Συντάκτης: Δημήτρης Αγγελίδης
Αξίζουν συγχαρητήρια στο δήμο Φιλαδέλφειας και Χαλκηδόνας και στο δήμο Νέας Ιωνίας και σε όσους είχαν την πρωτοβουλία και συντέλεσαν στο εγχείρημα «Πιάσε το χέρι μου», ένα εγχείρημα σημαντικό. Σημαντικό, γιατί στέλνει ένα μήνυμα πολύ διαφορετικό από αυτό που εκπέμπουν σήμερα τα κέντρα λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ορισμένοι κύκλοι στην Ελλάδα, που βρήκαν την ευκαιρία να αναβιώσουν την πιο αντιδραστική, την πιο ξενοφοβική ρητορική, μια ρητορική που δεν αντέχει σε κανένα λογικό έλεγχο, που βασίζεται μόνο σε παράλογους φόβους και υποδαυλίζει τη μισαλλοδοξία και τη μισανθρωπία.
Οι μαθητές των σχολείων των δύο προσφυγικών δήμων είχαν την ευκαιρία να εμπλακούν άμεσα σε μια διαδικασία που αποτελεί μια αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε χειρονομία. Είναι μια χειρονομία που απευθύνεται προς τον άλλο, τον πρόσφυγα, τον κατατρεγμένο, για να τον συναντήσει όπως πραγματικά είναι, μια χειρονομία που δημιουργεί το πλαίσιο για να ενεργοποιηθούν οι σκέψεις και τα συναισθήματα που προκύπτουν από την ανθρώπινη επαφή, σε αντιδιαστολή με το μίσος και το φόβο που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος όταν αρνούμαστε να συναντήσουμε τον άλλο.
Όσο και αν δεν θέλουν να το δουν κάποιοι, οι ιστορίες των μικρασιατών προσφύγων και οι ιστορίες των σημερινών μας δείχνουν τι μέσα χρησιμοποιούν οι αντιδραστικές πολιτικές και όσοι δε διστάζουν να πατήσουν επί πτωμάτων για να εξυπηρετήσουν κοντόφθαλμα το στενό ατομικό συμφέρον τους: ψέμματα, καλλιέργεια φόβου, στιγματισμό, απομόνωση.
Τότε τους έλεγαν «τουρκόσπορους» και τις γυναίκες «παστρικές», βρωμιάρηδες, κλέφτες κι επικίνδυνους, κι αρνούνταν όχι μόνο να τους βάλουν στο σπίτι τους, αλλά να τους αφήσουν στο διπλανό. Σήμερα τους λένε «τζιχαντιστές», «τρομοκράτες», «βιαστές», «ισλαμικούς εποικιστές» και χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να τους κρατήσουν μακριά από τις χώρες τους ή από τη γειτονιά τους.
Δυστυχώς, οι μαθητές στα Διαβατά, σ’ έναν άλλο προσφυγικό δήμο, δεν είχαν την ευκαιρία που δόθηκε στους μαθητές αυτών εδώ των δήμων να συναντήσουν τους πρόσφυγες και να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Οδηγήθηκαν να κλείσουν τα σχολεία και χρησιμοποιήθηκαν σαν εμπροσθοφυλακή για τις πιο αντιδραστικές, τις πιο ρατσιστικές ιδέες, προκειμένου να περάσει η άρνηση των δήμων Δέλτα και Ωραιοκάστρου να γίνει κέντρο φιλοξενίας στην περιοχή τους. Το γιατί δεν πρέπει να γίνει κέντρο φιλοξενίας προσφύγων στην περιοχή δεν το εξήγησαν με σαφήνεια οι δημοτικές αρχές.
Σήμερα έχουμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα κέντρο φιλοξενίας προσφύγων στον Ελαιώνα και έχουν λειτουργήσει σαν χώροι προσωρινής φιλοξενίας τα ολυμπιακά ακίνητα στο Ελληνικό και στο Γαλάτσι. Κι εκεί εκφράστηκαν φόβοι και υπήρξαν αντιδράσεις. Τι έδειξε η εμπειρία αυτών των χώρων; Ποια προβλήματα δημιουργήθηκαν στους κατοίκους του Ελαιώνα,του Γαλατσίου, του Ελληνικού; Στην Ειδομένη ήταν άραγε καλύτερη η κατάσταση όταν δεν υπήρχε καμιά υποδομή για τους χιλιάδες που πήγαιναν για να περάσουν τα σύνορα ή όταν δημιουργήθηκε ο άτυπος καταυλισμός, ακόμα και με τα όποια ζητήματα προέκυψαν όταν έκλεισαν τα σύνορα για ορισμένες εθνικές ομάδες; Μήπως η απουσία δομών υποδοχής και φιλοξενίας εμπόδισε πέρσι τις βάρκες των προσφύγων να φτάσουν στην Κω για να τους εμποδίσει και φέτος; Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι είναι παράγοντας έλξης προσφύγων τα κέντρα καταγραφής και φιλοξενίας των λίγων ημερών, ότι έρχονται οι άνθρωποι από τη Συρία και το Αφγανιστάν και το Μαρόκο με τα φουσκωτά στην Ευρώπη για να μπορέσουν να έχουν την εμπειρία της φιλοξενίας στα χότσποτ στα ελληνικά νησιά;
Αν μπορούν να λέγονται σήμερα χωρίς στοιχειώδη αντίλογο αυτά τα πράγματα στο δημόσιο λόγο, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη, είναι διότι ο δημόσιος διάλογος δεν διεξάγεται με όρους λογικής, σοβαρότητας, με έλεγχο της πραγματικότητας, αλλά βασίζεται σε ψέματα, σε αποσιώπηση της πραγματικότητας και σε μισές αλήθειες. Κι αν βρίσκουν ανταπόκριση, είναι γιατί έχει ήδη διαμορφωθεί ένα πλαίσιο αντίληψης του κόσμου που βασίζεται σε μια καλά κατασκευασμένη μυθολογία για το εθνικό μας κράτος, για το κάθε εθνικό κράτος, και για τους άλλους, τους «τουρκόσπορους», τους «τζιχαντιστές», τους «βιαστές», αυτούς που συνιστούν απειλή. Όπως απειλή συνιστούν όσοι εκφέρουν ακόμη ένα λόγο που δίνει έμφαση στα δικαιώματα και την ανθρώπινη ζωή, τη δημοκρατία, την έλλογη συζήτηση, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τα σώματα ασφαλείας και τις πρακτικές τους που μένουν στο απυρόβλητο, ίσως για να μπορούν, αν χρειαστεί, να αναλάβουν ξανά το ρόλο του φύλακα του εθνικού ιδεώδους.
Είναι καιρός να θέσουμε ερωτήματα στα μέσα ενημέρωσης για επιμέρους ζητήματα, όχι μόνο για τα μεγάλα, γιατί ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Να θέσουμε, για παράδειγμα, το ερώτημα γιατί για το χάος που δημιουργήθηκε το καλοκαίρι στα νησιά με την αδράνεια της ηγεσίας της αστυνομίας και του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη να ανταποκριθούν στην υποχρέωση της καταγραφής και ταυτοποίησης, γιατί γι’αυτή την κατάσταση δεν ζητούνται ευθύνες από τους καθ’ ύλην αρμόδιους αλλά από την πρώην υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής, που δεν είχε την αρμοδιότητα; Να ρωτήσουμε τι εννοούσε ο καλεσμένος που εμφανίστηκε στην εκπομπή του Νίκου Χατζηνικολάου για το προσφυγικό, όταν είπε ότι είναι «αδιανόητο» να φιλοξενηθούν πρόσφυγες σε διαμερίσματα στη Θράκη και την Αλεξανδρούπολη, διότι αυτό θα ισοδυναμούσε με «εποικισμό»; Να ρωτήσουμε επίσης γιατί δεν αντέδρασε ο παριστάμενος αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, όπως δεν αντέδρασε κανένας από τους άλλους καλεσμένους;
Στην πιο σκληροπυρηνική εκδοχή του εθνικισμού, ο πρόσφυγας συνιστά απειλή εναντίον της εθνικής μας «ιδιοσυστασίας». Σε πιο καλυμμένες εκδοχές εθνικισμού, συνιστά απειλή εναντίον του πολιτισμού μας, του επιπέδου της ζωής μας, οτιδήποτε. Το σημαντικό είναι ότι δεν διεξάγεται λογικός διάλογος για να αναζητηθούν συνολικές λύσεις, αλλά αναπαράγονται μύθοι και φοβίες και γίνονται προτάσεις που το μόνο που επιδιώκουν είναι να μεταθέσουν την ευθύνη και το πρόβλημα στον διπλανό.
Σημασία έχει να εμπεδωθεί ότι οι πρόσφυγες είναι εχθρικοί εισβολείς, όχι υποκείμενα δικαιωμάτων, ότι η αξία της ζωής τους μπορεί να ανασταλεί όπως αναστέλλεται για τον εχθρό στον πόλεμο. Το γράφει ο Φαήλος Κρανιδιώτης σήμερα, και ζητώ συγγνώμη για την αναφορά: «Η Τουρκία μας ξεσκίζει. Πόλεμος είναι. Κι όχι μόνο εμάς. Κι έχει συνεργούς τους εμίρηδες και σεϊχηδες πετρελαιάδες, που οραματίζονται όλη την Ευρώπη, όλο τον ντουνιά με μιναρέδες, μπούρκες κι όλα αυτά τα ωραία. […] Στους Κούρδους και στους Σύριους ρίχνει σφαίρες, σε μας λαθραίους». Και μας προτείνει στον τίτλο του άρθρου του: «Κάντο όπως ο Αντώνης, ηλίθιε». Δηλαδή, εξορία σε νησιά για τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, συνεχείς επιχειρήσεις σκούπα, κράτηση για δεκαοτκώ μήνες. Λες και οι 5.500 χιλιάδες που κρατούνταν στα κέντρα κράτησης, ένα ελάχιστο ποσοστό σε σχέση με τους εκατοντάδες χιλιάδες «λαθρομετανάστες» που μας έλεγαν ότι έχουν καταλάβει τις πόλεις μας, εμπόδισαν τον αριθμό των αφίξεων να αυξάνεται συνεχώς επί κυβέρνησης Σαμαρά, ή ότι δεν έφταιγε η ανεργία και η κρίση για την αναχώρηση πολλών μεταναστών από την Ελλάδα.
Αυτό που βέβαια δεν είχαμε καταλάβει αρκετοί ήταν ότι με την κυβέρνηση Σαμαρά είχε γίνει η Ελλάδα Ευρώπη, και μάλιστα Δανία και Αυστρία. Μόνο που αυτή είναι μια Ευρώπη πολύ διαφορετική από το ουτοπικό όραμα μιας Ενωμένης Ευρώπης των λαών και της ανοιχτής κοινωνίας, ένα όραμα με το οποίο μεγάλωσαν οι μεταπολιτευτικές γενιές. Είναι μια Ευρώπη όπου η ακροδεξιά επιβάλλει και πάλι τους όρους της και οι συντηρητικές ευρωπαϊκές ηγεσίες σπεύδουν πια να ακολουθήσουν, έχοντας ξεπεράσει την αρχική αμηχανία τους. Σημασία έχει να εμπεδωθεί ότι οι πρόσφυγες αποτελούν εισβολείς και ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε πόλεμο, αν όχι με τους ίδιους τους πρόσφυγες, τότε με τους διακινητές που αποτελούν τη μόνη λύση που τους έχει δοθεί να έρθουν στην Ευρώπη, με τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, με οποιονδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υποκινήσει το φόβο και να δικαιολογήσει μια πολιτική ακραίας καταστολής, εξαιρετικά πολυδάπανη και συμφέρουσα φυσικά για μια ορισμένη ευρωπαϊκή βιομηχανία.
Η Γερμανία ζητά την εμπλοκή του ΝΑΤΟ, ενός στρατιωτικού σώματος, για να αναχαιτίσει πρόσφυγες. Άλλοι ζητούν την εμπλοκή του πολεμικού ναυτικού. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προωθεί μια πανίσχυρη συνοριοφυλακή που θα φυλάει τα εσωτερικά σύνορα. Είναι φανερό πως η χρυσή τομή μεταξύ ασφάλειας και δικαιωμάτων χάνεται, ότι τα δικαιώματα θυσιάζονται, μαζί με κάθε προκάλυμμα δημοκρατίας και διαφάνειας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο προθεσμιών με εκθέσεις που, με δική της παραδοχή, συντάσσονται με γνώμονα να μετατεθεί η ευθύνη στον αδύναμο κρίκο και να μπορέσουν οι βόρειες χώρες να κλείσουν τα εσωτερικά σύνορα.
Και όμως, πρέπει να δώσουμε με πολύ μεγάλη προσοχή και σοβαρότητα την απάντηση στην ερώτηση: θα ήταν καλύτερα τα πράγματα στο προσφυγικό αν ερχόταν η Ελλάδα σε ρήξη με την ΕΕ; Η κατάσταση δείχνει να αποκτά τα χαρακτηριστικά αδιεξόδου.
Έχει κανείς την αίσθηση ότι η ασφυκτική πίεση της Ευρώπης αδικεί την ελληνική κυβέρνηση. Η κυρίαρχη ευρωπαϊκή ιδεολογία και οι πρακτικές της χρωματίζουν σε ένα βαθμό και την ίδια την κυβέρνηση, σε μεγάλο βαθμό την εξαναγκάζουν, ίσως μέχρις ένα σημείο να την παρασύρουν κιόλας. Και όμως, πρέπει να μπορούμε να βλέπουμε τις αντιστάσεις που υπάρχουν, για να μην τις χαρίσουμε σε όσους καραδοκούν: πρέπει να μπορούμε να βλέπουμε, για να μπορέσουμε να την διαφυλάξουμε, την επιμονή σε μια ρητορική που δεν στοχοποιεί αλλά αγκαλιάζει τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, το γεγονός πως δεν ενδίδει η Ελλάδα στην πίεση για επιχειρήσεις επαναπροώθησης στο Αιγαίο, πως στηρίζεται σε κινήσεις και εκδηλώσεις αλληλεγγύης όπως αυτή στο δήμο Φιλαδέλφειας και Χαλκηδόνας και στο δήμο Νέας Ιωνίας, πως λύνει νομοθετικά εκκρεμότητες γύρω από τους μετανάστες και όσους ζητούν άσυλο.
Την ίδια στιγμή, πρέπει να διατηρηθούν τα ανακλαστικά μας απέναντι στην τεράστια πίεση για μια διαρκή υπαναχώρηση από βασικές αρχές του ίδιου του ευρωπαϊκού πολιτισμού, μια πίεση που κινδυνεύει να θολώσει επικίνδυνα, αν όχι να καταργήσει, τις λεγόμενες κόκκινες γραμμές. Όχι μόνο της Ελλάδας αλλά της ίδιας της Ευρώπης. Μπροστά στο μεγαλύτερο προσφυγικό ρεύμα από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, απειλείται με κατάρρευση το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, που αποτέλεσε βασικό πυλώνα του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μαζί του απειλείται ο χαρακτήρας της Ευρώπης, αν όχι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση. Απέναντι στην πιο αντιδραστική ξενοφοβία που δείχνει να κερδίζει έδαφος, χειρονομίες ειλικρινούς συνάντησης με τον άλλο, όπως το εγχείρημα «Πιάσε το χέρι μου», μπορούν να διαμορφώσουν το πλαίσιο μιας απάντησης.
Via : www.efsyn.gr