του Χριστόφορου Κάσδαγλη
Παρακολουθώντας τη συζήτηση που άναψε λόγω της επιβολής κυρώσεων σε δημοσιογράφους στελέχη των καναλιών, μου ήρθε στον νου -μη με ρωτάτε το πώς και το γιατί- ο αλλόκοτος τίτλος ενός παλιού βιβλίου: «Δεν κερδίζεις τίποτα σκοτώνοντας έναν νεκρό Ινδιάνο».
Νιώθω την ανάγκη να δηλώσω ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού της ΕΣΗΕΑ να επιβάλει ποινές σε τηλεοπτικούς δημοσιογράφους για μεροληπτική στάση στο δημοψήφισμα δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Είμαι βεβαίως ακόμα εξοργισμένος με τη στάση του συνόλου σχεδόν των μεγάλων ΜΜΕ, καναλιών και εφημερίδων. Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι ο τρόπος που λειτούργησαν εκείνες τις μέρες δεν κατέλυε απλώς την πολυφωνία, έκανε κάτι χειρότερο: διαστρέβλωνε συστηματικά την αλήθεια.
Παραμένω ωστόσο κάπως επιφυλακτικός ως προς τη δυνατότητα να σχολιάσω την απόφαση του πειθαρχικού της ΕΣΗΕΑ καθώς, όσο κι αν έψαξα, δεν είναι διαθέσιμη. Στα κανάλια, αντιθέτως, δεν είχαν καμία τέτοια ευαισθησία και κανένα πρόβλημα να κατακεραυνώσουν μιαν απόφαση της οποίας το σκεπτικό δεν παρουσίασαν – και πιθανότατα δεν εγνώριζαν.
Το σκεπτικό της απόφασης παρουσιάζει ωστόσο αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον, ιδίως αν συνεκτιμηθεί ότι ο Γιάννης Πρετεντέρης και ο Δημήτρης Οικονόμου απαλλάχτηκαν. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην εύλογη υπόθεση ότι δεν καταδικάστηκε η διατύπωση άποψης, όπως αναφέρουν οι επικριτές της απόφασης, αφού σε αυτή την περίπτωση θα είχαν καταδικαστεί όλοι. Είναι πιθανό στο σκεπτικό του πειθαρχικού να αναφέρονται συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις οι οποίες δεν είχαν σχέση με τις απόψεις που διατύπωσαν οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι, αλλά με το κατά πόσον τήρησαν τους κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας κατά την οργάνωση της παρουσίασης των θεμάτων περί το δημοψήφισμα. Κι ελάτε τώρα, ο τρόπος με τον οποίο οργανώθηκε η ομόθυμη καμπάνια των μεγάλων ΜΜΕ είναι γνωστός – δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερα.
Παρόλα αυτά, η απόφαση του πειθαρχικού δεν με ενθουσιάζει. Ο λόγος είναι ότι δεν πιστεύω στην υπερβολική χρήση πειθαρχικών μέτρων, δεν θεωρώ ότι πρέπει να γίνεται κατάχρηση τέτοιων αποφάσεων, οι οποίες αφενός δεν επιλύουν προβλήματα και αφετέρου προάγουν ένα είδος μηθρυδατισμού. Εξοικειώνουν τον κλάδο στην ιδέα ότι μια καταδικαστική απόφαση από το πειθαρχικό είναι κάτι το συνηθισμένο – ε, και τι έγινε, ας με διαγράψουν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θεωρώ πως δεν υπάρχουν κρούσματα συστηματικής παράβασης των κανόνων δεοντολογίας του επαγγέλματος. Αυτός είναι άλλος ένας λόγος που δεν ενθουσιάζομαι με τέτοιες αποφάσεις. Είναι γιατί έχουμε τόσα πολλά και τόσο εκτεταμένα κρούσματα παραβάσεων. Οι όποιες αποφάσεις λοιπόν κινδυνεύουν εκ των πραγμάτων να χαρακτηριστούν μεροληπτικές, στο βαθμό που είναι αδύνατον να αξιολογηθούν και να ιεραρχηθούν επαρκώς όλες οι περιπτώσεις παράβασης της δεοντολογίας, ώστε να επιβληθούν αναλογικές κυρώσεις στους υπαίτιους.
Αλλά η αλήθεια είναι ότι κατά βάθος δεν πολυπιστεύω στις πειθαρχικές διαδικασίες, θεωρώ δε ότι όταν αγγίζουν το πεδίο της έκφρασης απόψεων, εμπεριέχουν τον κίνδυνο -πέρα από προθέσεις- περιορισμού της ελευθεροτυπίας.
Ζούμε σε ένα μιντιακό περιβάλλον όπου έχουν καταλυθεί βασικές αρχές όπως η δημοσιογραφική δεοντολογία, τα εργασιακά δικαιώματα, η ποιότητα του λόγου και της έρευνας, ο πλουραλισμός, η εξακρίβωση της πληροφορίας, η ηθική. Όπου πολύ συχνά εκδηλώνονται συγκρούσεις αρμοδιοτήτων, συνομωσίες σιωπής, ακόμα και χρηματισμοί ή και εκβιασμοί. Δεν πρόκειται, για απλές παρεκκλίσεις ούτε για μεμονωμένες περιπτώσεις. Τα προβλήματα είναι δομικά, και προφανώς δεν επιλύονται με εξατομικευμένα πειθαρχικά μέτρα. Δεν ξέρω καν αν επιλύονται, εφόσον οι ίδιοι οι τηλεθεατές, οι ακροατές και οι αναγνώστες δεν βρουν κάποιο τρόπο να επηρεάσουν τα πράγματα. Αλλιώς δεν πρόκειται να γίνει τίποτα.
Θα αναφέρω ένα μικρό -και σχετικά αθώο- παράδειγμα. Έτυχε προχθές βράδυ να παρακολουθήσω το δελτίο ειδήσεων του Mega. Το θέμα ήταν ακριβώς η απόφαση του πειθαρχικού της ΕΣΗΕΑ. Πρώτη παράβαση της δεοντολογίας: Σχολιασμός μιας είδησης χωρίς να έχουν παρατεθεί θεμελιώδη στοιχεία της, ένα από τα οποία είναι ασφαλώς το σκεπτικό με το οποίο κάποιοι καταδικάστηκαν και κάποιοι αθωώθηκαν. Δεύτερη παράβαση της δεοντολογίας: Όλοι όσοι σχολίασαν την απόφαση, είτε με δηλώσεις τους στο κανάλι είτε μέσω αναπαραγωγής της αρθρογραφίας τους ή καταχωρήσεών τους στα social media, προέρχονται από την αντίπερα όχθη. Μανδραβέλης, Αμυράς, Τατσόπουλος, Στούπας (δημοσιογράφος), Χρηστίδης (εκπρόσωπος τύπου του ΠΑΣΟΚ), Ραγκούσης (πρώην υπουργός). Κανένας από το πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ, κανένας από τη διοίκηση της Ένωσης, κανένας από τον ΣΥΡΙΖΑ, κανένας από την κυβέρνηση, ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΟΧΙ. Τα ίδια Παντελή μου…
Αλλά εμείς τα έχουμε συνηθίσει όλ’ αυτά, σε βαθμό που να τα θεωρούμε φυσιολογικά.
Ο Γιώργος Αμυράς, δημοσιογράφος και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Ποταμιού, υποστήριξε στο δελτίο του Mega με το γνωστό αγοραίο ύφος του ότι «δεν έκανε το ίδιο η ΕΣΗΕΑ, και φυσικά δεν έπρεπε να το κάνει, και για εκείνους τους δημοσιογράφους που είχαν ξεσαλώσει υπέρ του ΟΧΙ. Όχι στη λογοκρισία, λοιπόν, όχι διαφορετικά μέτρα και σταθμά, και η ΕΣΗΕΑ πρέπει να αντιληφθεί ότι η Δημοκρατία παίζεται και στις λεπτομέρειες».
Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που η απόφαση του πειθαρχικού δεν με βρίσκει σύμφωνο. Γιατί δίνει τη δυνατότητα σε τύπους σαν τον Αμυρά να εξομοιώνουν το δικό τους ΝΑΙ με το δικό μου ΟΧΙ. Ε, λοιπόν, όχι, το δικό μου ΟΧΙ δεν έχει καμία σχέση με τα δικά τους ΝΑΙ. Το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα (και οι μεθοδεύσεις που έγιναν προκειμένου να φανεί ως πλειοψηφούσα άποψη στην ελληνική κοινωνία) δεν αποτελούσε έκφραση μιας άποψης, ήταν ο τρόπος να υπάρξεις μέσα στο μιντιακό σύστημα, να φανείς πειθήνιος στον εργοδότη σου, να διατηρήσεις τη θέση εργασίας σου και το πόστο σου στην ιεραρχία. Δεν παίχτηκε επί ίσοις όροις το παιχνίδι, οι υποστηρικτές του ΟΧΙ δεν κλήθηκαν καν στα κανάλια «για να «ξεσαλώσουν υπέρ της άποψής τους» και, εν πάση περιπτώσει, το δικό μας ΟΧΙ, όπου βρήκε μια χαραμάδα να διατυπωθεί, μιλώντας με όρους επαγγελματικούς ισοδυναμούσε και ισοδυναμεί με κάρτα άνεργου δημοσιογράφου.
Αυτή είναι η πικρή αλήθεια, αγαπητοί συνάδελφοι, μια αλήθεια βέβαια που δεν μπορεί να διορθώσει κανένα πειθαρχικό. Το γεγονός ότι όλη αυτή η μονοκαλλιέργεια των ΜΜΕ ενδεχομένως ενδυνάμωσε το λαϊκό αίσθημα και οδήγησε στο κολοσσιαίο 62% είναι άλλης τάξεως ζήτημα. Αλλά μυαλό δεν βάζουν. Αν δείτε και σήμερα τους βασικούς παρουσιαστές και σχολιαστές των καναλιών, θα διαπιστώσετε ότι το δικό τους ΝΑΙ ισοδυναμεί με κάρτα εργασίας.