imagesCAG4KN9V

του Στάθη Λουκά

Τα δημόσια – συλλογικά αγαθά, που «είναι εκείνα τα αγαθά που είναι λειτουργικά για την άσκηση των βασικών δικαιωμάτων και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου. Τα οποία πρέπει να διασωθούν, απελευθερώνοντάς τα από την καταστρεπτική λογική της άμεσης και βραχυπρόθεσμης εκμετάλλευσης

Αυτές τις ημέρες βρισκόμαστε μπροστά στην εξέλιξη και την αποθέωση της ιδεολογίας της «ιδιωτικοποίησης» με τα επωαζόμενα μέτρα. Μέτρα που θα έχουν συνέπεια όχι μόνο παραπέρα απώλεια εθνικής κυριαρχίας, αλλά και την ενίσχυση της αντίληψης που επικρατεί στα τρία αυτά χρόνια ότι υπεύθυνη για την κρίση είναι η εξαρτημένη εργασία. Ενώ, για την αντιμετώπιση της κρίσης, ισότητα σημαίνει, στην καλύτερη περίπτωση, ανάθεση ισομερών βαρών ανάμεσα σε ανισοδύναμες κοινωνικές ομάδες. Αυτό που συμβαίνει, όμως, στην πραγματικότητα, είναι η μονομερής τερατώδης επιβάρυνση της εργασίας.

Η δε ανισομερής οικονομική μανούβρα συνοδεύεται από μια «ιδεολογική» αντίληψη για «ιδιωτικοποιήσεις», που μπορεί να βάλει σε κίνδυνο τη βιομηχανική ικανότητα της χώρας και κατά κύριο λόγο το μέλλον μιας οποιασδήποτε βιομηχανικής πολιτικής. Κι αυτό πολύ περισσότερον αν η επιδίωξη ήταν και εναλλακτική, με την έννοια της «εισαγωγής» στοιχείων οικολογικής αναδιάρθρωσης και βιωσιμότητας, μια και ένας από τους λόγους της κρίσης είναι και η μη βιωσιμότητα του πρότυπου ανάπτυξης που κυριαρχεί μέχρι και σήμερα.

Στο πλαίσιο μιας μεικτής οικονομίας είναι φανερό ότι μια μελετημένη και ζυγισμένη «ιδιωτικοποίηση» δημόσιας περιουσίας μπορεί να συμβάλει στην καλυτέρευση των λογαριασμών του Δημοσίου. Αλλά το μεγάλο ερώτημα που μπαίνει είναι: Ποιες «ιδιωτικοποιήσεις», με ποιον τρόπο και πότε;

Για να έχει η χώρα κάποιο μέλλον, θα ήλπιζε κανείς να μην πρόκειται για τα δημόσια – συλλογικά αγαθά, που «είναι εκείνα τα αγαθά που είναι λειτουργικά για την άσκηση των βασικών δικαιωμάτων και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου. Τα οποία πρέπει να διασωθούν, απελευθερώνοντάς τα από την καταστρεπτική λογική της άμεσης και βραχυπρόθεσμης εκμετάλλευσης, προβάλλοντας την προστασία τους στον πιο μακρινό κόσμο, που θα κατοικείται από τις μελλοντικές γενιές».

Από τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης της «τριμερούς πλειοψηφίας», όμως, προκύπτει ακριβώς το αντίθετο, μια και αναφέρεται στις «ιδιωτικοποιήσεις» της ΔΕΠΑ, της ΔΕΣΦΑ, της ΔΕΗ (προοπτικά) και των υδάτινων πόρων. Δεν πρόκειται βέβαια για ιπποδρόμους, κάποια κτίρια, κ.λπ., όπου η ιδιωτική πρωτοβουλία μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική.

Πρόκειται, αντίθετα, για επιχειρήσεις του ενεργειακού τομέα, που χωρίς καμιά αμφιβολία ανήκουν στην κατηγορία των δημόσιων – συλλογικών αγαθών, πολύ περισσότερο όταν η δραστηριότητά τους έχει άμεσα ή έμμεσα σχέση με την αξιοποίηση του διάχυτου στον χώρο δημόσιου – συλλογικού αγαθού που είναι οι ΑΠΕ. Ακόμη και το μεταβατικό ορυκτό καύσιμο του φυσικού αερίου είναι αναγκαίο για τη δημιουργία ενός «έξυπνου» συστήματος μεταφοράς και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας, που είναι αναγκαίο για τη συστημική ανάπτυξη των ΑΠΕ.

Η δε ενεργειακή πολιτική, η βιομηχανία της ενέργειας και των υδάτινων πόρων, δηλαδή γενικώς η βιομηχανία των τεχνολογιών που σχετίζονται με την ενέργεια, τους υδάτινους πόρους και το περιβάλλον είναι στρατηγικής σημασίας. Μια σωστά μελετημένη και οργανωμένη βιομηχανική πολιτική στους τομείς αυτούς μπορεί, τα προσεχή χρόνια, να αποτελέσει ένα χαρτί ανάκαμψης για τη χώρα. Και η παρουσία μεγάλων εθνικών ενεργειακών επιχειρήσεων, ικανών να σταθούν και να αντέξουν στον ανταγωνισμό, αποτελεί βασικό πυλώνα και αναγκαία συνθήκη για τη διαμορφωσή της.

Σε ποιους πρέπει να τις παραχωρήσουμε ή να τις ξεπουλήσουμε; Σε ξένους ευρωπαϊκούς και μη ομίλους που δραστηριοποιούνται στους ίδιους τομείς; Στους πιστω-χρηματιστηριακούς ομίλους που σπεκουλάρουν σε σχέση με το δημόσιο χρέος μας; Ή σε επιχειρηματίες, ντόπιους και μη, που μικρή σχέση μπορεί να έχουν με αυτή τη σύνθετη βιομηχανική δραστηριότητα -και δεν μας λείπουν τελευταία παραδείγματα- ενώ εκείνο που τους ενδιαφέρει περισσότερο είναι οι βιομηχανικές δομές που υπάρχουν και η δυνατότητα της «τιμολογιακής πολιτικής», ξεχνώντας εντελώς το μεγάλο πρόβλημα των επενδύσεων;

Η ιδιωτικοποίηση, και μάλιστα με τη μορφή ξεπουλήματος -στη σημερινή φάση- δεν είναι καθόλου η λύση για ένα ακόμη παραπάνω λόγο: ότι η διαμόρφωση διεθνών στρατηγικών επιλογών -και όταν μιλάμε για ενέργεια αυτό είναι καθοριστικό- σ’ αυτούς τους τομείς είναι ένα μεγάλο εθνικό ζήτημα. Και προσθετικά μια άλλη σημαντική οπτική θεώρηση είναι: ότι για τον ενεργειακό εκσυγχρονισμό -και πολύ περισσότερο για την οικολογική αναδιάρθρωση- του συνόλου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι αναγκαία η ύπαρξη μεγάλων και αναδιαρθρωμένων ενεργειακών εθνικών επιχειρήσεων.

Ο οποιοσδήποτε συμβιβασμός πρέπει να επιδιώκει τον δημόσιο έλεγχο των ενεργειακών επιχειρήσεων.

*το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στη εφημερίδα «Αυγή» στις  12-09-2012