Δημήτρης Σούρδης*
Ο καπιταλισμός είναι ιστορικά η πρώτη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, η οποία διατείνεται ότι έλκει την νομιμοποίησή της από τον ορθολογισμό του συστήματος. Θεωρώντας ότι όλες οι ενέργειες του ανθρώπου αποβλέπουν στην επιδίωξη της ευημερίας (κοινά αποδεκτός σκοπός) και περιορίζοντας στην συνέχεια την ευημερία αποκλειστικά σε οικονομική, την εξαρτά από ένα οικονομικό μέγιστο ή βέλτιστο. Έτσι η ευημερία ορίζεται ποσοτικά στην μεγιστοποίηση του «προϊόντος» και στην ελαχιστοποίηση του «κόστους», τα οποία εκφράζονται σε χρήμα. Για το τι λογίζεται ως προϊόν και τι ως κόστος, καθώς και για το πως αυτά αποτιμώνται αποφαίνεται φυσικά το ίδιο το σύστημα. Στην συνέχεια μέσω «λογικών» επιχειρημάτων και πολλών παραδοχών δείχνει ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι το πλέον κατάλληλο για την επίτευξη του αρχικού σκοπού.
Αν και ο ορθολογισμός του καπιταλισμού δεν είναι ένας αντικειμενικός ορθολογισμός (π.χ. μαθηματικός), αλλά τεκμηριώνεται βάσει παραδοχών και κριτηρίων που θέτει το ίδιο το σύστημα και που ισχυρίζεται ότι αυτά είναι αντικειμενικά, έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε κατά πόσον αυτά είναι πράγματι κοινά αποδεκτά καθώς και εάν το σύστημα τα ικανοποιεί ανεξάρτητα από την αποδοχή τους.
Πρώτη και βασική παραδοχή είναι ότι ο άνθρωπος, αλλά και οι επιχειρήσεις λειτουργούν αποκλειστικά οικονομικά (homo economicus). Για την αγορά π.χ. ενός αγαθού θεωρούν ότι κατέχουν όλες τις πληροφορίες και επιλέγουν πάντα το φθηνότερο. Σε συνδυασμό με μία δεύτερη παραδοχή, ότι υπάρχει δηλαδή κατά κανόνα πλήρης ανταγωνισμός, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι όλα τα προσφερόμενα αγαθά τείνουν να προσφέρονται στην χαμηλότερη δυνατή τιμή. Τέλος μία τρίτη παραδοχή, ότι όλες οι τιμές προκύπτουν από την προσφορά και ζήτηση, αλλά και προσαρμόζονται σε αυτές οδηγεί συνολικά το σύστημα σε ισορροπία. Από τα τρία αυτά σημεία, το πρώτο αφορά στην φύση του ανθρώπου, και τα υπόλοιπα είναι αυτά που παρέχει το σύστημα μέσω της διασφάλισης της λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς και που οδηγούν στο οικονομικό μέγιστο / βέλτιστο. Το γεγονός ότι στην πραγματικότητα τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει παρά μόνον ως εξαίρεση, δεν αποτρέπει την οικονομική επιστήμη από το να θεμελιώνει όλη την επειχειρηματολογία της πάνω σε αυτές τις παραδοχές.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως προκύπτει από την αποτίμηση των αγαθών μόνον με την αγοραία αξία σε χρήμα. Τα αγαθά της ανθρώπινης παραγωγής – πρωτίστως τα προϊόντα – προϋποθέτουν την ύπαρξη αγαθών της φύσης. Δεν είναι αδιάφορο, ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι, εάν π.χ. για την παραγωγή προϊόντων χρησιμοποιούνται ανανεώσιμα ή μη ανανεώσιμα αγαθά της φύσης. Τέτοιου είδους διαφοροποιήσεις όμως εξαφανίζονται από την στιγμή που τα αγαθά φθάνουν στην αγορά· όλες οι διακρίσεις καλύπτονται από ένα και μόνο χαρακτηριστικό, αυτό της τιμής. Πετρέλαιο για εκατό ευρώ, έχει την ίδια αξία με σιτάρι για εκατό ευρώ, ή ρούχα ή διαμονή σε ξενοδοχείο του ιδίου ποσού. Με δεδομένο ότι η παραγωγή αγαθών κατευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά από την αγορά, οι διακρίσεις που αναφέραμε παραπάνω δεν έχουν καμία, η σχεδόν καμία σημασία. Εκείνο που μετράει είναι μόνο η αγοραία αξία τους και οι κανόνες είναι ίδιοι π.χ. τόσο για τα ανανεώσιμα αγαθά όσο και για τα μη ανανεώσιμα και οι συνέπειες αυτής της θεώρησης για την συνέχιση της ζωής στον πλανήτη είναι προφανείς.
*Ο Δημήτρης Σούρδης είναι μέλος του Δικτύου Ανανεωτικής Αριστεράς