της Μαρίας Χούκλη
Μοιάζει με σπασμένη κούκλα. Εξαρθρωμένη από το πολύ παιχνίδι.
Άτσαλα αφημένη στην άμμο, σαν να την ξέχασε ο κάτοχός της, φεύγοντας βιαστικά για τη δροσερή θάλασσα που διακρίνεται στο βάθος ή για το σκιερό σπίτι δεξιά στο κάδρο. Μοιάζει με παλιά πάνινη κούκλα, λερωμένη από τα πολλά χέρια που την κράτησαν, την τάισαν, τη νανούρισαν, τη μάλωσαν, τη χάιδεψαν, την κοίμισαν, της τραγούδησαν, την έσφιξαν στην αγκαλιά τους, ήταν συντροφιά τους νύχτα και μέρα, χειμώνες και καλοκαίρια. Μαζί στα γέλια και στα κλάματα, στο κυνηγητό και στο κρυφτό, στον πόλεμο και στην ειρήνη. Πιο πολύ στον πόλεμο παρά στη σύντομη ειρήνη. Χρειάζεσαι μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσεις ότι είναι ένα παιδί. Ήταν ένα παιδί, που δεν θα μεγαλώσει ποτέ.
Ένα μελαχρινό αγόρι 3-4 χρονών, με το προσωπάκι του στην άμμο, διαλυμένο από πυρά που στόχευαν ενήλικες αλλά οι «έξυπνες» βόμβες δεν έκαναν διάκριση. Πρόλαβε να φοβηθεί; Έτρεξε άραγε να σωθεί; «Παράπλευρες απώλειες», «εκφράζουμε τη θλίψη μας», «αυστηρές επιπλήξεις», «ανησυχία για την κλιμάκωση», «εκκλήσεις για εκεχειρία».
Αίσχος, αίσχος, αίσχος.
Via : www.protagon.gr