γράφει η Αικατερίνη Μπέζα Τσουρουπάκη*
Το τέλος της δεκαετίας του ’80 σηματοδοτεί δύο μεγάλες στροφές. Η πρώτη είναι η κατάρρευση της σοβιετικής ένωσης, με την οποία κλείνει και τυπικά μια ιστορική παρένθεση: Η ταύτιση της επανάστασης με την Αριστερά. Η δεύτερη είναι η παγκοσμιοποίηση, που χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη διεθνοποίηση των εμπορικών ροών, την ενίσχυση των χρηματιστηριακών αγορών και την είσοδο της Ασίας στον καπιταλιστικό κόσμο. Αν κάνουμε μια ιστορική αναδρομή , θα διαπιστώσουμε ότι με την άνοδο της αριστεράς στα τέλη του 19ου αιώνα τα σοσιαλιστικά κόμματα, με την επίτευξη εκ μέρους τους του διπλού στόχου της πολιτικής ενσωμάτωσης και οικονομικής αναβάθμισης της εργατικής τάξης και της κατά συνέπεια τούτου μετεξέλιξης αυτής σε μεσαία τάξη , έγιναν κεντροαριστερά κόμματα εξουσίας μέσω της μεγάλης σοσιαλδημοκρατικής στροφής που ξεκίνησε τότε .
Η αριστερά εγκατέλειψε την επανάσταση και ασπάσθηκε τον καπιταλισμό επιδιώκοντας και επιτυγχάνοντας την μεταρρύθμισή του. ΄Ετσι, προέκυψε το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος , μια σπουδαία κατάκτηση της ανθρωπότητας . Εξάλλου, η αριστερά διαπίστωσε ότι μόνο μια ενισχυμένη καπιταλιστική οικονομία θα μπορούσε να χρηματοδοτεί το κοινωνικό κράτος.
Η διαμόρφωση της παραπάνω κατάστασης συνέβαλλε στην διακοπή κάθε σχέσης της αριστεράς με την εξωσυστημική διαμαρτυρία , πράγμα που ενέτεινε και η προϊούσα ταύτισή της με προνομιούχα , προστατευμένα κοινωνικά στρώματα . Και εδώ, η Ελλάδα αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση μέσα στην Ευρώπη.
Στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ πολιτική «Δεξιά», ούτε πολιτική «Αριστερά». Δεν υπήρχαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη διαμόρφωσή της. Ούτε βαριά βιομηχανία, που να προϋποθέτει συσσώρευση κεφαλαίου ως αναγκαία συνθήκη της παραγωγής ούτε προλεταριάτο, ως διαμορφωμένη και πάγια κοινωνική τάξη. Είχαμε περιστασιακές δεξιές και αριστερές συμπεριφορές, εισαγόμενες μεταπρατικές. Τις δανειστήκαμε για να μας δίνουν την ψευδαίσθηση εξευρωπαϊσμού μας. Δεν υπάρχει απρόσωπο μεγάλο κεφάλαιο και εξαθλιωμένο από την εκμετάλλευση «προλεταριάτο», αφού εργάτες, όπως τους προϋποθέτει ο Μαρξισμός δεν υπάρχουν. Εσχάτως, υιοθετήσαμε κι εμείς την κενολογία των παραλλαγών «κεντροδεξιά» και «κεντροαριστερά», ενώ κανένα από αυτά δεν είχε ποτέ πραγματικό πολιτικό – κοινωνικό αντίκρυσμα στην ελληνική κοινωνία.
Ο λαϊκίστικος και μικροαστικός χαρακτήρας της «κεντροαριστεράς» και η αντίστοιχη ιστορική απουσία της σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής της, με την εργατική τάξη ως κοινωνική της βάση, χαρακτηρίζει την ελληνική ιδιαιτερότητα. Η συστημική μετεξέλιξη της αριστεράς άφησε πίσω της ένα πολιτικό κενό που αδυνατεί να καλύψει η ίδια της. Όπως όμως η φύση έτσι και η πολιτική απεχθάνεται την ύπαρξη κενού και έτσι κάποιος θα βρεθεί να το καλύψει . Σίγουρα, όμως, αυτός ο κάποιος δεν είναι η «κινηματική αριστερά», που αποτελεί μια κοινωνικά ελιτίστικη έκφραση διανοούμενων ιδιαίτερα δεκτική σε ένα πολιτικό λόγο, που χαρακτηρίζεται από έντονο αντιελιτισμό και αντικοινοβουλευτισμό με ελάχιστη απήχηση σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και αυτό διότι απορρίπτει τις ραγδαίες αλλαγές και ποθεί την επιστροφή σ’ ένα αδύνατο παρελθόν που έπαψε να υπάρχει και σε ευθεία αντίθεση μ’ αυτό που εύστοχα τονίζει ο Αμερικανός δημοσιογράφος Φράνκλιν Άνταμς «τίποτε δεν είναι πιο υπεύθυνο για τις παλιές καλές ημέρες από την κακή μνήμη».
Ισως, όμως, αυτός ο κάποιος να είναι η μεταρρυθμιστική αριστερά , που με αταλάντευτη προσήλωση στις θεμελιώδεις αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, του πολιτικού φιλελευθερισμού και του κοινωνικού κράτους δικαίου , ο ρόλος της να εγγράφεται στο μέλλον όχι ως επιλογή αλλά ως μοίρα . Ισως είναι η μεγάλη ευκαιρία της μεταρρυθμιστικής αριστεράς , ενός ιστορικού ρεύματος , να συμβάλλει αποφασιστικά σ’ έναν αναγεννητικό κοινωνικό μετασχηματισμό . Είναι το ιστορικό αυτό ρεύμα που αντιλαμβάνεται την σημασία του συντάγματος και των θεσμών για το βάθεμα της δημοκρατίας και την ευημερία των ανθρώπων . Η χώρα έχει ανάγκη μεν από ένα αντισυμβατικό πολιτικό λόγο χωρίς στερεότυπα , αλλά και ένα γενναίο πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης, που θα συνεγείρει και θα κινητοποιήσει την κοινωνία .
Όσο για το δημοκρατικό σύστημα, θα πρέπει να προσαρμοστεί τόσο στη μειωμένη κυριαρχία των κρατών όσο και στις τεκτονικές κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές που ήδη συντελούνται καθώς υποχωρεί η ηγεμονία της δύσης και ανέρχεται το άστρο της Ασίας .
Τις αλλαγές αυτές δεν μπορούμε να τις αγνοούμε στο όνομα ψευδεπίγραφων συνθημάτων περί «αντίστασης στις νέες συνθήκες που επιβάλλει το χρηματοπιστωτικό σύστημα». Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ επικίνδυνο για την ίδια τη δημοκρατία διότι ελοχεύει πάντα ο κίνδυνος της υποκατάστασης της αριστεράς από την ακροδεξιά ως κατ’ εξοχήν φορέα της λαϊκής διαμαρτυρίας , χρησιμοποιώντας διαφορετικές ταμπέλες ή θα καιροφυλακτεί πάντα αυτό που έλεγε ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ «τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα, ώστε να μην μπορούν να χειροτερέψουν»
*Η Αικατερίνη Μπέζα Τσουρουπάκη είναι συμβολαιογράφος στα Χανιά