Του Γιάννη Παντελάκη
Η εποχή της αθωότητας της δημοσιογραφίας- στον βαθμό που κάποτε υπήρξε-έχει πάψει εδώ και καιρό. Από τότε που αρκετοί εκπρόσωποί της, άρχισαν να λειτουργούν ως παρακολουθήματα εκδοτών, επιχειρηματιών, κομμάτων και κάθε είδους συμφερόντων. Η εποχή που θεωρείτο ασυμβίβαστο ένας δημοσιογράφος να είναι μέλος ενός κόμματος, μέτοχος μιας εταιρείας, αμειβόμενος από μια τράπεζα και εκπρόσωπος ενός μιντιάρχη, αποτελεί παρελθόν. Μακρινό και χωρίς πολλές πιθανότητες να επανέλθει.
Η υπόθεση διαγραφής κάποιων δημοσιογράφων ξεσήκωσε μια μικρή θύελλα, προκάλεσε δηλώσεις πολιτικών αρχηγών, έγινε κυρίαρχο θέμα στα περισσότερα κανάλια. Κατά την άποψή μου, αυτή η εξέλιξη αποτελεί παρεπόμενο του προαναφερόμενου άδοξου τέλους που είχε η δημοσιογραφική δεοντολογία. Δεν γνωρίζω το σκεπτικό αυτών των διαγραφών, από ό,τι διάβασα αφορά στον παραπλανητικό τρόπο με τον οποίο παρουσίασαν τα γεγονότα τις ημέρες του δημοψηφίσματος. Αν κάποιος διαφωνήσει ότι ιδιαίτερα τα ιδιωτικά κανάλια διαστρέβλωναν τότε τα γεγονότα, δεν θα λέει την αλήθεια. Σχεδόν όλα-το επιβεβαιώνουν τα στοιχεία του ΕΣΡ- είχαν ταχθεί υπέρ του «Ναι» και το έκαναν με έναν τρόπο που πολλές φορές ήταν ιδιαίτερα προκλητικός. Συμμετοχή σ αυτό το φαινόμενο, είχαν και δημοσιογράφοι, δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά.
Αν πράγματι οι διαγραφές έγιναν για αυτό τον λόγο, καλώς έγιναν; Η προσωπική μου άποψη είναι πως όχι. Διαγραφές για λόγους δεοντολογίας κάνεις όταν βρίσκεσαι σε μια στοιχειώδη κανονικότητα. Όταν δηλαδή, υπάρχει δεοντολογία, αυτή τηρείται έστω στοιχειωδώς και η μη εφαρμογή της αποτελεί εξαίρεση. Στην χώρα μας, συμβαίνει περίπου το αντίστροφο. Καθημερινά, πολλά ΜΜΕ καταπατούν κάθε έννοια δεοντολογίας και δεν κουνιέται φύλλο. Και δεν συμβαίνει μόνο από τα στοχευμένα (και σε μεγάλο βαθμό αναξιόπιστα) κανάλια. Αλλά και από πολλά ακόμα Μέσα είτε φιλικά, είτε εχθρικά στην εξουσία. Αν και αυτό το τελευταίο, συχνά είναι δύσκολο να το παρακολουθήσεις, αλλάζουν κομματικές προσεγγίσεις με μεγάλη ταχύτητα. Πάντως σίγουρα, αν πρέπει να διαγραφούν από την ΕΣΗΕΑ οι συγκεκριμένοι επειδή έδειξαν αυτή την στάση τις ημέρες του δημοψηφίσματος, πρέπει το ίδιο να συμβεί με άλλους που από διαφορετικά Μέσα επίσης παραποιούσαν τα γεγονότα παίρνοντας θέση υπέρ του «Όχι». Η δεοντολογία δεν (θα έπρεπε να) είναι μια επιλεκτική έννοια.
Για να θεωρηθεί πάντως μια διαγραφή αυτού του είδους λογική στις ημέρες μας, θα πρέπει να έχουν προηγηθεί πολλές ακόμα. Από τότε που ένας δημοσιογράφος έβαζε κρυφές κάμερες σε μια αίθουσα δικαστηρίου για να καταγράψει μια δίκη και το θεωρούσε μεγάλη προσωπική επιτυχία (σήμερα εξακολουθεί να θεωρείται επιτυχημένος και να διατηρεί υψηλή θέση). Από τότε που η δημοσιογραφία της κλειδαρότρυπας μετατρεπόταν σε καθεστώς και το αδηφάγο κοινό την επιβράβευε με τεράστια ποσοστά τηλεθέασης. Από τότε που ένας επίσης δημοσιογράφος (και εκδότης σήμερα), έπαιρνε συνέντευξη από την σύζυγο ενός εκ των μετόχων του καναλιού στο οποίο εργαζόταν και επειδή αυτή αδυνατούσε να διατυπώσει έναν συγκροτημένο λόγο διάβαζε το περίφημο autocue σχεδόν συλλαβιστά και ο δημοσιογράφος την βοηθούσε. Από τότε που όλες οι κυβερνήσεις (και η σημερινή) τοποθετούσαν δημοσιογράφους της αρεσκείας τους σε καίριες θέσεις στα δημόσια Μέσα και το σωματείο μας δεν αντιδρούσε. Από τότε που ένας δημοσιογράφος αμειβόταν από μια Τράπεζα και θεωρούσε φυσιολογικό να κάνει και Τραπεζικό ρεπορτάζ σε μια εφημερίδα. Από τότε που οι εκδότες άλλαζαν κομματική υποστήριξη σαν τα πουκάμισα και οι δημοσιογράφοι δεν παρεμβαίναμε. Από τότε που οι δημοσιογράφοι άρχισαν να εμφανίζονται στα κανάλια ως περίπου εκπρόσωποι κομμάτων και κανένας δεν ενοχλήθηκε. Τα παραδείγματα πολλά, χρειάζονται χιλιάδες λέξεις για να διατυπωθούν.
Η ΕΣΗΕΑ-το πειθαρχικό όργανο της οποίας έκανε τις διαγραφές- δεν είναι ένα σωματείο που λειτουργεί με την λογική ενός ανεξάρτητου οργάνου. Είναι ένα σωματείο στο οποίο αποτυπώνεται αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία. Υπάρχουν παρατάξεις που συνδέονται απόλυτα με κόμματα και αυτό επηρεάζει την λειτουργία των οργάνων της. Ένας καλός δημοσιογράφος (Ο Σήφης Πολιμήλης), μας υπενθύμισε στο facebook μια ενδιαφέρουσα ιστορία που δίνει μια απάντηση για το καθεστώς που επικρατεί στην ΕΣΗΕΑ. Κάποτε, είχε κληθεί μαζί με άλλους δημοσιογράφους και Πανεπιστημιακούς να συγκροτήσουν ένα παρατηρητήριο τύπου, το οποίο μεταξύ άλλων θα λειτουργούσε και ως ενός είδους θεματοφύλακας της δεοντολογίας. Μετά από 2-3 συνεδριάσεις, ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ τους ειδοποίησε να διαλυθούν ησύχως, το συμβούλιο του σωματείου θεώρησε ότι υποκαθιστά τον ρόλο του.
Υπάρχει και μια δεύτερη ιστορία πολύ πρόσφατη, λίγων ημερών που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πως σ ένα χαοτικό τοπίο, όπου πολλοί δημοσιογράφοι λειτουργούν ως εκπρόσωποι ποικιλώνυμων συμφερόντων, δεν μπορείς να κρίνεις με όρους άσπρο-μαύρο. Από την αντιπαράθεση Τσίπρα-Ψυχάρη, προέκυψε ένα δημοσίευμα που ανέφερε πως ο πρώτος ζητούσε από τον δεύτερο την τοποθέτηση δημοσιογράφων προσκείμενων στον ΣΥΡΙΖΑ στα Μέσα στα οποία συμμετέχει ο Ψυχάρης. Λογικά, σε οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή χώρα, αυτό θα ξεσήκωνε κύμα διαμαρτυριών, θα θεωρείτο τουλάχιστον απαράδεκτο ένας πολιτικός αρχηγός να θεωρεί πως έχει τους «δικούς» του δημοσιογράφους. Κι όμως, εδώ δεν κουνήθηκε φύλλο. Παρ ότι το δημοσίευμα «φωτογράφιζε» συγκεκριμένους δημοσιογράφους, ούτε οι ίδιοι δήλωσαν δημόσια την ενόχλησή τους επειδή κάποιος πολιτικός τους θεωρεί δεδομένους, ούτε το σωματείο ζήτησε διευκρινήσεις. Όλα κύλησαν σαν ν αποτελούν ένα κομμάτι μιας πραγματικότητας που δεν προκαλεί την παραμικρή εντύπωση. Και αναρωτιέμαι το εξής: αν ο Ψυχάρης δεχόταν τους φιλικούς προς τον ΣΥΡΙΖΑ δημοσιογράφους σε θέσεις κλειδιά στα ΜΜΕ και αυτοί λειτουργούσαν σαν προέκταση του κόμματος που υποστηρίζουν, θα τηρείτο η δεοντολογία;
«Δια ταύτα» σ αυτή την ιστορία δεν υπάρχει. Τάξη σ ένα χάος στο οποίο συμμετέχουν πολλά συμφέροντα τα οποία μάλιστα αλλάζουν προτιμήσεις και επιλογές, δεν μπορεί να μπει. Τουλάχιστον εύκολα. Μοναδική αλλά αμυδρή ελπίδα, ότι υπάρχουν πολλοί δημοσιογράφοι, θα έλεγα οι περισσότεροι, οι οποίοι προσπαθούν και συχνά καταφέρνουν να κάνουν την δουλειά τους με αξιοπρέπεια. Να μην ταυτίζονται με εκδότες, καναλάρχες, κόμματα και τραπεζίτες. Ενδεχομένως να μην είναι οι πιο προβεβλημένοι και οι πιο γνωστοί. Δεν παύουν ωστόσο να είναι και πολλοί και να προσπαθούν να μην ντρέπονται γι αυτό που κάνουν. Ίσως κάποια στιγμή, να καταφέρουν ν ανατρέψουν και αυτή την αρνητική εικόνα που υπάρχει στην χώρα μας για τον κλάδο.
Αυτό πάντως που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είναι πως μια κρίσιμη μάζα της κοινωνίας δεν περιμένει στις ημέρες μας να πληροφορηθεί τα γεγονότα από τους συνήθως διαστρεβλωμένους φακούς ενός ΜΜΕ. Οι πηγές πια-ιδιαίτερα λόγω του διαδικτύου- είναι πολλές, κάποιος μπορεί να φιλτράρει τις ειδήσεις εύκολα και να εντοπίσει την αλήθεια . Είναι ενδεικτικό, πως τα χρόνια των μνημονίων, οι περισσότερες ακριβείς πληροφορίες για όσα συνέβαιναν στην χώρα μας, ερχόντουσαν από διεθνή Μέσα. Και αυτό συμβαίνει ακόμα και σήμερα. Και αφού συμβαίνει αυτό, η εμμονή πολλών Μέσων να λειτουργούν ως φορείς έκφρασης συμφερόντων, αποτελεί και ενός είδους επαρχιωτισμό. Και αναξιόπιστα και παρωχημένα παραμένουν και έχουν χάσει παράλληλα την όποια επιρροή τους. Είναι χαρακτηριστικό, πως παρ ότι η πλειονότητα των καναλιών στο δημοψήφισμα τάχθηκαν υπέρ του «Ναι», τελικά κυριάρχησε το «Όχι». Και φυσικά, υπάρχει και το αντίστροφο παράδειγμα. Δημόσια Μέσα που διακρίνονται για τις φιλοκυβερνητικές τους θέσεις, έχουν ελάχιστη αποδοχή, μικρή τηλεθέαση και ακροαματικότητα και ακόμα μικρότερη επιρροή…
Via : www.liberal.gr