται σε νέους, απορρίπτει τα σημερινά κόμματα και αντιμετωπίζει τα προβλήματα με κοινό νου και όχι με ιδεολογικές και κομματικές προκαταλήψεις είναι κατά τη γνώμη μου παραπλανητική. Ο αρχηγός της κίνησης, οι φερόμενοι ως συνεργάτες του, αυτοί που τους στηρίζουν, όπως και τα πρώτα δείγματα γραφής συνηγορούν στο ότι το «Ποτάμι» βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στο πολιτικό σύστημα που υποτίθεται πως καταγγέλλει. Για τα κρίσιμα ζητήματα όπου οι πολίτες καλούνται να εκφραστούν στις προσεχείς αναμετρήσεις, την ασκούμενη οικονομική πολιτική και την δικομματική κυβέρνηση, η σιωπή του «Ποταμιού» δεν είναι αθώα, αλλά υποκρύπτει επιλογή υπέρ των μνημονιακών δυνάμεων.
Το «Ποτάμι» έχει πολλές αδυναμίες: τον αρχηγισμό, την έλλειψη ηγετικής ομάδας, τη σιωπή του για κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες. Ωστόσο η επικοινωνιακή στρατηγική του είναι πιο αποτελεσματική από αυτήν των «58», καθώς αξιοποιεί την αυθεντική απέχθεια των πολιτών προς το υπάρχον πολιτικό σύστημα και την καθολική και ισοπεδωτική καταδίκη των κομμάτων. Γιʼ αυτό, πριν «ξεφουσκώσει», δεν αποκλείεται να σημειώσει επιτυχίες στις επερχόμενες ευρωεκλογές, πράγμα που θα μπορούσε να επηρεάσει κρίσιμα τις διεργασίες στον ενδιάμεσο χώρο ενόψει και των εθνικών εκλογών, λειτουργώντας υπέρ της δεξιάς και κατά της αριστεράς.
Για τη δημοκρατική αριστερά, το «Ποτάμι» λειτουργεί οπωσδήποτε ανταγωνιστικά, στο βαθμό που, απευθυνόμενο στον ίδιο περίπου χώρο, επιδιώκει μια συσπείρωση που προορίζεται να προστεθεί στη δεξιά και όχι να εργασθεί για μιαν αριστερή εναλλακτική λύση. Έχει γιʼ αυτό σημασία να υπάρξει ένα ξεκάθαρο μέτωπο κριτικής απέναντί του. Μια κριτική που δεν θα υπερασπίζεται βέβαια τον παλαιοκομματισμό, αλλά θα αποκαλύπτει τον ψεύτικο «αντισυστημισμό» του «Ποταμιού», θα αναδεικνύει τα κρίσιμα ζητήματα για τα οποία σιωπά (ασκούμενες πολιτικές, κυβερνητική πρόταση) και, μέσα από αυτά, θα υπενθυμίζει πως όλα τα κόμματα δεν είναι ίδια, και πως η Δημοκρατική Αριστερά, ως ο μόνος αυθεντικός προοδευτικός τρίτος πόλος που μπορεί να επιβιώσει μέσα από τις συμπληγάδες του νέου διπολισμού, αποτελεί ζωτική ανάγκη για την κεντροαριστερά και για τον τόπο.
Ο Σωτήρης Βαλντέν είναι επιστημονικός συνεργάτης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών, μέλος της Κ.Ε. της ΔΗΜΑΡ και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής της «Μεταρρύθμισης»
Via : www.metarithmisi.gr