Πριν από πέντε χρόνια ο Antoine Deltour παραιτήθηκε από τη δουλειά του στην PricewaterhouseCoopers. Λίγο πριν αφήσει το γραφείο του στη θυγατρική εταιρεία του γνωστού οίκου ορκωτών λογιστών στο Λουξεμβούργο, ο Γάλλος είχε αντιγράψει σε έναν εξωτερικό δίσκο 28.000 έγγραφα.
Σε αυτά τα έγγραφα ήταν καταγεγραμμένες οι μυστικές ευνοϊκές φορολογικές συμφωνίες (tax rulings) που είχαν συνάψει 343 κορυφαίες εταιρείες του πλανήτη με τις αρχές του Λουξεμβούργου.
Μέσω αυτών των συμφωνιών, διεθνικοί επιχειρηματικοί κολοσσοί όπως η Apple, η Amazon, η Ebay, η Heinz, η Pepsi, η IKEA και η Deutsche Bank κατάφερναν να αποφεύγουν κάθε χρόνο δισεκατομμύρια φόρων, μειώνοντας τον συντελεστή φορολόγησης των κερδών τους μέχρι και στο… 1%.
Ο Deltour διοχέτευσε αυτά τα έγγραφα στον διεθνή Τύπο το 2012 και η βόμβα που έσκασε ονομάστηκε σκάνδαλο Luxleaks.
Χάρη σε αυτή τη διαρροή ήρθε ξανά στην επιφάνεια η σύγχρονη μάστιγα της επιχειρηματικής φοροαποφυγής, οι στρατηγικές που χρησιμοποιούν δηλαδή οι επιχειρήσεις προκειμένου να μεταφέρουν τα κέρδη τους από εκεί που τα παράγουν σε φορολογικούς παραδείσους.
Οι αποκαλύψεις προκάλεσαν τη δημόσια κατακραυγή, τροφοδότησαν έρευνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Λουξεμβούργο και τους άλλους φορολογικούς παραδείσους της Ευρώπης και υποχρέωσαν τις κυβερνήσεις, τον ΟΟΣΑ και το G20 σε έναν άνευ προηγουμένου διάλογο για την υιοθέτηση αυστηρότερων κανόνων διεθνώς.
Δικαίως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο βράβευσε το 2015 τον Deltour με το Βραβείο Ευρωπαίων Πολιτών.
Οχι όμως και η εταιρεία του, η PricewaterhouseCoopers, η οποία άσκησε αγωγή τόσο εναντίον του Deltour όσο και εναντίον ενός άλλου συναδέλφου του (Raphael Halet) αλλά και ενός δημοσιογράφου (Eduard Perrin).
Η PwC κατηγορεί τον Deltour και τον Halet για κλοπή, παραβίαση εμπορικών μυστικών και νόμων επαγγελματικού απορρήτου, καθώς και για παράνομη πρόσβαση στη βάση δεδομένων της, ενώ τον Perrin για υποκίνηση σε διαρροή.
Η δίκη των τριών Γάλλων ξεκίνησε την περασμένη Τρίτη και προβλέπεται να ολοκληρωθεί στις 4 Μαΐου.
Ο Deltour βρίσκεται αντιμέτωπος με ποινή φυλάκισης έως και 10 ετών όπως και πρόστιμο 1,25 εκατομμυρίων ευρώ.
Πέρα από την περίπτωση του Deltour, η δίκη αυτή εγείρει όπως είναι φυσικό σημαντικά ερωτήματα για τη θέση και την προστασία των ανθρώπων που καταγγέλλουν φαινόμενα διαφθοράς, των επονομαζόμενων και whistleblowers.
Η ειρωνεία είναι ότι το Λουξεμβούργο είναι μία από τις 4 ευρωπαϊκές χώρες που έχουν ειδική νομοθεσία για την προστασία των whistleblowers.
Ωστόσο, η προστασία που προσφέρει η νομοθεσία αυτή είναι περιορισμένη. Ο Deltour δεν θεωρείται whistleblower, αφού ο νόμος του Λουξεμβούργου περιορίζεται μόνο σε παραπτώματα διαφθοράς και οι πληροφορίες που αποκάλυψε ο Γάλλος δεν δείχνουν κάποια κραυγαλέα διαφθορά.
Επίσης, η προστασία που προσφέρει στους wistleblowers o νόμος του Μεγάλου Δουκάτου αφορά πιθανή απόλυσή τους από τον εργοδότη τους και όχι τη δίωξή τους.
Ωστόσο, ο Deltour δεν είναι μόνος του σε αυτόν τον αγώνα. Τουλάχιστον 125.000 άνθρωποι έχουν υπογράψει υπόμνημα με το οποίο απαιτούν την άρση της δίωξης εναντίον του, τονίζοντας ότι οι πληροφορίες που ο Γάλλος αποκάλυψε αφορούσαν το δημόσιο συμφέρον.
Ακόμη, μια σειρά από διεθνείς οργανώσεις που μάχονται για τη διαφάνεια και την υπεράσπιση των whistleblowers παρέχουν νομική υποστήριξη στον Deltour, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι οι άνθρωποι που προβαίνουν σε αποκαλύψεις είναι γενναίοι και πρέπει να προστατεύονται και όχι να ενάγονται.
Η Oxfam -η γνωστή ΜΚΟ που μάχεται κατά της φτώχειας- τονίζει από την πλευρά της:
«Οι whistleblowers που αναδεικνύουν τη φοροαποφυγή θα πρέπει να δοξάζονται και να προστατεύονται και όχι να διώκονται. Μόνο μέσα από τις θαρραλέες πράξεις ατόμων όπως ο Antoine Deltour ο κόσμος αφυπνίζεται για φορολογικές καταχρήσεις που κοστίζουν στις χώρες δισεκατομμύρια δολαρίων κάθε χρόνο.
Αυτό το χρήμα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή γιατρών, φαρμάκων, βιβλίων, δασκάλων. Κατευθύνεται όμως σε ήδη φουσκωμένους τραπεζικούς λογαριασμούς φοροφυγάδων.
Απουσία μεγαλύτερης φορολογικής διαφάνειας, oι αποκαλύψεις των wistleblowers είναι συχνά ο μόνος τρόπος έκθεσης των φοροφυγάδων. Οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να αφήνουν στους wistleblowers την αστυνόμευση του φορολογικού συστήματος.
Πρέπει να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις τη δημοσιοποίηση των οικονομικών τους δραστηριοτήτων σε κάθε χώρα στην οποία λειτουργούν, έτσι ώστε να είναι ξεκάθαρο αν πληρώνουν δίκαιο μερίδιο φόρου εκεί.
Τα Luxleaks έδειξαν ότι οι κυβερνήσεις είναι κάποιες φορές συνένοχες στη φοροδιαφυγή. Είναι καιρός οι πολιτικοί ηγέτες να σταματήσουν να ικανοποιούν τις απαιτήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων και να αρχίσουν να εργάζονται για το καλό των πολιτών τους».
H υποκρισία της Ευρώπης
Μετά τις αποκαλύψεις των Luxleaks, μετά τα Swissleaks, μετά τα πρόσφατα Panama Papers, θα περίμενε κανείς από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν ακόμη περισσότερα μέτρα διαφάνειας και προστασίας για τους ανθρώπους που αποκαλύπτουν τις απάτες και τις ανομίες των μεγάλων επιχειρήσεων σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος.
Η ντιρεκτίβα για τα «Εμπορικά Μυστικά» που ψήφισε πριν από δυόμισι εβδομάδες το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όμως κάθε άλλο παρά αυτό δείχνει.
Σύμφωνα με τη νέα οδηγία, όλες οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα απολαμβάνουν το ίδιο επίπεδο προστασίας απέναντι στη βιομηχανική κατασκοπία και στις 28 χώρες της Ε.Ε.
Οι πιθανές συνέπειες όμως αυτού του νόμου στην ελευθερία της πληροφόρησης εγείρουν ερωτήματα, ειδικά για τους whistleblowers, τους ανθρώπους που αποκαλύπτουν τις κρυφές «ματσαράγκες» των επιχειρήσεων χάριν του δημόσιου συμφέροντος.
Αρκετοί ευρωβουλευτές υποστήριξαν ότι η οδηγία δεν τους παρέχει επαρκή προστασία και η Ομάδα των Πρασίνων ζήτησε μάλιστα την αναστολή της ψήφισής της.
«Το πιο επείγον μετά τις αποκαλύψεις των Panama Papers θα έπρεπε να είναι όχι η προστασία των εμπορικών μυστικών αλλά των whistleblowers», τόνισε ο Γάλλος ευρωβουλευτής των Πρασίνων, Pascal Durand.
Για τον τελευταίο, το κορυφαίο ζήτημα είναι «η αντιστροφή του βάρους της απόδειξης».
Σύμφωνα με τη νέα οδηγία, είναι ευθύνη των ίδιων των whistleblowers να αποδείξουν ότι οι αποκαλύψεις στις οποίες προβαίνουν είναι για το δημόσιο συμφέρον και ότι δεν έχουν εμπορικό κίνητρο.
Αυτό όμως θα μπορούσε να θέσει τον οιονδήποτε προβαίνει σε αποκαλύψεις σε υψηλό κίνδυνο, τόσο νομικά όσο και οικονομικά, λόγω των υπερβολικών γενικεύσεων που υπάρχουν στο σύνολο της οδηγίας.
Σύμφωνα με τη νέα οδηγία, οτιδήποτε μπορεί να εκληφθεί ως εμπορικό μυστικό. Το μόνο κριτήριο γι’ αυτό είναι να έχει εμπορική αξία.
Ετσι, για παράδειγμα, οι εταιρείες δεν χρειάζεται να προσδιορίζουν προληπτικά τις πληροφορίες που θεωρούν αυτές ως εμπορικό μυστικό. Η ασάφεια αυτή είναι επικίνδυνη.
Η δεύτερη ανησυχία είναι το είδος των ενεργειών και συμπεριφορών που η ντιρεκτίβα καθιστά παράνομες: όλες δηλαδή τις μορφές «απόκτησης, χρήσης και αποκάλυψης των εμπορικών μυστικών», χωρίς τη συγκατάθεση του «κατόχου των εμπορικών μυστικών».
Αν η οδηγία είχε σκοπό μόνο την προστασία των επιχειρήσεων από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, θα ήταν καλύτερα να στοχεύει στην οικονομική ή εμπορική εκμετάλλευση αυτών των παρανόμως αποκτηθέντων μυστικών.
Η οδηγία πηγαίνει όμως πολύ πιο πέρα από τη νόμιμη προστασία των επιχειρήσεων έναντι του αθέμιτου ανταγωνισμού γεννώντας εύλογα ερωτήματα.
Και αυτό γίνεται ακόμη πιο σαφές όταν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο αυτουργός της «παράνομης απόκτησης, χρήσης και αποκάλυψης των εμπορικών μυστικών» δεν χρειάζεται να είναι ο αρχικός «κλέφτης».
Τρίτοι άνθρωποι, οι οποίοι «κατά τη στιγμή της χρήσης ή της αποκάλυψης γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν σύμφωνα με τις περιστάσεις ότι το εμπορικό μυστικό αποκτήθηκε από άλλο πρόσωπο που το χρησιμοποιεί ή το αποκαλύπτει παράνομα», μπαίνουν επίσης στο στόχαστρο.
Ετσι, whistleblowers, δημοσιογράφοι, ΜΚΟ, συνδικαλιστικές οργανώσεις ή οποιοσδήποτε από τις ενδιαφερόμενες ομάδες πολιτών που αποκαλύπτουν ένα εμπορικό μυστικό (χωρίς τη συγκατάθεση του «κατόχου του»), υπό μορφήν καταγγελίας ενός παραπτώματος της εν λόγω επιχείρησης, μπορούν να κατηγορηθούν για παράβαση της νέας νομοθεσίας.
Via : www.efsyn.gr