Με τις δηλώσεις του, ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς κέρδισε μια θέση στις πιο original αναφορές που θα κάνουμε στους πρωτοετείς μας φοιτητές σχετικά με το τι είναι έθνος. Και μπράβο του.
Ανατριχιάζεις…. Είναι λογικό να τραγουδάω τον Εθνικό ύμνο. Είμαι τόσα χρόνια εδώ, τα παιδιά μου γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, τον τραγουδούσαν όλη μέρα. Είναι κάτι που με ενώνει με την Ελλάδα. Αν δεν ήξερα τον Εθνικό ύμνο θα ήταν παράλογο, τον έχω ακούσει τόσες φορές. Είμαι περήφανος που είμαι σε αυτή τη θέση. (…)Είναι λογικό να νιώθεις μία υπερηφάνεια όταν τραγουδάς τον εθνικό ύμνο μίας χώρας στην οποία έχεις περάσει τα μισά, και περισσότερα χρόνια της ζωής σου.» (Ιβάν Γιοβάνοβιτς, 9/2024).
Δύο χρόνια πριν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το μαγικό 1989, ένας ταλαντούχος Σέρβος ποδοσφαιριστής διάβαινε τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα για μια μακρά εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη. Εκεί θα πρωταγωνιστεί για μια δεκαετία ως ποδοσφαιριστής του Ηρακλή και έπειτα ως προπονητής. Μετά πάει στην Κύπρο όπου επίσης καταφέρνει πολύ μεγάλα πράγματα βάζοντας την πρωταθλήτρια ομάδα της στον ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό χάρτη. Μετά από λίγα χρόνια στον Αραβικό Κόλπο επιστρέφει στην Ελλάδα όπου αναλαμβάνει τον Παναθηναϊκό τον οποίο και νοικοκυρεύει. Πλέον στην εθνική ομάδα, προς ανακούφιση όλων των Ελλήνων φιλάθλων που τον αναγνωρίζουν, ξεκινάει με υποσχέσεις. Μετά το πρώτο παιχνίδι έκανε και την παραπάνω δήλωση που καταγράφηκε στον αθλητικό τύπο ως «συγκινητικός Γιοβάνοβιτς: ανατριχιάζω όταν ακούω τον εθνικό ύμνο».
Η δήλωση όμως λέει περισσότερα. Ο προπονητής (χωρίς να το ξέρει πιθανώς ή να το θέλει μάλλον) με το λόγο του διδάσκει τον ορισμό του έθνους. Όσο πιο πηγαία και ανθρώπινα γίνεται, απευθύνεται και σε κάποιους που θεωρούν πως κάτι ελληνικό έχει στο αίμα τους ή στο DNA τους. Με τρόπο αφοπλιστικό, βιωματικό. Αυθεντικό. Λέει: «είμαι τόσα χρόνια εδώ, … τα παιδιά μου γεννήθηκαν εδώ, … είμαι περήφανος όταν τραγουδάω τον εθνικό ύμνο μιας χώρας στην οποία έχεις περάσει τα μισά και περισσότερα χρόνια της ζωής σου». Ο άνθρωπος τραγουδά το σύμβολο του ελληνικού έθνους, τον ύμνο του, διότι έζησε τη μισή ζωή του και παραπάνω στην Ελλάδα και δέθηκε με αυτόν τον τόπο. Εδώ δούλεψε, βασανίστηκε, αγαπήθηκε κι αγάπησε, εδώ στενοχωρήθηκε αλλά και χάρηκε. Κοινώς, εδώ έζησε.
Όταν ο Αριστοτέλης έλεγε το περίφημο για τον άνθρωπο πως είναι «ζώον πολιτικόν» δεν εννοούσε ότι περνά την ώρα του πολιτικολογώντας στα καφενεία. Εννοούσε ότι αυτάρκεια ο άνθρωπος έχει μόνο όταν ζει στην κοινότητά του, την πόλη. Σήμερα δεν υπάρχει «πόλη» με την αρχαιοελληνική έννοια. Υπάρχει η «πόλη» της νεωτερικότητας που είναι το εθνικό κράτος. Το κράτος εκείνο του οποίου οι πολίτες σφυρηλατούν την αλληλεγγύη τους ζώντας μαζί στο έδαφός του.
Το έθνος δεν σβήνει φτωχούς και πλουσίους. Δεν σβήνει διαφορές ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, ομοφυλόφιλους κι ετεροφυλόφιλους, αστούς και προλετάριους, και τόσους άλλους. Οι αντιθέσεις εντός του συνεχίζουν να υπάρχουν αλλά το έθνος δημιουργεί μια κοινότητα που επιχειρεί να τις ξεθωριάσει και διεκδικεί να έχει τα πρωτεία επί αυτών. Τις περισσότερες φορές τα καταφέρνει.
Το ανήκειν στο έθνος έρχεται μπροστά από τις περισσότερες υπαγωγές των ανθρώπων. Γι’αυτό και σήμερα αν ρωτήσουν «τι είμαστε», οι περισσότεροι θα πούνε «Έλληνες», κάποιοι λιγότεροι, τρελαμένοι «παοκτζήδες» ή «Ολυμπιακοί», άλλοι θα πούνε «γιατροί», άλλοι «ροκάδες», άλλοι «κομμουνιστές», άλλες «λεσβίες» και πάει λέγοντας.
Όμως για τους περισσότερους, το εθνικό προηγείται. Γι’αυτό το εθνικό ανήκειν πολλές φορές δημιουργεί, άλλες όμως σκοτώνει. Εδώ και δύο αιώνες, είναι με απόσταση η πιο κινητοποιητική ιδιότητα της ανθρωπότητας. Πιο παλιά ήταν η θρησκεία. Για Φονικές ταυτότητες μιλούσε ο μεγάλος Λιβανέζος συγγραφέας Αμίν Μααλούφ (Εκδ. Ωκεανίδα, 2000), αναφερόμενος στις άκαμπτες ταυτότητες που διεκδικούν πάντα την αποκλειστικότητα με επιθετικό και ολοκληρωτικό τρόπο: «είτε-είτε», όχι «και-και». Ή Έλληνας ή Αλβανός. Όχι και Έλληνας και Αλβανός. Κι όμως, οι εθνικές ταυτότητες, δεν είναι προϊόντα κάποιας ουσίας κρυμμένης στο ανθρώπινο αίμα, όπως οι επικίνδυνες κι αντιεπιστημονικές ανοησίες του φυλετισμού κομίζουν.
Οι εθνικές ταυτότητες είναι μια συνάντηση. Μια συνάντηση η οποία για κάθε άνθρωπο έχει μια μοναδικότητα. Άλλου τύπου Έλληνας είναι ο γράφων, άλλου ο Μιχαλολιάκος ή ο Κασιδιάρης, για να πάρω ένα ακραίο παράδειγμα. Η συνείδηση αυτή του ανήκειν δεν κληρονομείται τόσο, αλλά ζυμώνεται στην καθημερινότητα. Επειδή ζούμε μαζί κάπου. Έτσι, κάποιοι Ελληνοαμερικάνοι νιώθουν Έλληνες, άλλοι πάλι το μόνο που ξέρουν είναι “ouzo”, «malakas,” “souvlaki”, “Olympiakos” κι ως εκεί. Το εθνικό ανήκειν δεν είναι κάποιο τατουάζ ανεξίτηλο. Στο διάβα της ζωής των ανθρώπων, η κινητικότητά τους εξασφαλίζει απρόσμενα ενδεχόμενα. Πού να το ξέρει στα εικοσιπέντε του, ο νεαρός Σέρβος ποδοσφαιριστής Γιοβάνοβιτς ότι θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του στην Ελλάδα; Πώς να φανταστεί ότι τα μεγαλωμένα στη Θεσσαλονίκη παιδιά του νιώθουν εξίσου Έλληνες και Σέρβοι, όπως τόσοι και τόσοι μετανάστες. Πρώτα το βίωμα και μετά η καταγωγή. Αν μάλιστα η καταγωγή αφεθεί στη λήθη, ξεχνιέται εντελώς.
Με τις δηλώσεις του, ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς κέρδισε μια θέση στις πιο original αναφορές που θα κάνουμε στους πρωτοετείς μας φοιτητές σχετικά με το τι είναι έθνος. Και μπράβο του.
* καθηγητής Πολιτειολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Πηγή : https://www.news247.gr