του Νίκου Ξυδάκη
Η χρήση υλικού παρακολούθησης ως αποδεικτικoύ υλικού σε δικογραφίες πυκνώνει και μαζί πυκνώνουν οι ανησυχίες. Είναι άγνωστο ακόμη αν όλες οι παρακολουθήσεις τηλεπικοινωνιών έχουν εισαγγελική εντολή για άρση του προσωπικού απορρήτου. Είναι άγνωστο επίσης με ποιες διαδικασίες διασφαλίζεται ότι το ψηφιακό υλικό θα καταλήξει μόνο στους δικαστές και δεν θα διαρρεύσει προς άγνωστη κατεύθυνση.
Τα ερωτήματα εμφανίστηκαν όταν έγινε γνωστό ότι παρακολουθούνταν στελέχη της Χρυσής Αυγής πριν από τις εκλογές του Ιουνίου 2012 και ανεστάλησαν όταν εκλέχτηκαν βουλευτές. Εκείνη την περίοδο δεν διεξήγετο καμία δικαστική διερεύνηση της δράσης της συγκεκριμένης πολιτικής οργάνωσης. Εικάζεται άρα ότι η παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών εγκρίθηκε από εισαγγελέα, αν εγκρίθηκε, κατόπιν αιτήματος των διωκτικών αρχών. Προχωρώντας τον συλλογισμό, συμπεραίνουμε ότι κατά παρόμοιο τρόπο οποιαδήποτε διωκτική αρχή ή υπηρεσία πληροφοριών μπορεί να παρακολουθεί οποιονδήποτε, ίσως και άνευ εισαγγελικής εντολής. Αλλωστε η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έχει επισημάνει ότι γίνεται ανεξέλεγκτα πλήθος τηλεπικοινωνιακών παρακολουθήσεων.
Αμέσως μετά τις παρακολουθήσεις μελών της Χ.Α., μάθαμε ότι παρόμοιο υλικό έχει περιληφθεί σε δικογραφία διωκομένων για τα γεγονότα στις Σκουριές Χαλκιδικής, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Και σε αυτήν την περίπτωση παρατηρείται ένα πρωθύστερο: οι παρακολουθήσεις διεξάγονται πολύ καιρό πριν εκδηλωθεί η ένοπλη επίθεση στο εργοτάξιο της εταιρείας Ελληνικός Χρυσός. Επιπλέον, από το υλικό που περιέχεται στη δικογραφία προκύπτει ότι παρακολουθούνταν συστηματικά οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις δημοσιογράφων ελληνικών και διεθνών ΜΜΕ, οι οποίοι επικοινωνούσαν με κατοίκους της Χαλκιδικής, προκειμένου να ενημερωθούν για τα γεγονότα στην περιοχή. Το οιονεί ενοχοποιητικό υλικό περιλαμβάνει περισσότερες από 200 σελίδες απομαγνητοφωνήσεων με συνδιαλέξεις και συνεντεύξεις προς δημοσιογράφους έντεκα εφημερίδων (ανάμεσά τους και η «Καθημερινή»), ραδιοτηλεοπτικών σταθμών και ειδησεογραφικών πρακτορείων.
Η έκταση και, κυρίως, η στόχευση των παρακολουθήσεων εναντίον των οργανισμών δημοσιότητας και ενημέρωσης της κοινής γνώμης δεν είναι απλώς ανησυχητική, είναι επικίνδυνη. Επικίνδυνη για τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, αλλά και για τη λειτουργία των θεσμών του δημοκρατικού κράτους. Πολύ περισσότερο που, πέρα από τους δημοσιογράφους, στο στόχαστρο των «κοριών» βρίσκονται και βουλευτές: πρόσφατα ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης προειδοποίησε βουλευτές του κόμματός του ότι τα τηλέφωνα και οι επικοινωνίες τους μπορεί να παρακολουθούνται. Θυμόμαστε, άλλωστε, και το μηδέποτε διαλευκανθέν σκάνδαλο Vodafone, το 2004-05, όταν θύματα υποκλοπών ήταν ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, μεταξύ πολλών άλλων.
Η χώρα έχει πικρή πείρα από το κυνήγι μαγισσών κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και τη μετεμφυλιακή περίοδο, με αποκορύφωμα το πραξικόπημα των συνωμοτών του 1967. Η ήδη τριετής κρίση έχει κλονίσει καίρια την οικονομία και την ευημερία, αλλά δεν έχουμε κανένα λόγο να ωθούμε και την πολιτική κοινωνία και το κράτος προς έναν κρίσιμο κλονισμό, προς μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όπου θα καταργούνται κατά το δοκούν θεμελιώδεις ελευθερίες και εγγυήσεις της δημοκρατίας. Το απόρρητο των επικοινωνιών, τα προσωπικά δεδομένα, το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής και της κατοικίας είναι τα θεμέλια του πολιτεύματος και του πολιτισμού μας. Η δικαστική εξουσία θα πρέπει να εγγυηθεί και να προστατεύσει αυτά τα θεμελιώδη.
Via : www.kathimerini.gr