Είναι φυσικό μετά από μια παρόμοια βιβλική καταστροφή να αναζητούνται ανομολόγητες αιτίες και σκοτεινοί υπαίτιοι. Το πελώριο «γιατί» που σκεπάζει τον μαυρισμένο ουρανό της Αττικής βρίσκει κάθε λογής απαντήσεις, άλλες εύλογες και τεκμηριωμένες, άλλες επηρεασμένες από την ένταση της στιγμής και το μέγεθος της συμφοράς. Κατά καιρούς έχουν επιστρατευθεί ως αιτιολογίες κάθε λογής επιβουλές, εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, ενώ έχουν υποδειχτεί και ποικίλοι πραγματικοί ή φανταστικοί δράστες των δολοφονικών εμπρησμών του καλοκαιριού.
Οι πράκτορες μυστικών υπηρεσιών, οι ασύμμετρες απειλές, οι αλλοδαποί και οι υπονομευτές του δημοκρατικού πολιτεύματος μπορεί να στήνουν χορό στα πρωτοσέλιδα και σε χείλη κυβερνητικών αξιωματούχων, αλλά το «υπόβαθρο» που αυξάνει δραματικά τις πύρινες καταστροφές βρίσκεται δυστυχώς πάντα μπροστά στα μάτια μας. Μπορεί λοιπόν τα κουκουνάρια, ο στρατηγός άνεμος και οι υψηλές θερμοκρασίες να είναι αντικειμενικά οι πλέον ισχυροί σύμμαχοι της καταστροφής, αλλά είτε από αμέλεια είτε από δόλιους εμπρησμούς φτάνουμε πάντα μπροστά στις τραγικές κρατικές και πολιτικές ευθύνες, αλλά και στις ευθύνες της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Ενώ πάντα ακούγονται τα ίδια: έλλειψη συντονισμού, ανεπαρκή μέσα, καθυστερήσεις κ.λπ., κάπου αναδύονται, για να κουκουλωθούν σκόπιμα στη συνέχεια, οι αληθινές αιτίες των καταστροφών: η άναρχη δόμηση, τα φιλέτα του real estate, οι καταπατημένες δασικές εκτάσεις, η σκόπιμη ανυπαρξία Εθνικού Κτηματολογίου και οι ειδικοί νόμοι που συνήθως προεκλογικά «ρυθμίζουν» το καθεστώς των αυθαιρέτων.
Ξεκάθαρα αίτια
Αυτή τη φορά, πάντως, το αίτιο της συμφοράς είναι περισσότερο καθαρό από κάθε άλλη φορά μπροστά στα μάτια μας. Το περιέγραψαν με κάθε λεπτομέρεια ειδικοί επιστήμονες, γιατί η περίπτωση του οικισμού που επλήγη περισσότερο από κάθε άλλον, το Μάτι, είναι χαρακτηριστική του τρόπου ανάπτυξης της αθηναϊκής περιφέρειας από τη δεκαετία του 1970. Πρόκειται για το διπλό φαινόμενο της μαζικής στροφής των Αθηναίων προς την αναζήτηση εξοχικής κατοικίας και την «έξοδο» των ευπορότερων προς την περιφέρεια της πόλης. Το αποτέλεσμα ήταν η αυθαίρετη δόμηση τεράστιων εκτάσεων και η σύγχυση μεταξύ δασικών και οικιστικών περιοχών (βλ. σχετ. Ιός, «Τριάντα χρόνια ασυμμετρία», «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 9.9.2007).
Στο βάθος της εγκληματικής αυτής εξέλιξης του πολεοδομικού ιστού της Αττικής υπήρξε το δασοκτόνο νομοθέτημα της δικτατορίας (Ν.Δ. 86/1969), προσαρμοσμένο στη συνεπή πρακτική της χούντας να επιβραβεύει τους «ημετέρους» και να καλοπιάνει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος.
Το Σύνταγμα του 1975 φάνηκε να ανακόπτει αυτή την πρακτική. Τα δύο σχετικά άρθρα του εμφανίζονται να προστατεύουν ικανοποιητικά τα δάση και κυρίως να αποκλείουν την οικοπεδοποίηση και τη μετατροπή τους σε οικισμούς. Το άρθρο 24 απαγορεύει τη «μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Oικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον».
Και το άρθρο 117 καθορίζει ότι «δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για τον λόγο αυτό τον χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό».
Μόνο που η ικανοποιητική αυτή προστασία υπονομεύτηκε από την πρώτη στιγμή με νομοθετήματα των ίδιων των πολιτικών δυνάμεων που ψήφισαν το Σύνταγμα. Επί χρόνια το Συμβούλιο της Επικρατείας αποδυόταν σε αγώνα για να εφαρμόζονται τα επίμαχα άρθρα που προστατεύουν τις δασικές εκτάσεις. Μάταια.
Πώς έγινε η αρχή
Ηδη επί των ημερών της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή τέθηκαν οι βάσεις για τον αέναο αποχαρακτηρισμό δασικών εκτάσεων και τη μετατροπή τους σε οικόπεδα.
Ο Ν. 998/1979 που εισηγήθηκε ο υπουργός Γεωργίας Γιάννης Μπούτος επέτρεπε:
– Την ένταξη δασών και δασικών εκτάσεων, στο σύνολό τους ή εν μέρει, «εις οικιστικήν περιοχήν» και οικοδόμησή τους σε ποσοστό 10% (§ 49.2).
– Τη μετατροπή ιδιόκτητων δασών σε οικιστικές περιοχές, με κατάτμησή τους σε οικόπεδα, «εφ’ όσον αι ανάγκαι του πολεοδομικού σχεδιασμού και της οικιστικής αναπτύξεως κατά την κρίσιν του Υπουργού Δημοσίων Εργων επιβάλλουν τούτο» (§ 49.3).
– Ανάλογη ρύθμιση για τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς (§ 50.1).
– Τη νομιμοποίηση της (παράνομης) αγοράς δασικών ή αναδασωτέων μοναστηριακών εκτάσεων από οικοδομικούς συνεταιρισμούς μέχρι τέλους του 1978 (§ 50.6).
– Την εξαίρεση από τη δασοπροστασία των ιδιόκτητων «δασωθέντων αγρών», με «υπεύθυνον δήλωσιν» του ενδιαφερόμενου ότι ήταν καλλιεργήσιμα εδάφη ώς το 1940 και «αυτοψία» δασολόγου, προσφυγή δε στις αεροφωτογραφίες του 1945 μονάχα «εν περιπτώσει αμφιβολιών» (§ 67).
«Δασοκτόνοι» νόμοι που καίνε τα δάση απ’ το «παράθυρο»
Το πού οδηγούσε η εφαρμογή αυτών των διατάξεων είναι σαφές. Ειδικά στην περίπτωση των «δασωθέντων αγρών», λες και ο νόμος καλούσε τους διεκδικητές δασικών εκτάσεων να προχωρήσουν σε εμπρησμό, εφόσον μια πυρκαγιά εξαφανίζει ό,τι θα μπορούσε να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς τους: ακόμη κι ο πιο έμπειρος δασολόγος είναι ανίκανος να βγάλει συμπεράσματα για την ηλικία των δέντρων που δεν υπάρχουν πια…
Ηδη μέσα στην πρώτη εξαετία της μεταπολίτευσης εξαιρέθηκαν από την αναδάσωση 14.637 στρέμματα καμένου δάσους στην Αττική κι άλλα 265.000 στην υπόλοιπη επικράτεια («Ελευθεροτυπία», 28.9. και 1.10.1980). Δεν ήταν παρά μόνο η αρχή: παρά τις υποσχέσεις του ότι μόλις έρθει στην εξουσία θα καταργήσει τον Ν. 998, το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο τον διατήρησε σε ισχύ αλλά και τον «συμπλήρωσε» με νέα δασοκτόνα νομοθετήματα – αρχής γενομένης με την «εγκύκλιο Γιώτα» του 1984.
Αλλά αυτή ήταν μόνο η αρχή. Οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου προχώρησαν σε μια σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων που έθρεψαν νέες γενιές οικοπεδοφάγων.
■ Ο Ν. 1734/1987 προέβλεπε τον αποχαρακτηρισμό (και την αλλαγή χρήσης) δασικών εκτάσεων διά της μετονομασίας τους σε «βοσκότοπους» από τους κατά τόπους νομάρχες (§ 3). Με τη μετατροπή μιας καμένης δασικής έκτασης σε «βοσκότοπο» αναστέλλεται αυτόματα κάθε απόφαση αναδάσωσής της (§ 6.1) και μπορεί να μετατραπεί σε γεωργική εκμετάλλευση (§ 13.2.α), να χρησιμοποιηθεί «για δημιουργία νέων οικισμών ή επέκταση παλαιών» (§ 6.1.β) ή να παραχωρηθεί για μια πλειάδα χρήσεων (από «χώρους απορριμμάτων και λυμάτων» μέχρι «ιερούς ναούς και ιερές μονές»).
Ειδικό άρθρο φρόντισε να κάνει ευκολότερη τη διεκδίκηση των «δασωθέντων αγρών» από τους (φερόμενους ως) ιδιοκτήτες τους: η σχετική απόδειξη μπορεί να γίνεται πια με απλή ένορκη εξέταση μαρτύρων (§ 14.2). Προϋπόθεση για την όποια φερεγγυότητα των τελευταίων, σε περίπτωση καταπατημένου δάσους, αποτελεί φυσικά η εξαφάνιση των δέντρων που θα πιστοποιούσαν ότι δεν πρόκειται για «χωράφι στο οποίο φύτρωσαν μερικά πευκάκια».
Η συζήτηση του νόμου αυτού στη Βουλή είναι αποκαλυπτική. Η εισηγητική έκθεση έκανε λόγο για επικείμενο αποχαρακτηρισμό 52.000.000 στρεμμάτων (έναντι 15.000.000 του Ν. 998), ενώ διατυπώθηκαν ανοιχτά υποσχέσεις απαλλαγής από τα δεσμά της «υπερβολικής» δασοπροστασίας: «Τριακόσιες χιλιάδες στρέμματα δώσατε;», ρωτούσε τους νεοδημοκράτες συναδέλφους του ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Χάρης Ατματζίδης. «Τα υπόλοιπα θα τα δώσουμε εμείς. Γι’ αυτό κάνουμε το νομοσχέδιο, για να τακτοποιήσουμε και τους υπόλοιπους» (Πρακτικά, 15.9.87, σ. 1.442).
Ο συνάδελφός του, Γιώργος Χιωτάκης, εξέφρασε την αλληλεγγύη του προς «ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό» της Καρπάθου «που αναπτύσσεται τουριστικά και που πραγματικά ασφυκτιά, διότι περιζώνεται από δάση» (σ. 1.476) κι οραματίστηκε την αντικατάσταση των δασών από καρποφόρα δέντρα (σ. 1.458), ενώ ο υφυπουργός Γεωργίας Κων/νος Τσιγαρίδας εξήγγειλε την απαλλαγή των ορεινών χωριών που «είναι περικυκλωμένα από δάση» από «τον βραχνά» που «αποτελεί εμπόδιο» στην οικιστική επέκτασή τους (σ. 1.460-1). Κατά τα άλλα, ο νόμος απέβλεπε στην ενίσχυση της… ορεινής κτηνοτροφίας!
■ Το 1998, νέο νομοσχέδιο της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα: ανακαλούσε κάθε απόφαση αναδάσωσης εκτάσεων που είχαν καεί πριν από το 1975 (§ 9) και ταυτόχρονα νομιμοποιούσε κάθε μεταβίβαση «δασωθέντος αγρού» -μέχρι 5 στρέμματα- που είχε γίνει στο παρελθόν (§ 4). Τελικά έμεινε στα χαρτιά, η προώθησή του συνέπεσε ωστόσο με τη μεγάλη πυρκαγιά της Πεντέλης – η οικοπεδοποίηση της οποίας στηρίζεται κυρίως στις διεκδικήσεις «δασωθέντων αγρών».
Ακολούθησε ένας καταιγισμός νομοθετικών ρυθμίσεων με στόχο την άρση της προστασίας των δασών και τη μετατροπή τους σε «αξιοποιήσιμα» φιλέτα:
■ Ο Ν. 3208, γνωστός και ως «νόμος Δρυ», που ψηφίστηκε απ’ την κυβέρνηση Σημίτη τον Δεκέμβριο του 2003, λίγο πριν από τις εκλογές. Μεταξύ άλλων: (α) επέτρεπε γενικά την αλλαγή χρήσης των δασών για «λόγους εθνικής οικονομίας και γενικά δημόσιου συμφέροντος», (β) νομιμοποιούσε όλες τις μεταβιβάσεις «δασωθέντων αγρών» που καλλιεργούνταν το 1960 αλλά και «αγροκτημάτων» με άγρια δέντρα που «δεν εφάπτονται με δημόσιο δάσος ή δασική έκταση», (γ) αναγνώριζε πλήρη κυριότητα στους διαχειριστές δημόσιων «ρητινευόμενων δασών», στην Πάρνηθα και αλλού («Ελευθεροτυπία», 24.9.03) και, το κυριότερο, (δ) συρρίκνωνε καθοριστικά την έννοια του δάσους, εξαιρώντας κάθε έκταση που δεν καλύπτεται εξ ολοκλήρου σε ποσοστό τουλάχιστον 25% (έναντι 15% που ίσχυε ώς τότε και 10% που προβλέπει η Ε.Ε.) – αλλαγή που οδηγεί στον αποχαρακτηρισμό του 1/3 των δασικών εκτάσεων της χώρας. Αμεση συνέπεια του νέου ορισμού ήταν η αχρήστευση των δασικών χαρτών που μόλις είχαν καταρτιστεί βάσει του 25% και η επιστροφή στο αχαρτογράφητο χάος.
■ Η εγκύκλιος 1099/2004 του υπουργού Γεωργίας της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, Ευάγγ. Μπασιάκου, με την οποία εφαρμόζεται ο Ν. 3208 και αποχαρακτηρίζονται εκατομμύρια στρέμματα.
– Η τροπολογία που ο ίδιος υπουργός δοκίμασε να περάσει τον Ιούνιο του 2007, αναστέλλοντας κάθε κατεδάφιση αυθαιρέτων (σημερινών και μελλοντικών) μέχρι… να καταρτιστούν οι νέοι δασικοί χάρτες!
■ Το νομοσχέδιο του Γιώργου Σουφλιά για ένα «Χωροταξικό Σχέδιο Τουρισμού» που επέτρεπε το χτίσιμο «σύνθετων και ολοκληρωμένων τουριστικών υποδομών» ακόμη και μέσα στις προστατευόμενες περιοχές NATURA, αναγορεύοντας σε «περιοχές προτεραιότητας» τις ακτές της δυτικής Πελοποννήσου.
Το σημαντικότερο ήταν ότι την ίδια περίοδο τέθηκε ανοικτά η προοπτική αναθεώρησης των άρθρων του Συντάγματος που προστατεύουν τα δάση και επιβάλλουν την αναδάσωση των καμένων εκτάσεων (24 και 117), ώστε να αρθούν τα «αδιέξοδα» και οι «ανεπιεικείς λύσεις», με κατάργηση της «ανελαστικής» δασοπροστασίας «σε κάθε περίπτωση αναγκαία για την περαιτέρω ανάπτυξη, ιδίως οικονομική, της παρούσας γενεάς». Η πρόταση ολοκληρωνόταν με τη μεταβίβαση της αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας να κηρύσσει αντισυνταγματικές τις δασοκτόνες διατάξεις (όπως έκανε επανειλημμένα μέχρι τότε) σε ένα διορισμένο και ισόβιο «Συνταγματικό Δικαστήριο».
Αυτή η στρατηγική κίνηση της κυβέρνησης Καραμανλή, τις παραμονές των καταστροφικών πυρκαγιών του 2007 στην Ηλεία, είχε επικροτηθεί με διθυραμβικά σχόλια από τον Τύπο που επρόσκειτο στη Νέα Δημοκρατία. Ο «Ελεύθερος Τύπος» διαρρήγνυε τα ιμάτιά του επειδή «η προβληματική διατύπωση του άρθρου 24» (όπως είναι σήμερα) «καταργεί το άρθρο 17» (προστασία της ιδιοκτησίας), διερωτώμενος «πότε θα λήξει η ταλαιπωρία των πολιτών» που κατέχουν «δασωθέντες αγρούς» και δεν μπορούν να τους αξιοποιήσουν (3.2.2007).
Την ίδια μέρα, η «Χώρα» του Γιώργου Τράγκα: «Η τροποποίηση του άρθρου 24 του Συντάγματος είναι επιβεβλημένη, προκειμένου να λυθεί το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα της ουσιαστικής δήμευσης της περιουσίας μισού εκατομμυρίου Ελλήνων, μελών των οικοδομικών συνεταιρισμών και των οικογενειών τους, που βρίσκονται σε μια μεγάλη ομηρία πάνω από 40 χρόνια».
Ακολουθώντας την περίφημη υπόδειξη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προς τον κ. Αλογοσκούφη (Ιανουάριος του 2005), ότι για να υπάρξει ανάπτυξη πρέπει να παταχθούν οι «δύο πληγές» της σύγχρονης Ελλάδας, δηλαδή η Αρχαιολογική και η Δασική Υπηρεσία, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εφάρμοζε με συνέπεια το πρόγραμμα αποχαρακτηρισμών αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, όπως και δασικών εκτάσεων, με στόχο την «ανάπτυξη», δηλαδή την οικονομική εκμετάλλευση από ιδιώτες χώρων που μέχρι τότε προστατεύονταν. Ολα τα σχετικά υπουργεία (Οικονομικών, Πολιτισμού, Τουρισμού, ΥΠΕΧΩΔΕ) κινούνταν προς αυτόν τον στόχο.
Το κακό είναι ότι αυτή η καταστροφική στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας δεν βρήκε ουσιαστική αντίσταση, εφόσον και επί των ημερών του ΠΑΣΟΚ είχαν προχωρήσει παρόμοιες κινήσεις – στο όνομα των λαϊκών πιέσεων τοπικών κοινωνιών.
Κάθε «παράθυρο» γίνεται σπίθα
Πρόσφατα, ακόμα ένα νομοσχέδιο στην ατέλειωτη σειρά των… εκ των υστέρων νομοσχεδίων προσπάθησε κάπως φιλότιμα να βάλει ξανά «τάξη» στην αυθαιρεσία. «Διεύρυνση των ρυθμίσεων για αυθαίρετα που έχουν ήδη κατασκευαστεί σε δάση ή άλλες προστατευόμενες περιοχές» ήταν η τελευταία τροπολογία που ψηφίστηκε με πολύ διευρυμένη πλειοψηφία στη Βουλή («Εφ.Συν.», 6/6/2018). Δόθηκε με αυτήν το κίνητρο στους ιδιοκτήτες κάθε είδους αυθαιρέτων να τα γκρεμίσουν μόνοι τους και να γλιτώσουν έτσι το πρόστιμο.
Η διαπίστωση της ύπαρξης «οικιστικών πυκνώσεων» έστω και με αυστηρά κριτήρια εμφανίστηκε αφού είχε ήδη ανοίξει ο δρόμος για τον πλήρη αποχαρακτηρισμό εκτάσεων που έχασαν τον δασικό τους χαρακτήρα πριν από το 1975. Προηγήθηκε ο «δασοκτόνος» νόμος της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου το 2014, όταν «Με 102 κατατεθειμένες τροπολογίες (αριθμός-ρεκόρ!) και 42 που έγιναν τελικά αποδεκτές, ο κατ’ ουσίαν αντισυνταγματικός και «δασοκτόνος» νέος νόμος «βαφτίζει» με σειρά ρυθμίσεων τις καταπατήσεις δασών… παρεμβάσεις!» («Εφ.Συν.», 22/12/2014).
Σύμφωνα με την τότε ανακοίνωση του WWF ΕΛΛΑΣ, «η δυνατή φωνή 60.000 πολιτών στάθηκε εμπόδιο στα σχέδια του υπουργείου Περιβάλλοντος για ένα απολύτως καταστροφικό για τα δάση μας νομοσχέδιο». Αποσύρθηκαν τότε οι πλέον κραυγαλέες διατάξεις και διατηρήθηκε η προστασία για δάση και δασικές εκτάσεις που έχουν καταστραφεί από πυρκαγιές στο παρελθόν.
Με βάση τις διατάξεις του υπουργείου Περιβάλλοντος κινδύνευαν να αποχαρακτηριστούν αν η βλάστησή τους δεν είχε προλάβει να επανακάμψει μετά μια πενταετία! Αποσύρθηκε η διάταξη αποχαρακτηρισμού δασών που για διάφορους λόγους είχαν χάσει τον δασικό τους χαρακτήρα πριν από το 1975 και οι καταπατητές τους θα αποκτούσαν δικαίωμα παραχώρησης της κυριότητας, ενώ δεν υποβαθμίστηκαν οι δασικοί χάρτες και παρέμειναν εργαλείο αποτύπωσης της δασικής γης. Τέλος, δεν είχε γίνει δεκτή η τροπολογία των τριών βουλευτών της Αττικής, Γ. Βλάχου, Θ. Μπούρα και Β. Οικονόμου, για αναστολή βεβαιωμένων προστίμων και κατεδάφιση αυθαιρέτων σε δασικές περιοχές μέχρι την κύρωση των δασικών χαρτών.
Παρέμεινε όμως τότε ανάμεσα στα άλλα «παράθυρα» η χειρότερη διάταξη, που νομιμοποιούσε παρανομίες και καταπατήσεις δασών που έγιναν μέχρι το 2007 και μετέτρεψαν δασική γη σε γεωργικές εκτάσεις. Ηταν βέβαια χειμώνας και μάλιστα προεκλογικός, οπότε ο φόβος της πυρκαγιάς έμοιαζε πολύ μακρινός.
Με την πλέον πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση θεωρούνται νόμιμες οι οικοδομικές άδειες που έχουν εκδοθεί πριν από τον Ιούνιο του 1975 και αφορούν εκτός σχεδίου περιοχές με δασικό χαρακτήρα, οπότε δεν έχουν ανακληθεί ή ακυρωθεί. Με τον νόμο 4495/2017 δόθηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα σε ιδιοκτήτες αυθαιρέτων που βρίσκονται σε οικολογικά ευαίσθητες περιοχές και απαγορεύεται να νομιμοποιηθούν να τα κατεδαφίσουν με δικά τους έξοδα και να απαλλαγούν από την καταβολή του οφειλόμενου προστίμου.
Οπως εύστοχα και δραματικά σημείωνε στις 16/7/2018 σε άρθρο της η Λ. Σταυρογιάννη στην εφημερίδα «Αυγή», «Συχωροχάρτι υπό προϋποθέσεις μπορούν να λάβουν οι παράνομοι και πιθανώς καταπατητές που έχτισαν στα δάση εφόσον πληρώσουν ειδικό χρηματικό πρόστιμο… με ευκολίες 80 δόσεων για τις παραβάσεις της δασικής και της πολεοδομικής νομοθεσίας, το οποίο θα κατευθυνθεί σε ενέργειες για την αποκατάσταση του δασικού οικοσυστήματος αντ’ αυτού που εκείνοι κατέστρεψαν (δασικό ισοζύγιο)».
Παράλληλα, προσδιορίστηκαν με ομολογουμένως μεγαλύτερη αυστηρότητα τα κριτήρια «του σχεδίου νομοθετικής ρύθμισης για την περιβαλλοντική διαχείριση των περιοχών οικιστικών πυκνώσεων», αφού βέβαια και πάλι εξαιρέθηκαν οριστικά από την κατεδάφιση όλα τα αυθαίρετα έως και το 2011.
Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, οι πάνω από 1.000-1.500 αναγνωρισμένες πλέον οικιστικές πυκνώσεις, οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται στην Αττική και στη Χαλκιδική, αφαιρέθηκαν από τους δασικούς χάρτες (γεγονός που ξεμπλοκάρισε κάπως και την κατάρτισή τους), ενώ αναμένεται στη συνέχεια να υπάρξει νέο ξεσκαρτάρισμα σύμφωνα με τα θεσπισμένα πλέον κριτήρια.
Οποιος προλάβει, δηλαδή, τρέχει να αποδείξει ότι το αυθαίρετό του βρίσκεται σε… οικιστική πύκνωση, ενώ οι υπηρεσίες του Εθνικού Κτηματολογίου φέρονται να δηλώνουν ότι ούτε οι μισές από αυτές τις περιοχές δεν έχουν προϋποθέσεις για νομιμοποίηση. Και πάλι όμως, και στο τελευταίο αυτό νομοσχέδιο υπάρχουν όπως πάντα τα κατάλληλα παράθυρα των εξαιρέσεων, ακόμα και σε περιοχές Natura 2000.
Ετσι, σαν ειρωνεία αντηχεί σήμερα το ότι τον Μάιο δόθηκε και νέα παράταση μέχρι και τις 31 Ιουλίου για την υποβολή αντιρρήσεων για όλους τους δασικούς χάρτες που έχουν αναρτηθεί από τον Οκτώβριο του 2017 ώς τον Μάρτιο του 2018 («Εφ.Συν.» 31/5/2018). Την παράταση επιθυμούσαν φυσικά όλοι εκείνοι που δεν κατέθεταν τα στοιχεία για τη συγκρότηση των δασικών χαρτών και τώρα σπεύδουν να καταγγείλουν το «κράτος» για ολιγωρία. Μιλάμε συνολικά για πάνω από 2 εκατομμύρια αυθαίρετα σε περιοχές που ήταν δασικές και για τις οποίες υπάρχουν ήδη κατατεθειμένες εκατοντάδες χιλιάδες ενστάσεις.
Via : www.efsyn.gr