του Στάθη Λουκά
Μια «κόκκινη γραμμή» -που ούτε η ίδια η τρόικα, στις διάφορες συνιστώσες της, μπορεί αρνηθεί- είναι εκείνη που λέει «μακριά τα κόμματα από την κατάληψη και κομματικοποίηση του κράτους», με ό,τι αυτό σημαίνει. Η πάλη ενάντια στη διαφθορά δεν πρέπει να αντικριστεί ως μια ηθικολογική διατριβή, αλλά ως ένας μοχλός δημοκρατικής ανάτασης που προσπαθεί να απελευθερώσει οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους για ποιοτική ανάπτυξη και ισότητα.(επίγραμα Εφημερίδας)
Όταν μιλάμε -σήμερα- για την εξέλιξη της κατάστασης στην Ε.Ε., αυτή σχετίζεται με το πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις μεταξύ των δύο ρωγμών / αντιθέσεων που διατρέχουν την Ε.Ε. Πρόκειται για τη ρωγμή / αντίθεση μεταξύ των ευρωπαϊσμών και οπισθοδρομικών λαϊκισμών και τη ρωγμή / αντίθεση μεταξύ ευρωπαϊσμού «μερκαντιλιστικού» (και ας μου επιτραπεί «μερκελιστικού») και ευρωπαϊσμού αριστερού – προοδευτικού. Λαμβάνοντας μάλιστα υπ’ όψη ότι, όπως δείχνει η πραγματικότητα, η «μερκαντιλιστική ένταση» υποβοηθά επικίνδυνους λαϊκισμούς και δη ρατσιστικού και ναζι-φασιστικού χαρακτήρα
Ο «μερκαντιλισμός» (αγοραϊσμός) μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του ’80 και του μέσου της δεκαετίας του ’90 επεκράτησε στην Ευρώπη με την επιβολή των θεσμικών δομών και των μακροοικονομικών επιλογών που συνόδευαν τη γέννηση του «ενιαίου νομίσματος».
Πέρα από τα άλλα, ο μερκαντιλισμός τύπου Μέρκελ χαρακτηρίζεται:
* Πρώτον, από την εκτίμηση ότι ο περιορισμός των δημοσίων δαπανών, και ειδικά εκείνων για την υγεία, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για «να απελευθερωθεί η ζήτηση, να αναπτυχθεί ο ανταγωνισμός και να ευνοηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και έτσι -μακάρι μετά καμιά δεκαπενταριά χρόνια- να ενεργοποιηθεί η ανάπτυξη».
* Δεύτερον, από την υποβάθμιση της εργασίας -μια και δεν υπάρχει η δυνατότητα της υποτίμησης του νομίσματος για ανάκτηση ανταγωνιστικότητας-, τον παραγκωνισμό των συνδικάτων, την αφαίρεση της οικουμενικότητας από το κοινωνικό κράτος και τον περιορισμό του στη στοιχειώδη περίθαλψη των φτωχών.
* Τρίτον, από επιβάρυνση της ύφεσης, της ανεργίας, της ανισότητας, και γενική επαύξηση του δημοσίου χρέους κ.λπ.
Τα αποτελέσματα είναι ορατά στην Ε.Ε -και όχι μόνο στον Νότο- και οι προβλέψεις δεν είναι καθόλου ευοίωνες για την Ευρωζώνη. Η συμπίεση της εσωτερικής ζήτησης και ο γενικός και αποκλειστικός προσανατολισμός στις εξαγωγές, για να προωθηθεί η ανάπτυξη, έχει συνέπεια, στην καλύτερη περίπτωση, μια αναπτυξιακή ανάκαμψη ανίκανη να απορροφήσει την απασχόληση. Και το πιο σημαντικό, έχει συνέπεια την αδυναμία να διατρέξει τα ανηφορικά μονοπάτια του fiscal compact, του περιορισμού του δημόσιου χρέους.
Για να ανοικοδομήσουμε και αναδιαρθρώσουμε τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες των δημοκρατιών – που προέκυψαν από τον συμβιβασμό μεταξύ καπιταλισμού και Δημοκρατίας και μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου των «τριάντα χρυσών χρόνων» και για να αποστραγγίξουμε τα λιμνάζοντα και βρομερά νερά στα οποία κολυμπούν -τρεφόμενοι- οι οπισθοδρομικοί και αντιδραστικοί λαϊκισμοί, είναι αναγκαίο:
1. Έχοντας υπόψη την πρώτη ρωγμή / αντίθεση, πρέπει να συγκλίνουμε, πέρα από τους προοδευτικούς – αριστερούς ευρωπαϊστές, και με άλλους, που με διαφορετική πολιτική και οικονομική κουλτούρα και αντιπροσώπευση συμφερόντων επιδιώκουν την πολιτική και θεσμική ολοκλήρωση της Ε.Ε. Και αυτό, βέβαια, σε αντιπαράθεση με τους λαϊκισμούς που επιθυμούν τη διάλυσή της.
Σε καταστάσεις όπως αυτές του Νότου της Ε.Ε., όμως, πρέπει να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι η παρούσα κατάσταση διευκολύνθηκε από τη διαχείριση «ευρωπαϊστών» που κατέλαβαν το κράτος, επιδότησαν τη διαφθορά και δημιούργησαν εκείνα τα λιμνάζοντα και ακάθαρτα νερά στα οποία κολυμπούν με ευκολία επικίνδυνοι λαϊκισμοί. Κατά συνέπεια, μια «κόκκινη γραμμή» -που ούτε η ίδια η τρόικα, στις διάφορες συνιστώσες της, μπορεί να αρνηθεί- είναι εκείνη που λέει «μακριά τα κόμματα από τη κατάληψη και κομματικοποίηση του κράτους», με ό,τι αυτό σημαίνει.
Η πάλη ενάντια στη διαφθορά δεν πρέπει να αντικριστεί ως μια ηθικολογική διατριβή, αλλά ως ένας μοχλός δημοκρατικής ανάτασης που προσπαθεί να απελευθερώσει οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους για ποιοτική ανάπτυξη και ισότητα. «Αυτή δεν εξαντλείται στο γεγονός ότι, μια και υπάρχουν κλέφτες και διεφθαρμένοι, καταχραστές στις υψηλές σφαίρες της πολιτικής και των κρατικών υπηρεσιών, πρέπει να καταγγελθούν και να πάνε φυλακή. Η ηθική διάσταση της κρίσης της πολιτικής είναι ένα και το αυτό με την κατάληψη του κράτους από τη μεριά των κυβερνητικών κομμάτων και των κομματικών ομάδων τους» (E. Berlinguer).
2. Μια χωρίς άλλο αλλαγή πορείας, εφόσον μετά την πάροδο πέντε χρόνων λιτότητας και υποβάθμισης της εργασίας τα δημόσια ελλείμματα αυξάνονται παντού, σχεδόν, στην Ε.Ε., ενώ καταρρέουν οι δήθεν έρευνες που της έδιναν «ίχνη επιστημονικότητας». Εκείνο που προέχει είναι οι συμμετρικές διορθώσεις των εθνικών πολιτικών, δηλαδή να συνδυαστεί η δημοσιονομική τακτοποίηση με παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις για μια ποιοτική ανάπτυξη. Να εισαχθούν τα europroject bonds, επενδύσεις καινοτομίας, υποδομών, προστασίας περιβάλλοντος κ.λπ., που απαντούν στις αναγκαιότητες της πραγματικής οικονομίας και στη μεγάλη πρόκληση της απασχόλησης. Και βασικά η επιλογή της οικολογικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας (green economy) και της κοινωνίας (green society), που δίνουν πραγματική απάντηση στην ποιότητα της ανάπτυξης και της απασχόλησης.
Και σχετικά με τη χώρα μας και τον εξευρωπαϊσμό του πολιτικού συστήματος, αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί αν επιδιώκουμε να τοποθετηθεί στο πλαίσιο μιας μεταφυσικής διαδικασίας και διάστασης (μιας και οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα), για να μπορέσει να εκφράσει και να προωθήσει «ένα γενικό συμφέρον» με μονοσήμαντες και επί μέρους ρίζες.
Το «γενικό συμφέρον» είναι πάντοτε μια κρυφή ή φανερή συνισταμένη της επικυριαρχίας ορισμένων (ισχυρών, συνήθως) συμφερόντων έναντι των άλλων, πράγμα που συμβαίνει και στη χώρα μας. «Αυτό που επιθυμεί το πιο πλούσιο 1% του πληθυσμού γίνεται αυτό που η οικονομική επιστήμη μας λέγει ότι πρέπει να κάνουμε» (Krugman). Το να προτείνεται, όπως προκύπτει από τα πράγματα, ως μοναδικός δρόμος προς έναν δυνατό ευρωπαϊσμό, αυτόν που προκύπτει από τα κυρίαρχα συμφέροντα, έχει ως αποτέλεσμα:
α) Οι οικονομικές ανισορροπίες και οι κοινωνικές αποστάσεις και διακρίσεις να εντείνονται.
β) Να μειώνεται και να φτωχαίνει η Δημοκρατία και να δίνονται περιθώρια σε διάφορους λαϊκισμούς και στην αντιπολιτική, που επιδιώκουν μια οπισθοδρόμηση. Και, το πιο επικίνδυνο, «πριμοδοτούνται» ρατσιστικές συμπεριφορές και ναζι-φασιστικές υποκειμενικότητες.
το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Η Αυγή” το Σάββατο 18 Μαίου 2013
* ο Στάθης Λουκάς είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Δημοκρατικής Αριστεράς